Σύμφωνα με τη μυθολογία, οι Κένταυροι ήταν μια φυλή «τερατωδών»
υπάρξεων, οι οποίες είχαν ανθρώπινο κεφάλι, κορμό και χέρια, ενώ από τη
μέση και κάτω είχαν αλογίσιο σώμα. Κατοικούσαν κυρίως στα δάση του ό
ρους Πηλίου της Μαγνησίας, στην αρχαία Θεσσαλία, όπου ζούσαν σε σχεδόν
άγρια κατάσταση. Φημολογείται ότι κατάγονταν από τον Ιξίονα, γιο του
Φλεγύα, βασιλιά των Λαπίθων
. Ο μύθος λέει
πως εκείνος δίνοντας δείγματα του κακού χαρακτήρα του είχε δολοφονήσει
με δόλο τους γονείς της συζύγου του. Κατόπιν προσέφυγε στον Δία, ο
οποίος και δέχθηκε να τον εξαγνίσει από το μίασμα των φόνων που τον
βάρυνε. Ο βασιλιάς των θεών, μάλιστα, τον συμπάθησε τόσο, ώστε τον
κάλεσε σε θεϊκό γεύμα στον Όλυμπο, όπου ο Ιξίων μέθυσε και,
παραγνωρίζοντας τη θεϊκή τιμή που του αποτιόταν, θέλησε να αποπλανήσει
την Ήρα και να συνευρεθεί μαζί της. Υπέθετε ότι και αυτή θα συναινούσε
στις ορέξεις του και ότι θα εκμεταλλευόταν δεόντως την ευκαιρία
προκειμένου να εκδικηθεί τον Δία για τις συχνές απιστίες του. Ο Ζευς,
όμως, μαντεύοντας τις προθέσεις του Ιξίονα, έδωσε σε ένα σύννεφο τη
μορφή της συζύγου του και ο Ιξίων, υπερβολικά μεθυσμένος, δεν κατάλαβε
την απάτη με αποτέλεσμα να συνευρεθεί με το σύννεφο Ήρα. Ο Δίας τον
συνέλαβε επ’ αυτοφώρω και τότε πρόσταξε τον Ερμή να τον μαστιγώσει
ανηλεώς έως ότου εκείνος επαναλάβει τη φράση: «Πρέπει να τιμάμε τους
ευεργέτες μας». Κατόπιν τον έδεσε σε έναν πύρινο τροχό που περιστρεφόταν
αέναα στον ουρανό. Η ψεύτικη Ήρα μετά τη συνεύρεση της με τον Ιξίονα
ονομάσθηκε Νεφέλη (σύννεφο) και γέννησε το απόβλητο παιδί αυτής της
επαφής, που ήταν ένα δίμορφο ον, το οποίο έλαβε το όνομα Κένταυρος.
Εκείνος μεγαλώνοντας συνευρέθηκε με τη σειρά του με τις φοράδες της
Μαγνησίας, με αποτέλεσμα να γεννηθούν οι αλογοκένταυροι, με το
τετράποδο, αλογίσιο σώμα από τη μέση και κάτω και ανθρώπινο από τη μέση
και πάνω.
Γνωστοί οι Κένταυροι έγιναν κυρίως από τη διαμάχη τους με τους
γειτονικούς τους Λαπίθες, με τους οποίους τους χώριζε μια βαθιά έχθρα,
μολονότι μυθολογικά είχαν την ίδια καταγωγή, από τον προγονό τους Λαπίθη
βασιλιά Ιξίονα. Όταν ένας άλλος βασιλιάς των Λαπίθων, ο Πείριθος, τους
κάλεσε στον γάμο του με την Ιπποδάμεια, εκείνοι δεν μπόρεσαν να ελέγξουν
τον εαυτό τους και, αφού πρώτα μέθυσαν από το πολύ κρασί, που για πρώτη
φορά γεύονταν, ακολούθησαν το παράδειγμα του προγόνου τους Ιξίονα και,
προσβάλλοντας τον υψηλό τους οικοδεσπότη, προσπάθησαν να ασελγήσουν στη
νύφη του, καθώς και στα νεαρά αγόρια που παρευρίσκονταν στον γάμο.
Περιγράφοντας αυτή τη συμπεριφορά τους ο μύθος αφ’ ενός καταδεικνύει πως
ήταν γνήσιοι απόγονοι του Ιξίονα, αφού μιμούντο επακριβώς τις πράξεις
του και αφ’ ετέρου αφήνει εντέχνως να διαφανεί η ημιάγρια κατάσταση στην
οποία ζούσαν οι Κένταυροι. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ακολούθησε μάχη
μεταξύ Κενταύρων και Λαπίθων, η οποία διήρκεσε μέχρι τη νύκτα και στο
τέλος της οποίας οι Κένταυροι νικήθηκαν κατά κράτος. Βοηθός των Λαπίθων
σε αυτό τον πόλεμο στάθηκε ο Αθηναίος βασιλιάς Θησέας, ο οποίος μετά
την νικηφόρο για τον ίδιο και τους συμμάχους του έκβαση της μάχης
οδήγησε τους Κενταύρους στη χώρα των Αιθίκων, μια περιοχή κοντά στο
όρος Πίνδος, αναγκάζοντας τους να εγκαταλείψουν το Πήλιο. Εκείνοι όμως
ανασυγκρότησαν γρήγορα τις δυνάμεις τους και εισέβαλαν στην περιοχή των
Λαπίθων, τους νίκησαν και τους κατέσφαξαν, αναγκάζοντας όσους επέζησαν
να εγκατασταθούν στη Φολόη της Ήλιδας, κοντά στον Μαλέα.
Το περιστατικό αυτό της κτηνώδους ασέλγειας που προαναφέραμε δεν
είναι το μόνο, αφού οι Κένταυροι στις σελίδες της ελληνικής μυθολογίας
φέρονται ως αναμεμιγμένοι σε ένα πλήθος αποπειρών βιασμού, όπως εκείνοι
της Αταλάντης ή της Δηιάνειρας από τον Κένταυρο Νέσσο. Ο συγκεκριμένος
Κένταυρος, σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο γιος του Ιξίονα. Πολέμησε
εναντίον του Ηρακλή στη Φολόη, αλλά γλύτωσε τον θάνατο. Κάποια ημέρα
συναντώντας ξανά τον ήρωα με τη σύζυγο του Δηιάνειρα αποπειράθηκε να την
δώσει, κατά τη συνήθεια των Κενταύρων. Ακολούθησε αγώνας μεταξύ του
Νέσσου και του ημίθεου, κατά τον οποίο ο Κένταυρος πληγώθηκε θανάσιμα.
Πεθαίνοντας άφησε ένα φίλτρο στη Δηιάνειρα, λέγοντας της πως, εάν
εμπότιζε με αυτό τα ρούχα του Ηρακλή, εκείνος θα την αγαπούσε παράφορα.
Πιστεύοντας στα επιθανάτια λόγια του, η Δηιάνειρα έκανε ό,τι της είχε
προτείνει εκείνος με αποτέλεσμα να θανατώσει τον Ηρακλή, αφού το φίλτρο
στην πραγματικότητα ήταν δηλητήριο. Μετανοημένη για ό,τι είχε συμβεί,
αυτοκτόνησε και η ίδια. Η απόπειρα βιασμού του Κενταύρου Νέσσου κατά της
Δηιάνειρας θυμίζει τις ακόλαστες σκηνές στους γάμους του Πειρίθου, τις
οποίες προαναφέραμε και στις οποίες επενέβη ο Θησέας (ο Αθηναίος
Ηρακλής), για να σώσει την Ιπποδάμεια από την επίθεση του Κενταύρου
Ευρυτίωνα.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τη μυθολογία, οι Κένταυροι σχετίζονται άμεσα με
τον θάνατο του ήρωα, όπως μόλις είδαμε, αλλά αναφέρονται και σε αρκετά
περιστατικά που έχουν σχέση με τον Ηρακλή και τους άθλους του. Ο ημίθεος
βρέθηκε αντιμέτωπος με αυτούς και τους κατατρόπωσε. Χαρακτηριστική
είναι η διήγηση με τον Κένταυρο Φόλο, ο οποίος διαβιούσε στη Φολόη της
Πελοποννήσου και ήταν γιος ενός Σειληνού και μιας νύμφης που κατοικούσε
σε δένδρο φλαμουριάς. Όταν ο ήρωας πήγαινε να σκοτώσει τον Ερυμάνθιο
κάπρο, ο Φόλος τον φιλοξένησε στη σπηλιά του και του παρέθεσε γεύμα με
ψητό κρέας, ενώ ο ίδιος προτίμησε το ωμό. Ο Φόλος με την προτροπή του
ήοωα τόλμησε να ανοίξει και να γευθεί το πιθάρι με το κρασί που φύλαγε
στη σπηλιά του και το οποίο, σύμφωνα με τον μύθο, αποτελούσε κοινή
περιουσία όλων των Κενταύρων, την οποία είχαν κληρονομήσει από τον
Διόνυσο τέσσερις γενεές νωρίτερα. Τότε όμως οι άλλοι Κένταυροι, που
οσμίσθηκαν το κρασί, επέδραμαν με τεράστιους βράχους, με κορμούς ελάτων,
με δαυλούς και με τσεκούρια εναντίον της σπηλιάς του Φόλου. Ο Ηρακλής,
υπερασπιζόμενος τον Κένταυρο που τον φιλοξενούσε, πολέμησε τους
επιδρομείς και τους αντιμετώπισε με έναν καταιγισμό από αναμμένα
κάρβουνα, τα οποία εκτόξευσε εναντίον τους. Στην πρώτη μάχη σκοτώθηκαν
οι Κένταυροι Άγχιος και Άγριος και τότε η μυθική γιαγιά τους, η Νεφέλη,
για να γλυτώσει τους υπόλοιπους, έριξε μια δυνατή βροχή. Αποτέλεσμα ήταν
να χαλαρώσει η χορδή στο τόξο του Ηρακλή και να μην έχει ευστοχία και
το έδαφος να γλιστρά τόσο, ώστε ο ήρωας να μην έχει ευστάθεια. Ο
Ηρακλής, όμως, παρόλα αυτά κατάφερε να σκοτώσει και άλλους Κενταύρους,
μεταξύ των οποίων τον Ορείο και τον Υλαίο. Τότε οι υπόλοιποι τράπηκαν σε
φυγή και κατέφυγαν στον Μαλέα, όπου βρισκόταν ο βασιλιάς τους, ο
περίφημος Χειρών, διωγμένος από τους Λαπίθες. Σε αυτή τη μάχη πληγώθηκε
κατά λάθος από ένα βέλος του ημίθεου Ηρακλή και ο ίδιος ο σοφός
Κένταυρος Χειρών, για τον οποίο θα μιλήσουμε εκτενέστερα στη συνέχεια.
Μετά από αυτή τους την ήττα οι Κένταυροι διασκορπίσθηκαν σε διάφορα
μέρη της Ελλάδας. Κάποιοι υπό την αρχηγία του Ευρυτρίωνα μετέβη σαν στη
Φολόη, άλλοι με τον Νέσσο στον ποταμό Εύηνο, κάποιοι άλλοι έμειναν στα
όρη του Μαλέα, ενώ ορισμένοι ταξίδευσαν στη Σικελία, όπου τους
εξολόθρευσαν οι Σειρήνες. Η παρουσία των Κενταύρων στον Μαλέα στηρίζεται
στην τοπική παράδοση που προαναφέραμε και σύμφωνα με την οποία εκεί
γεννήθηκε ο Σειληνός, πατέρας του Κενταύρου Φόλου. Κάποιοι άλλοι
κατέφυγαν στην Ελευσίνα, όπου ο Ποσειδώνας τους έκρυψε μέσα σε έναν
μεγάλο βράχο. Η παρουσία τους στην Ελευσίνα, όπου ο Ποσειδώνας τους
έδωσε καταφύγιο κρύβοντας τους ουσιαστικά στο βουνό, υποδηλώνεται και
από το γεγονός ότι χορευτές με ξύλινα άλογα λάμβαναν μέρος στην εορτή
του ιερού γάμου στα Ελευσίνια μυστήρια αναπαριστώντας με τελετουργικό
τρόπο αυτό ακριβώς το μυθολογικό γεγονός.
Η διαμάχη μεταξύ Ηρακλή και Κενταύρων συνεχίσθηκε και ο ήρωας σκότωσε
μερικούς ακόμα, όπως τον Ομαδό από την Αρκαδία, που ήθελε να βιάσει την
Αλκυόνη, αδελφή του Ευρυσθέα. Ο Κένταυρος Φόλος δεν είχε καλύτερη τύχη,
αφού ασχολούμενος με την ταφή των συγγενών του άρχισε να περιεργάζεται
ένα από τα δηλητηριασμένα βέλη του Ηρακλή, με αποτέλεσμα να τρυπηθεί
κατά λάθος και να πεθάνει επιτόπου. Μόνο τότε ο Ηρακλή διέκοψε την
καταδίωξη των Κενταύρων και επέστρεψε στη Φολόη για να θάψει τον
Κένταυρο με μεγάλες τιμές.
Ο Κένταυρος Χείρων
Ο Κένταυρος Χείρων ήταν ο πιο σοφός μεταξύ των Κενταύρων και γνώριζε
την τέχνη των ιαματικών βοτάνων, ενώ επιδιδόταν και στο κυνήγι και τη
μουσική. Είχε θεϊκή καταγωγή, αφού, κατά μια μυθολογική εκδοχή, ήταν
νόθος γιος του Κρόνου, ο οποίος συνευρέθηκε με την κόρη του Ωκεανού
Φιλύρα. Ο Κρόνος συνελήφθη επ’ αυτοφώρω από τη σύζυγο του Ρέα και τότε,
για να διαφύγει, μεταμορφώθηκε σε επιβήτορα ίππο και έφυγε καλπάζοντας,
αφήνοντας τη Φιλύρα να γεννήσει το μισό άνθρωπο μισό άλογο παιδί της,
που δεν ήταν άλλο από τον Κένταυρο Χείρωνα. Η Φιλύρα η οποία αισθανόταν
απέχθεια για το τέρας που έπρεπε να θηλάζει, παρακάλεσε τους θεούς να
την μεταμορφώσουν σε οτιδήποτε άλλο προκειμένου να γλυτώσει και έτσι
έγινε φλαμουριά.
Μεγαλώνοντας ο Κένταυρος Χείρων απέκτησε μεγάλη φήμη ως ιατρός,
επιστήμων και μάντης, αφού με τα άνθη της φιλύρας (κοινώς φλαμουριάς)
θεράπευε ασθενείς, ενώ κόβοντας σε μικρές λωρίδες τον εσωτερικό της
φλοιό τον χρησιμοποιούσε για να μαντεύει. Φημολογείτο ακόμη ότι δάσκαλος
του Χείρωνα ήταν ο ίδιος ο Απόλλων. Η φήμη του Κενταύρου Χείρωνα ως
ιατρού και μάντη εξαπλώθηκε σε όλη την Ελλάδα, ενώ το όνομα του
εμφανίζεται σε πολύ πρώιμες θηραϊκές επιγραφές στους βράχους του νησιού.
Σοφός και αγαθός εκ φύσεως, ήταν ανεκτίμητος φίλος των ανθρώπων, αφού
σε αυτόν προσέτρεχαν προκειμένου να θεραπευθούν. Σε ένα αρχαίο αγγείο
παριστάνεται φορώντας έναν μανδύα σκεπασμένο με άστρα, κρατώντας ένα
ξεριζωμένο δένδρο, έχοντας τα θηράματα του κυνηγιού του στο πλάι του και
συνοδευόμενος από τον σκύλο του.
Ο Χείρων ήταν εκείνος που βοήθησε και υπερασπίσθηκε τον Πηλέα και που
ανέθρεψε και μόρφωσε ένα πλήθος θεϊκών και ηρωικών προσώπων, όπως τον
Αχιλλέα, τον Ιάσονα, τον Ασκληπιό, τον Ηρακλή και τον Αινεία. Ο Απόλλων ο
ίδιος μετέφερε το βρέφος Ασκληπιό μετά τη θανάτωση της μητέρας του
Κορωνίδας στον Κένταυρο Χείρωνα, ο οποίος τον ανέθρεψε και του μετέδωσε
τις θεραπευτικές του γνώσεις και την τέχνη του κυνηγιού. Ο Ασκληπιός,
μάλιστα, απέκτησε τέτοια ικανότητα στο να θεραπεύει ασθενείς, ώστε
θεωρείται ο πατέρας της Ιατρικής. Σύμφωνα πάντοτε με τον μύθο, ο Δίας
του χάρισε την αθανασία. Τη μορφή του Ασκληπιού που κρατά το θεραπευτικό
φίδι ο Ζευς την τοποθέτησε ανάμεσα στα άστρα, όπως και του δασκάλου του
Κενταύρου Χείρωνα. Ωστόσο, παρά τη σοφία που τον διέκρινε και την
οικειότητα του με τους ανθρώπους, στη συνείδηση των αρχαίων Ελλήνων ο
Κένταυρος Χείρων παρέμεινε ένας άγριος κυνηγός και μια σκοτεινή θεϊκή
μορφή.
Οι Κένταυροι της Μαγνησίας και οι Θεσσαλοί της Ιωλκού φαίνεται ότι
ήταν δεμένοι με εξωγαμική συμμαχία: από εδώ δικαιολογείται και η άποψη
ότι η σύζυγος του Πηλέα ίσως να μην ήταν η θεά Θέτις, αλλά η κόρη του
Κενταύρου Χείρωνα. Όταν η Θέτις εγκατέλειψε τον Πηλέα, εκείνος ανέθεσε
την ανατροφή του γιου τους Αχιλλέα στον Κένταυρο Χείρωνα, στο Πήλιο. Ο
Χείρων, σύμφωνα με τον μύθο, έτρεφε τον Αχιλλέα με εντόσθια λιονταριών
και αγριόκαπρων και με μεδούλι άρκτων, για να γίνει γενναίος, ή, σύμφωνα
με άλλους, με μέλι από κερήθρα και μεδούλι ελαφιού, για να τρέχει
γρήγορα. Εκείνος τον εισήγαγε στην τέχνη της ιππασίας, του κυνηγιού, του
αυλού και της ιατρικής. Ο νεαρός ήρωας ήταν, μάλιστα, τόσο επιδεκτικός
σε όσα του δίδασκε ο Κένταυρος, ώστε σε ηλικία έξι ετών έσυρε τον πρώτο
του αγριόχοιρο στη σπηλιά του Χείρωνα.
Ο Χείρων, λόγω της θεϊκής καταγωγής του, ήταν αθάνατος, αλλά, όπως
προαναφέρθηκε, ο Ηρακλής στη μάχη του εναντίον των Κενταύρων,
προκειμένου να υπερασπισθεί τον φίλο του Φόλο, πλήγωσε κατά λάθος με
δηλητηριασμένο βέλος στο πόδι τον γέρο σοφό. Ο ημίθεος λυπήθηκε πάρα
πολύ για τον τραυματισμό του γέροντα φίλου του και προσπάθησε να τον
θεραπεύσει ο ίδιος με φάρμακα τα οποία του υποδείκνυε ο Χείρων. Τα
φάρμακα, όμως, δεν τον ωφέλησαν καθόλου και, βασανιζόμενος από τους
φρικτούς πόνους που του προκαλούσε το τραύμα, αλλά και κουρασμένος από
την ατελείωτη ζωή του, ο περιφημότερος των Κενταύρων ζήτησε από τον Δία
να τον απαλλάξει από την αθανασία. Κάτι τέτοιο όμως ήταν πολύ δύσκολο
και μόνο μετά από την παρέμβαση του Προμηθέα, ο οποίος δέχθηκε να
ανταλλάξει τη θνητότητα του με την αθανασία του Χείρωνα, ο Ζευς ενέκρινε
τον θάνατο του Κενταύρου.
Με βάση τη μυθολογία, λοιπόν, οι Κένταυροι συνάγεται ότι δεν ήταν
πολύ φιλικοί με |τους ανθρώπους και όλα αυτά τα περιστατικά μέθης και
ασελγειών, στα οποία επιδίδονταν, τους είχαν αποδώσει κακή φήμη μεταξύ
των γειτόνων τους, αλλά και των άλλων Ελλήνων. Ωστόσο, ορισμένοι από
αυτούς, όπως ο Κένταυρος Χείρων, διακρίνονταν για τη σοφία τους, ενώ και
κάποιοι άλλοι έγιναν διάσημοι για την αφοσίωση τους στους ανθρώπους,
όπως ο Φόλος. Ενδιαφέρον, ωστόσο, παρουσιάζει να μελετηθεί τι μπορεί να
κρύβεται πίσω από αυτές τις ιστορίες, αφού πάντοτε ο μύθος υπήρξε ένας
τρόπος να ειπωθούν στους ανθρώπους διάφορα πραγματικά φαινόμενα, τα
οποία δεν θα μπορούσαν να κατανοήσουν διαφορετικά. Σε μια δεύτερη
ανάγνωση του μύθου τους γίνεται φανερό ότι οι περίφημοι Κένταυροι ήταν
ένα ίσως λιγότερο πολιτισμένο πρωτοελληνικό φύλο, που κατοικούσε στην
αρχαία Θεσσαλία. Είναι πιθανόν όμως ορισμένοι από αυτούς, μέλη κάποιου
ιδιαίτερου ιερατείου της σεληνιακής λατρείας, να ήταν φορείς μιας
εμπειρικής γνώσης, την οποία μετέδωσαν στους νέους κατοίκους. Ίσως σ’
αυτό το γεγονός να βρίσκεται και η βάση του μύθου του Κενταύρου Χείρωνα
και η ιδιαίτερη, σε σχέση με τους άλλους Κενταύρους, μεταχείριση του από
τη μυθολογία.
Οι Κένταυροι ως πρωτοελληνικό φύλο
Οι Κένταυροι ως πρωτοελληνικό φύλο προέρχονται από την πελασγική
λατρεία, ήταν οπαδοί δηλαδή μιας πρωτοελληνικής πίστης που λάτρευε τους
Τιτάνες, τους οποίους, σύμφωνα με τη μυθολογία, ο Δίας κατατρόπωσε και
έριξε στα Τάρταρα. Οι Πελασγοί, μεταξύ των υπολειμμάτων των οποίων
συγκαταλέγονταν και οι Κένταυροι της Μαγνησίας, παρά την επικράτηση των
Αχαιών και κατόπιν των Δωριέων και την επιβολή του ολύμπιου Δωδεκάθεου,
δεν εγκατέλειψαν ποτέ τη λατρεία των Τιτάνων και εξακολουθούσαν να
πιστεύουν στον «παράδεισο των δυτικών εσχατιών» και στη στήριξη του
στερεώματος από τον Άτλαντα. Όπως προαναφέρθηκε, τόσο οι Λαπίθες όσο και
οι Κένταυροι διατείνονταν ότι κατάγονταν από τον Ιξίονα, έναν
προολύμπιο δρυοήρωα και είχαν κοινή τη λατρεία του αλόγου.
Η λέξη «Κένταυρος», κατά την κλασική ετυμολογία, σημαίνει αυτόν που
κεντρίζει τους ταύρους, ενώ ο χαρακτηρισμός «Λαπίθης» προέρχεται από το
«λαπίζειν» και σημαίνει αυτόν που περπατά καμαρωτός.
Επρόκειτο μάλλον για δύο πρωτόγονες και ορεσίβιες συγγενικές φυλές
της βόρειας Ελλάδας, των οποίων την παλαιά εχθρότητα εκμεταλεύθηκαν οι
Αχαιοί και οι Δωριείς. Αφού συμμάχησαν πρώτα με τους μεν και μετά με
τους δε, κατάφεραν τελικά να τους νικήσουν ολοσχερώς και να τους
απομακρύνουν από τον τόπο τους. Αυτό ακριβώς υποδηλώνει και ο μύθος που
προαναφέραμε και ο οποίος περιγράφει ότι οι Λαπίθες με τη βοήθεια του
Αθηναίου ήρωα Θησέα κατανίκησαν τους Κενταύρους και τους εκτόπισαν στα
όρη της Πίνδου. Είναι πάντως απίθανο η μάχη μεταξύ Λαπίθων και Κενταύρων
που αναπαριστά το στο αέτωμα του ναού του Δία στην Ολυμπία (Παυσανίας Ε
10, 2), στο ιερό του Θησέα στην Αθήνα (Παυσανίας Α 17, 2) και πάνω στην
αιγίδα της Αθηνάς (Παυσανίας Α 28,2) να αναφέρεται απλώς σε συμπλοκή
μεταξύ παραμεθόριων φυλών.
Συνδεδεμένη με τη βασιλική γαμήλια εορτή που προστατευόταν από τους
θεούς και στην οποία παρευρέθηκε και ο Θησέας, η μάχη θα περιγραφόταν ως
τελετουργικό γεγονός με το οποίο θα είχαν στενή σχέση όλοι οι Έλληνες.
Πιθανώς να επρόκειτο για μια τελετουργία που είχε δημιουργηθεί με βάση
και πυρήνα τον μύθο των Κενταύρων και της κατανίκησης τους από τα νέα
ελληνικά φύλα. Ωστόσο, η μάχη του Ηρακλή με τους Κενταύρους, όπως και η
παρόμοια μάχη του Θησέα στους γάμους του Πειρίθου, που προαναφέραμε,
ίσως να εντασσόταν σε ένα ευρύτερο τελετουργικό της σεληνιακής λατρείας
και αρχικά να απεικόνιζε την τελετουργική μάχη μεταξύ του μόλις
ενθρονισμένου βασιλιά και των ζωόμορφων αντιπάλων του. Τα παραδοσιακά
όπλα του ιερού βασιλιά ήταν τα βέλη. Ως απαρχή της κυριαρχίας του
εκτόξευε από ένα βέλος προς τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και ένα
πέμπτο προς τον ουρανό.
Δεν είναι απίθανο όμως να επιζεί σε αυτό τον μύθο και μια ανάμνηση
των συνοριακών πολέμων των Αχαιών και των Δωριέων με τους Πρωτοέλληνες
ορεινούς κατοίκους της βόρειας Ελλάδας. Όσο αφορά τα δηλητηριασμένα βέλη
με τα οποία βρήκαν τον θάνατο αρκετοί Κένταυροι, αυτά αποτελούν
συνηθισμένο μοτίβο της μυθολογίας. Με δηλητηριασμένα βέλη που διάτρησαν
το πόδι ή το γόνατο τους πέθαναν όχι μόνο ο Κένταυρος Φόλος ή ο
Κένταυρος Χείρων, αλλά και ο Αχιλλέας, ο μαθητής του Χείρωνα. Και οι
τρεις ήταν ιεροί βασιλιάδες της Μαγνησίας.
Με άλλα λόγια οι Κένταυροι πρέπει να ήταν ένα πρωτοελληνικό φύλο, το
οποίο επιβίωσε για μεγάλο χρονικό διάστημα ακόμα και μετά την κάθοδο των
Δωριέων. Η μαρτυρία του μύθου ότι ο Φόλος προτιμούσε το ωμό κρέας, ενώ
όλοι οι Κένταυροι ήταν ασυνήθιστοι στην οινοποσία, δηλώνει σαφώς πως
επρόκειτο τουλάχιστον για ένα λιγότερο πολιτισμένο φύλο από ό,τι τα νέα
ελληνικά φύλα των Αχαιών και των Δωριέων. Το γεγονός ότι διαβιούσαν στα
βουνά του Πηλίου και, μετά την ήττα τους από τους Λαπίθες, αναγκάσθηκαν
να κατοικήσουν στα ορεινά μέρη της Πίνδου συνάδει απολύτως με την
παραπάνω υπόθεση. Αυτοί οι ορεσίβιοι κάτοικοι της αρχαίας Θεσσαλίας
φαίνεται πως επιδίδονταν σε ερωτικά όργια και έτσι απέκτησαν τη φήμη ότι
είχαν ελεύθερες πολυγαμικές σχέσεις ανάμεσα στους μονογαμικούς Έλληνες.
Από αυτό το γεγονός πιθανώς να δημιουργήθηκε και ο μύθος ότι
προσπαθούσαν να βιάσουν συχνά νεόνυμφες κατά τη διάρκεια της γαμήλιας
εορτής. Αντιδρώντας η ελληνική νοοτροπία σε τέτοιους είδους συνήθειες,
παρουσιάζει μέσω του μύθου τον Ηρακλή με τη λεοντή του να πολεμά και να
τιμωρεί τους Κενταύρους σε μια παρόμοια εορταστική περίσταση.
Μέλη αυτής της νεολιθικής φυλής επέζησαν στα βουνά της Αρκαδίας και
της Πίνδου μέχρι και τους κλασικούς χρόνους. Από εκεί προέρχεται και ο
μύθος σύμφωνα με τον οποίο δια σκορπίσθηκαν μετά την ήττα τους από τον
ημίθεο Ηρακλή σε διάφορα ορεινά μέρη της Ελλάδας. Αργότερα ο Όμηρος τους
αποκαλεί «τριχωτά θηρία», ενώ δεν διαφοροποιούνται από τους σατύρους
στις πρώιμες ελληνικές αγγειογραφίες. Από όλα αυτά εξάγεται το
συμπέρασμα ότι οι Κένταυροι υπήρξαν αρχέγονοι άνθρωποι τους οποίους
απεικόνιζαν, λόγω της βαρβαρότητας τους, στα πρώιμα έργα τέχνης ως
αιγανθρώπους, όπως και τους σατύρους.
Οι νέοι πληθυσμοί που εγκαταστάθηκαν στον ελλαδικό χώρο, οι Αχαιοί
πρώτα και οι Δωριείς αργότερα, έφεραν μαζί τους και τη λατρεία του
Δωδεκάθεου, την οποία και επέβαλαν ως κυρίαρχοι πλέον πληθυσμοί.
Χαρακτηριστικό ιστορικό παράδειγμα αυτής της τακτικής αποτελούν οι
νησιώτες Αιολείς, οι οποίοι περί το τέλος της β΄ χιλιετίας π.Χ. έγιναν
υποτελείς των Αχαιών και αναγκάσθηκαν να δεχθούν τη θρησκεία του
Ολύμπου. Κατά συνέπεια ο τίτλος «Ζευς», που μέχρι τότε δινόταν στους
μικρούς βασιλείς, έκτοτε αποδόθηκε μόνο στον πατέρα των Θεών.
Την περίοδο εκείνη φαίνεται ότι είχε ξεσπάσει ένας θρησκευτικός
πόλεμος μεταξύ του απολλώνιου και του σεληνιακού ιερατείου, όπως εκείνος
μεταξύ του Απόλλωνα και του Διονύσου κατά τους επόμενους αιώνες. Σε
αυτή τη θρησκευτική διαμάχη εμπλέκονται έντεχνα από τους Αχαιούς και
κατόπιν από τους Δωριείς τα παλαιότερα φύλα των Κενταύρων και των
Λαπίθων, που ήταν λάτρεις της Σελήνης. Κάποια περίοδο οι Έλληνες ιερείς
του Απόλλωνα δέχθηκαν τη βοήθεια των Μαγνησίων συμμάχων τους, των
Κενταύρων, που ήταν ιστορικοί εχθροί των Λαπίθων, για να καταλάβουν
κάποιο θεσσαλικό κορακομαντείο με τον ήρωα του και όλα τα υπόλοιπα,
διώχνοντας τον σύλλογο των ιερειών της Σελήνης και καταργώντας τη
λατρεία της θεάς. Ο Απόλλων διατήρησε το κοράκι ή την κουρούνα ως
έμβλημα της μαντικής, αλλά οι ιερείς του θεώρησαν ότι για τη διάγνωση
των παθήσεων των ασθενών τους η ερμηνεία των ονείρων ήταν απλούστερο και
αποτελεσματικότερο μέσο από ό,τι οι αινιγματικοί κρωγμοί των πουλιών.
Παρενθετικά σημειώνεται ότι σήμερα η ψυχολογία έχει επιδείξει ιδιαίτερο
εν διαφέρον για τη θεραπευτική αξία της ερμηνείας των ονείρων.
Οι Κένταυροι, όμως, παρά την κατά καιρούς συμμαχία τους με τα νέα
ελληνικά φύλα εναντίον κυρίως των παραδοσιακών εχθρών τους Λαπίθων,
διατήρησαν τη σεληνιακή λατρεία τους και δεν αφομοιώθηκαν θρησκευτικά,
με αποτέλεσμα να εξοβελισθούν ως παρίες. Οι Αχαιοί και οι Δωριείς
λάτρεις του Απόλλωνα δεν ανέχθηκαν αυτές τις σκοτεινές μορφές λατρείας
και εξεδίωξαν τους οπαδούς τους Κενταύρους στις παρυφές του Πηλίου, ενώ
αργότερα τους ανάγκασαν να μετεγκατασταθούν ακόμα ορεινότερα, στην
Πίνδο.
Η Σελήνη, θεά της δρυολατρίας, ήταν γνωστή και ως Δία (που σημαίνει
«ουράνια») και, όπως ήδη είπαμε, είχε ως ιερά ζώα τα άλογα. Σε αυτό το
γεγονός ενυπάρχει μια σημαντική παράμετρος, που πιθανώς δίνει μια
εξήγηση για την περίεργη μορφή των Κενταύρων. Τα άλογα ήταν αφιερωμένα
στη Σελήνη και η γέννηση του θρύλου ότι οι Κένταυροι ήταν μισοί άλογα
και μισοί άνθρωποι οφείλεται προφανώς σε τελετουργικούς χορούς με
ψεύτικα άλογα, οι οποίοι αποσκοπούσαν στην πρόκληση βροχής και όχι σε
περίεργες μορφές ζωντανών υπάρξεων. Είναι πολύ πιθανό, λοιπόν, να μην
πρόκειται για «αλογοανθρώπους», αποτελέσματα κάποιας τερατογέννεσης που
είχαν τη σπάνια τύχη να επιβιώσουν (αντίθετα στη φύση, που δεν ανέχεται
εύκολα τέτοιες μορφές), αλλά για λάτρεις, πιστούς και ιερατείο μιας
σεληνιακής πρωτοελληνικής πίστης, που μεταμφιέζονταν σε ίππους,
δεδομένου ότι το συγκεκριμένο ζώο ήταν αφιερωμένο στη θεότητα.
Η αρχαιότερη ελληνική παράσταση Κενταύρων δύο άνδρες ενωμένοι στη
μέση με σώμα αλόγων βρίσκεται σε μυκηναϊκό κόσμημα από το Ηραίο του
Αργούς και παρουσιάζει δύο Κενταύρους να στέκονται ο ένας απέναντι στον
άλλον και να χορεύουν. Παρόμοιο ζεύγος εμφανίζεται και σε κρητικό
σφραγιδόλιθο της ίδιας περίπου χρονικής περιόδου. Δεδομένου όμως ότι
στην Κρήτη δεν υπήρχε γηγενής αλογολατρία, το μοτίβο αυτό έχει προφανώς
εισαχθεί από την ηπειρωτική Ελλάδα. Δεν είχαν όμως πάντοτε την ίδια
μορφή οι Κένταυροι. Αρχικά παριστάνονταν συνήθως ως μισοί τράγοι παρά ως
μισά άλογα. Επίσης, στην αρχαϊκή τέχνη οι σάτυροι εικονίζονταν και
αυτοί ως άνθρωποι-ψεύτικα άλογα, αλλά αργότερα εικονίζονταν ως
ανθρωποτράγοι. Ο Κένταυρος κάποια περίοδο μέσα στους λαβυρινθώδεις
διαδρόμους της μυθολογίας και πριν ακόμα λάβει οριστικά τη γνωστή μορφή
του, πρέπει να ήταν και ο προφητικός ήρωας με ουρά φιδιού (γι’ αυτό και
του αποδόθηκε η ιστορία για το ζευγάρωμα του Βορέα με φοράδες). Συνήθως
ως θεός φίδι παριστανόταν ο Βορέας, ο βόρειος άνεμος δηλαδή, του οποίου η
λατρεία πρέπει να καταγόταν από τη Λιβύη και ο οποίος, σύμφωνα με τη
μυθολογία, ως άλογο συνευρέθηκε ερωτικά με 12 φοράδες. Αναφέρεται
μάλιστα ότι οι φοράδες που γεννήθηκαν από αυτές τις ενώσεις μπορούσαν να
τρέχουν πάνω από τα στάχυα χωρίς να τα λυγίζουν ή πάνω από τα κύματα. Ο
μύθος αυτός επιβίωσε και στη ρωμαϊκή εποχή, κατά την οποία ο ιστορικός
Πλίνιος αναφέρει ότι οι ισπανικές φοράδες μπορούσαν να συλλάβουν
στρέφοντας τα καπούλια τους προς τον άνεμο.
Ο Έλληνας είναι πνεύμα των τυπικών κανόνων, αλλά σε μία γωνία της
ψυχής του αφήνει περιθώριο και για ένα σκοτεινό ενδιαφέρον προς το
μυστηριώδες που υπερβαίνει κάθε κανόνα. Όταν λοιπόν οι τέλειες μορφές
των ολύμπιων θεών άρχισαν να του προκαλούν ανία, αναζήτησε το
μυστηριώδες σε πλάσματα όπως οι Κένταυροι ή οι σάτυροι, που πιθανώς να
μην αποτελούσαν τίποτε άλλο παρά πρωτόγονες μεταμφιέσεις οπαδών μιας
προγενέστερης σκοτεινής λατρείας. Κατά συνέπεια και στην ομηρική
μυθολογία απαντούν δημιουργήματα που είναι πλάσματα της φαντασίας, όπως
οι Κένταυροι και οι φαύνοι, τα οποία όμως αποτελούν εξαιρέσεις. Στην
ομηρική μυθολογία η συνεχής σύνθεση πλασμάτων από διαφορετικά μέλη είναι
λιγότερο μανιώδης, ενώ οι χιμαιρικές υπάρξεις δεν εκπροσωπούν ποτέ τις
κύριες θεότητες. Αντίθετα, αυτές οι υπάρξεις είναι με τη βία ανεκτές
στον κόσμο που κυβερνά ο Δίας, είναι ύποπτες θεότητες, μορφές του χάους,
των σκοτεινών τόπων, της διφορούμενης φύσης. Οι μεγάλοι θεοί, οι
φωτεινές θεότητες, καθώς και οι ημίθεοι και οι ήρωες έχουν αμιγώς
ανθρώπινη μορφή, με την έννοια κάποιων ιδεαλιστικών τύπων και η κατ’
εξαίρεση παρουσίαση τους με μορφές ζώων, όπως οι Κένταυροι, είναι μόνο
επιφάνεια, προσωπείο, μια ύπαρξη ακατάλληλη και μη ενδεδειγμένη.
Συμπεραίνοντας, λοιπόν, μπορούμε να πούμε ότι κατά πάσα πιθανότητα οι
Κένταυροι ανάγονται στην προομηρική λατρεία της Σελήνης και ίσως δεν
ήταν άνθρωποι-άλογα, αλλά τελετουργικές μεταμφιέσεις οπαδών της λατρείας
που είχε ως ιερό ζώο τον ίππο. Αυτές παρείσφρυσαν κυρίως ως αρνητικά
στοιχεία στην ελληνική μυθολογία, αφού το ελληνικό πνεύμα αποφεύγει στα
δημιουργήματα του τόσο τις ανθρώπινες μορφές με τα πολλαπλά μέλη, όσο
και τους μέσους ανθρώπους και εμμένει στις τυπικά ιδεαλιστικές μορφές.
http://theancientweb.wordpress.com