Με τις πρώτες εκδηλώσεις ζωής επί της γης βρίσκουμε και αδιαμφισβήτητες μαρτυρίες ασθενειών. Η ασθένεια πάντοτε συνόδευε τη ζωή. Σκηνές χαραγμένες σε τοίχους σπηλαίων, σε βράχους, ο τρόπος ταφής των νεκρών κ.ά. αποτελούν μαρτυρίες για τον τρόπο αντιμετώπισης των ασθενειών.
Η αναζήτηση των φαρμάκων άρχισε από το περιβάλλον. Όπως και τα ζώα, ο πρωτόγονος άνθρωπος είχε πολύ ανεπτυγμένο το ένστικτο αυτοπροστασίας. Σταδιακά κυριάρχησε η παρατήρηση και ο συσχετισμός των θεραπευτικών μέσων με συγκεκριμμένες ασθένειες. Αναμφίβολα και η τύχη βοήθησε στην ανακάλυψη των φαρμάκων.
Θεωρώντας την θεραπευτική των πρωτογόνων σαν μια ενότητα, που διήρκεσε εκατοντάδες αιώνες πιστεύεται ότι αρχικά ήταν ενστικτώδης και εμπειρική, έπειτα έγινε δαιμονιακή και ανιμιστική και στην τελευταία φάση της υπήρξε μαγική και θεοκρατική. Θρησκεία και θεραπευτική συνδέθηκαν άρρηκτα σ΄ αυτή την τρίτη φάση και ήταν αποκλειστικά κτήμα των ιερέων. Η άγνοια και η φαντασία καλλιεργούμενη από τις εκάστοτε θρησκευτικές αντιλήψεις γέννησε τον φόβο και δημιούργησε την μαγική και συμπτωματική θεραπευτική. Για χιλιάδες χρόνια, η φαρμακευτική χρήση των φυτών περιορίστηκε σχεδόν αποκλειστικά στη θεραπεία πληγών και τραυμάτων, αφού όλες οι μη τραυματικές παθήσεις αποδίδονταν στις πράξεις των θεών. Ταυτόχρονα πιστευόταν ότι, αφού τα φυτά ήταν δώρα των θεών, το σχήμα των φύλλων, των καρπών ή των ριζών τους ήταν ενδεικτικά του οργάνου του ανθρωπίνου σώματος, που μπορούσαν να θεραπεύσουν, π.χ. θεωρείτο αποτελεσματικό για τις πληγές από τρυπήματα το υπερικό (Hypericum perforatum L.), διότι τα φύλλα του είναι διάτρητα.
Η θεοκρατική αντίληψη για την θεραπευτική υπήρχε σε όλους τους αρχαίους λαούς, ακόμη και στους αρχαίους Έλληνες την προϊπποκρατική περίοδο.
Η θεραπευτική των αρχαίων Ελλήνων εξελίχθηκε σε τρείς περιόδους:
Ι. Προϊπποκρατική περίοδο (3000 π.Χ.-5ο αιώνα π. Χ.): κατά τους τελευταίους αιώνες παρατηρείται μια αλλαγή θεώρησης της θεραπευτικής και οι θεοκρατικές απόψεις αντικαθίστανται από φιλοσοφικές αντιλήψεις.
ΙΙ. Ιπποκρατική (5ος-3ος πΧ. αιών): συμπίπτει με το απόγειο του ελληνικού πολιτισμού
ΙΙΙ. Αλεξανδρινή ή ελληνιστική (3ος π Χ. αιών – 641 μ. Χ.). Σ’ αυτήν εντάσσεται και η ελληνο-ρωμαϊκή περίοδος (146 π. Χ., που υποτάχθηκε η Ελλάδα στους Ρωμαίους έως το 395 μ. Χ., που χωρίστηκε το ρωμαϊκό κράτος σε δυτικό και ανατολικό).
Για τη προϊπποκρατική περίοδο δεν υπάρχουν πολλές συστηματικές μαρτυρίες, αλλά περιοριζόμαστε σε έμμεσες πληροφορίες από επιγραφές, αναθηματικές πλάκες και από μη ιατρικά έργα, όπως τα Ομηρικά και τα Ορφικά έπη.
Στα Ορφικά έπη (6ος π. Χ. αιών) αναφέρονται ο κέδρος, το ψύλλιον (Plantago psyllium-Plantaginaceae), ο κνίκος (Carthamus tinctorius– Compositae), η αγχούσα (Anchusa tinctoria L. –Boraginaceae), ο μανδραγόρας, η ανεμώνη κ.ά.
Στη Θεογονία του Ησίοδου (8ος π Χ. αιών) υπάρχει η πρώτη γραπτή αναφορά για την μήκωνα. Ήδη από τους υστερομινωικούς χρόνους ήταν γνωστή η χρήση του οπίου, όπως μαρτυρεί αγαλματίδιο, που ονομάσθηκε «η θεά των μηκώνων», δεδομένου ότι φέρει στην κεφαλή τρεις καρφίδες ομοιώματα των κωδιών.
Στα Ομηρικά έπη αναφέρονται αρκετά φυτά, όμως με ατελείς περιγραφές επειδή πιθανότατα ο Όμηρος ήταν τυφλός. Τα «ανδροφόνα ή θυμοφθόρα φάρμακα» ήταν δηλητηριώδη βότανα με τα οποία επάλειφαν τα βέλη ή δηλητηρίαζαν την τροφή. Τα «ήπια ή οδυνήφατα φάρμακα» ήταν τα παυσίπονα. Τα «λυγρά ή κακά φάρμακα» ήταν αυτά, που προκαλούσαν αμνησία. Πρόκειται για δρόγες με αντιχολινεργική δράση και εντονότατη ψυχοπληγική επίδραση. ΄Όπως φαίνεται, οι αρχαίοι Έλληνες ήδη από την προκλασσική εποχή γνώριζαν την επίδραση επί του ψυχισμού φυτών με αντιχολινεργικά αλκαλοειδή (πχ. τα Σολανώδη: Datura stramonium, Atropa belladonna, Hyoscyamus niger), τα οποία προκαλούν αμνησία και παραλήρημα. Στην ραψωδία κ΄ της Οδύσσειας αναφέρεται ότι η Κίρκη χρησιμοποιούσε λυγρά φάρμακα, τα οποία έριχνε κρυφά σε ένα χυλώδες ρόφημα «τον κυκεώνα» (από Πράμνειο οίνο, κριθάλευρο και τριμμένο τυρί αιγός), στο οποίο προσέθετε και μέλι για να εξαλείψει την πικρή γεύση των φυτών και το προσέφερε στους συντρόφους του Οδυσσέα.
Το μώλυ (από το ρήμα μωλύω= αφανίζω, αδυνατίζω, παραλύω) ήταν το αντίδοτο των λυγρών φαρμάκων (που το έδωσε ο Ερμής στον Οδυσσέα για να αποφύγει την επίδρασή τους). Είχε μαύρη ρίζα και γαλακτόχροα άνθη, η δε εξόρυξή του ήταν δύσκολη. Πολλές απόψεις έχουν διατυπωθεί σχετικά με την ταυτότητα του φυτού. Κατά τον Θεόφραστο ένα ανάλογο φυτό με το μώλυ του Ομήρου εφύετο στην Κυλλήνη, αλλά η εκρίζωσή του ήταν εύκολη. Σύμφωνα με τον Sprengel, πρόκειται για τοAlliumnigrum (κρόμμυον το μέλαν), όμως αυτό έχει ρόδινα άνθη. Το μώλυ περιγράφεται και από τον Διοσκουρίδη, ο οποίος το αναφέρει ως αλεξιφάρμακον. Ο Πλίνιος εσφαλμένα θεώρησε το μώλυ ως μανδραγόρα. Κατά τον Matthiolus ήταν είδος κρομμύου. Άλλοι το θεώρησαν είδος σκόροδου (Λιναίος) ή το ταύτισαν με τον μέλανα ελλέβορο, ο οποίος έχει μαύρη ρίζα, άσπρα άνθη, εξορύσσεται δύσκολα και φύεται στα Ασιατικά παράλια. Κατά τον καθ. Εμμανουήλ τα μορφολογικά στοιχεία, που περιγράφει ο Όμηρος για το μώλυ προσομοιάζουν με αυτά της Frittilaria ή της Tulipa. Η πιο σωστή άποψη είναι να αναζητηθεί η ταυτότητα του φυτού σε κάποιο αντιχολινεργικό αντίδοτο, οπότε πρέπει να περιέχει αντιχολινεστεράση (πχ. γαλανθαμίνη, που θεραπεύει την αντιχολινεργική δηλητηρίαση από τα αλκαλοειδή του τροπανίου και υπάρχει σε υψηλά ποσοστά στο Galanthus nivalis).
Ένα άλλο φυτό, που αναφέρεται στην δ΄ ραψωδία της Οδύσσειας είναι το νηπενθές, το οποίο αφενός είχε έντονη φαρμακοδυναμική δράση σε συνέργεια με το κρασί και αφετέρου ήταν κατευναστικόν και παυσίλυπον. Περιγράφεται ως φάρμακο, που καταργούσε την συνειδησιακή επαφή προς τα εξωτερικά ερεθίσματα, καθώς και την μνημονική ανάπλαση των γεγονότων, δεν προκαλούσε όμως σύγχυση και ελάττωση της αντιλήψεως των ερεθισμάτων. Επομένως, είχε καταπραϋντική επίδραση επί ορισμένων σχηματισμών του ρινεγκεφαλικού συστήματος, συντελώντας στη μείωση των κατεχολαμινών και της ακετυλοχολίνης και στην αύξηση της σεροτονίνης, προκαλώντας αμνησία. Η ταυτότητα του φυτού, όπως και για το μώλυ, μέχρι σήμερα δεν είναι σαφώς γνωστή. Ο Θεόφραστος ταυτίζει το νηπενθές του Ομήρου με το χαιρώνειον. Κατά τον Πλίνιο ήταν το ελένιο (Inula heleniumL.). O Πλούταρχος και ο Γαληνός το ταυτίζουν με το βούγλωσσο (Anchusa italica Retz.). Ορισμένοι το ταύτισαν με τον μανδραγόρα, άλλοι με την ινδική κάνναβι και τέλος με το όπιο.
Επίσης, στον Όμηρο αναφέρεται ένα είδος γάζας η ονομαζόμενη σφενδόνη από καλοστριμμένο μαλλί προβάτου, με την οποία περιέδεναν τα τραύματα. Η σφενδόνη-επίδεσμος αναφέρεται αργότερα και από τον Ιπποκράτη και από τον Γαληνό.
Προς το τέλος της προϊπποκρατικής περιόδου, η θεραπευτική έπαυσε να έχει ερμητικό χαρακτήρα και να ασκείται μόνο από τους ιερείς, αλλά και οι φιλόσοφοι ασχολήθηκαν με την θεραπευτική, οι οποίοι όμως περιέπιπταν σε διάφορες άσκοπες θεωρίες. Έτσι εμφανίσθηκαν οι φιλόσοφοι-ιατροί.
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο υπήρχαν ιατρικές Σχολές και πριν από την ιπποκρατική περίοδο (Κυρήνης, Ρόδου, Κρότωνα, Κνίδου κ.ά), όπου οι Ασκληπιάδες δίδασκαν μυστικώς στους απογόνους τους την ιατρική, αλλά σταδιακά την μάθαιναν και ξένοι. Η θεραπευτική διδάσκετο, επίσης, από τους περιοδευτές, που ήταν πλανώδιοι θεραπευτές και από τους ιατροσοφιστές, που δεν ήταν ιατροί, αλλά σοφιστές και εκμεταλλευόταν την αμάθεια και την ευπιστία. Ακόμη υπήρχαν οι στρατιωτικοί ιατροί, οι αλειπτές ή μειγματοπώλες, που εμπορεύοντο φάρμακα, δηλητήρια, καλλυντικά κλπ., οι φαρμακείς ή φαρμακίδες, γυναίκες, που ασχολούντο με τη συλλογή βοτάνων, οι μυροπώλες, που πωλούσαν μύρα, αλοιφές, θυμιάματα κλπ και οι μαιές, γυναίκες καταγόμενες συνήθως από τη Φρυγία και την Θεσσαλία, που εκτός των άλλων ασχολούντο με τα εκτρωτικά φάρμακα.
Ο Ιπποκράτης (460 π. Χ. – 377 ή 356 π. Χ.) έζησε την περίοδο, που μεσουράνησε ο ελληνικός πολιτισμός και χάρις στο έργο του η θεραπευτική απέκτησε δική της υπόσταση ως ανεξάρτητη επιστήμη. Η παρατηρητικότητά του και η κρίση του τον ανέδειξαν στον σπουδαιότερο ιατρό της αρχαιότητας. Με τον όρο Ιπποκρατική Ιατρική δηλώνεται όχι μόνο η ιατρική του Ιπποκράτη, αλλά και των μαθητών και των οπαδών του, που εργάστηκαν εμπνευσμένοι από το παράδειγμα και την διδασκαλία του. Απομάκρυνε την θεραπευτική από την μαγεία και την δεισιδαιμονία και την στήριξε στην άμεση παρατήρηση και το πείραμα.
Στο έργο του Ιπποκράτη αριθμούνται 336 δρόγες χωρίς περιγραφή, πιθανόν διότι τα θεωρούσε γνωστά από τους ριζοτόμους.
Η αναζήτηση των φαρμάκων άρχισε από το περιβάλλον. Όπως και τα ζώα, ο πρωτόγονος άνθρωπος είχε πολύ ανεπτυγμένο το ένστικτο αυτοπροστασίας. Σταδιακά κυριάρχησε η παρατήρηση και ο συσχετισμός των θεραπευτικών μέσων με συγκεκριμμένες ασθένειες. Αναμφίβολα και η τύχη βοήθησε στην ανακάλυψη των φαρμάκων.
Θεωρώντας την θεραπευτική των πρωτογόνων σαν μια ενότητα, που διήρκεσε εκατοντάδες αιώνες πιστεύεται ότι αρχικά ήταν ενστικτώδης και εμπειρική, έπειτα έγινε δαιμονιακή και ανιμιστική και στην τελευταία φάση της υπήρξε μαγική και θεοκρατική. Θρησκεία και θεραπευτική συνδέθηκαν άρρηκτα σ΄ αυτή την τρίτη φάση και ήταν αποκλειστικά κτήμα των ιερέων. Η άγνοια και η φαντασία καλλιεργούμενη από τις εκάστοτε θρησκευτικές αντιλήψεις γέννησε τον φόβο και δημιούργησε την μαγική και συμπτωματική θεραπευτική. Για χιλιάδες χρόνια, η φαρμακευτική χρήση των φυτών περιορίστηκε σχεδόν αποκλειστικά στη θεραπεία πληγών και τραυμάτων, αφού όλες οι μη τραυματικές παθήσεις αποδίδονταν στις πράξεις των θεών. Ταυτόχρονα πιστευόταν ότι, αφού τα φυτά ήταν δώρα των θεών, το σχήμα των φύλλων, των καρπών ή των ριζών τους ήταν ενδεικτικά του οργάνου του ανθρωπίνου σώματος, που μπορούσαν να θεραπεύσουν, π.χ. θεωρείτο αποτελεσματικό για τις πληγές από τρυπήματα το υπερικό (Hypericum perforatum L.), διότι τα φύλλα του είναι διάτρητα.
Η θεοκρατική αντίληψη για την θεραπευτική υπήρχε σε όλους τους αρχαίους λαούς, ακόμη και στους αρχαίους Έλληνες την προϊπποκρατική περίοδο.
Η θεραπευτική των αρχαίων Ελλήνων εξελίχθηκε σε τρείς περιόδους:
Ι. Προϊπποκρατική περίοδο (3000 π.Χ.-5ο αιώνα π. Χ.): κατά τους τελευταίους αιώνες παρατηρείται μια αλλαγή θεώρησης της θεραπευτικής και οι θεοκρατικές απόψεις αντικαθίστανται από φιλοσοφικές αντιλήψεις.
ΙΙ. Ιπποκρατική (5ος-3ος πΧ. αιών): συμπίπτει με το απόγειο του ελληνικού πολιτισμού
ΙΙΙ. Αλεξανδρινή ή ελληνιστική (3ος π Χ. αιών – 641 μ. Χ.). Σ’ αυτήν εντάσσεται και η ελληνο-ρωμαϊκή περίοδος (146 π. Χ., που υποτάχθηκε η Ελλάδα στους Ρωμαίους έως το 395 μ. Χ., που χωρίστηκε το ρωμαϊκό κράτος σε δυτικό και ανατολικό).
Για τη προϊπποκρατική περίοδο δεν υπάρχουν πολλές συστηματικές μαρτυρίες, αλλά περιοριζόμαστε σε έμμεσες πληροφορίες από επιγραφές, αναθηματικές πλάκες και από μη ιατρικά έργα, όπως τα Ομηρικά και τα Ορφικά έπη.
Στα Ορφικά έπη (6ος π. Χ. αιών) αναφέρονται ο κέδρος, το ψύλλιον (Plantago psyllium-Plantaginaceae), ο κνίκος (Carthamus tinctorius– Compositae), η αγχούσα (Anchusa tinctoria L. –Boraginaceae), ο μανδραγόρας, η ανεμώνη κ.ά.
Στη Θεογονία του Ησίοδου (8ος π Χ. αιών) υπάρχει η πρώτη γραπτή αναφορά για την μήκωνα. Ήδη από τους υστερομινωικούς χρόνους ήταν γνωστή η χρήση του οπίου, όπως μαρτυρεί αγαλματίδιο, που ονομάσθηκε «η θεά των μηκώνων», δεδομένου ότι φέρει στην κεφαλή τρεις καρφίδες ομοιώματα των κωδιών.
Στα Ομηρικά έπη αναφέρονται αρκετά φυτά, όμως με ατελείς περιγραφές επειδή πιθανότατα ο Όμηρος ήταν τυφλός. Τα «ανδροφόνα ή θυμοφθόρα φάρμακα» ήταν δηλητηριώδη βότανα με τα οποία επάλειφαν τα βέλη ή δηλητηρίαζαν την τροφή. Τα «ήπια ή οδυνήφατα φάρμακα» ήταν τα παυσίπονα. Τα «λυγρά ή κακά φάρμακα» ήταν αυτά, που προκαλούσαν αμνησία. Πρόκειται για δρόγες με αντιχολινεργική δράση και εντονότατη ψυχοπληγική επίδραση. ΄Όπως φαίνεται, οι αρχαίοι Έλληνες ήδη από την προκλασσική εποχή γνώριζαν την επίδραση επί του ψυχισμού φυτών με αντιχολινεργικά αλκαλοειδή (πχ. τα Σολανώδη: Datura stramonium, Atropa belladonna, Hyoscyamus niger), τα οποία προκαλούν αμνησία και παραλήρημα. Στην ραψωδία κ΄ της Οδύσσειας αναφέρεται ότι η Κίρκη χρησιμοποιούσε λυγρά φάρμακα, τα οποία έριχνε κρυφά σε ένα χυλώδες ρόφημα «τον κυκεώνα» (από Πράμνειο οίνο, κριθάλευρο και τριμμένο τυρί αιγός), στο οποίο προσέθετε και μέλι για να εξαλείψει την πικρή γεύση των φυτών και το προσέφερε στους συντρόφους του Οδυσσέα.
Το μώλυ (από το ρήμα μωλύω= αφανίζω, αδυνατίζω, παραλύω) ήταν το αντίδοτο των λυγρών φαρμάκων (που το έδωσε ο Ερμής στον Οδυσσέα για να αποφύγει την επίδρασή τους). Είχε μαύρη ρίζα και γαλακτόχροα άνθη, η δε εξόρυξή του ήταν δύσκολη. Πολλές απόψεις έχουν διατυπωθεί σχετικά με την ταυτότητα του φυτού. Κατά τον Θεόφραστο ένα ανάλογο φυτό με το μώλυ του Ομήρου εφύετο στην Κυλλήνη, αλλά η εκρίζωσή του ήταν εύκολη. Σύμφωνα με τον Sprengel, πρόκειται για τοAlliumnigrum (κρόμμυον το μέλαν), όμως αυτό έχει ρόδινα άνθη. Το μώλυ περιγράφεται και από τον Διοσκουρίδη, ο οποίος το αναφέρει ως αλεξιφάρμακον. Ο Πλίνιος εσφαλμένα θεώρησε το μώλυ ως μανδραγόρα. Κατά τον Matthiolus ήταν είδος κρομμύου. Άλλοι το θεώρησαν είδος σκόροδου (Λιναίος) ή το ταύτισαν με τον μέλανα ελλέβορο, ο οποίος έχει μαύρη ρίζα, άσπρα άνθη, εξορύσσεται δύσκολα και φύεται στα Ασιατικά παράλια. Κατά τον καθ. Εμμανουήλ τα μορφολογικά στοιχεία, που περιγράφει ο Όμηρος για το μώλυ προσομοιάζουν με αυτά της Frittilaria ή της Tulipa. Η πιο σωστή άποψη είναι να αναζητηθεί η ταυτότητα του φυτού σε κάποιο αντιχολινεργικό αντίδοτο, οπότε πρέπει να περιέχει αντιχολινεστεράση (πχ. γαλανθαμίνη, που θεραπεύει την αντιχολινεργική δηλητηρίαση από τα αλκαλοειδή του τροπανίου και υπάρχει σε υψηλά ποσοστά στο Galanthus nivalis).
Ένα άλλο φυτό, που αναφέρεται στην δ΄ ραψωδία της Οδύσσειας είναι το νηπενθές, το οποίο αφενός είχε έντονη φαρμακοδυναμική δράση σε συνέργεια με το κρασί και αφετέρου ήταν κατευναστικόν και παυσίλυπον. Περιγράφεται ως φάρμακο, που καταργούσε την συνειδησιακή επαφή προς τα εξωτερικά ερεθίσματα, καθώς και την μνημονική ανάπλαση των γεγονότων, δεν προκαλούσε όμως σύγχυση και ελάττωση της αντιλήψεως των ερεθισμάτων. Επομένως, είχε καταπραϋντική επίδραση επί ορισμένων σχηματισμών του ρινεγκεφαλικού συστήματος, συντελώντας στη μείωση των κατεχολαμινών και της ακετυλοχολίνης και στην αύξηση της σεροτονίνης, προκαλώντας αμνησία. Η ταυτότητα του φυτού, όπως και για το μώλυ, μέχρι σήμερα δεν είναι σαφώς γνωστή. Ο Θεόφραστος ταυτίζει το νηπενθές του Ομήρου με το χαιρώνειον. Κατά τον Πλίνιο ήταν το ελένιο (Inula heleniumL.). O Πλούταρχος και ο Γαληνός το ταυτίζουν με το βούγλωσσο (Anchusa italica Retz.). Ορισμένοι το ταύτισαν με τον μανδραγόρα, άλλοι με την ινδική κάνναβι και τέλος με το όπιο.
Επίσης, στον Όμηρο αναφέρεται ένα είδος γάζας η ονομαζόμενη σφενδόνη από καλοστριμμένο μαλλί προβάτου, με την οποία περιέδεναν τα τραύματα. Η σφενδόνη-επίδεσμος αναφέρεται αργότερα και από τον Ιπποκράτη και από τον Γαληνό.
Προς το τέλος της προϊπποκρατικής περιόδου, η θεραπευτική έπαυσε να έχει ερμητικό χαρακτήρα και να ασκείται μόνο από τους ιερείς, αλλά και οι φιλόσοφοι ασχολήθηκαν με την θεραπευτική, οι οποίοι όμως περιέπιπταν σε διάφορες άσκοπες θεωρίες. Έτσι εμφανίσθηκαν οι φιλόσοφοι-ιατροί.
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο υπήρχαν ιατρικές Σχολές και πριν από την ιπποκρατική περίοδο (Κυρήνης, Ρόδου, Κρότωνα, Κνίδου κ.ά), όπου οι Ασκληπιάδες δίδασκαν μυστικώς στους απογόνους τους την ιατρική, αλλά σταδιακά την μάθαιναν και ξένοι. Η θεραπευτική διδάσκετο, επίσης, από τους περιοδευτές, που ήταν πλανώδιοι θεραπευτές και από τους ιατροσοφιστές, που δεν ήταν ιατροί, αλλά σοφιστές και εκμεταλλευόταν την αμάθεια και την ευπιστία. Ακόμη υπήρχαν οι στρατιωτικοί ιατροί, οι αλειπτές ή μειγματοπώλες, που εμπορεύοντο φάρμακα, δηλητήρια, καλλυντικά κλπ., οι φαρμακείς ή φαρμακίδες, γυναίκες, που ασχολούντο με τη συλλογή βοτάνων, οι μυροπώλες, που πωλούσαν μύρα, αλοιφές, θυμιάματα κλπ και οι μαιές, γυναίκες καταγόμενες συνήθως από τη Φρυγία και την Θεσσαλία, που εκτός των άλλων ασχολούντο με τα εκτρωτικά φάρμακα.
Ο Ιπποκράτης (460 π. Χ. – 377 ή 356 π. Χ.) έζησε την περίοδο, που μεσουράνησε ο ελληνικός πολιτισμός και χάρις στο έργο του η θεραπευτική απέκτησε δική της υπόσταση ως ανεξάρτητη επιστήμη. Η παρατηρητικότητά του και η κρίση του τον ανέδειξαν στον σπουδαιότερο ιατρό της αρχαιότητας. Με τον όρο Ιπποκρατική Ιατρική δηλώνεται όχι μόνο η ιατρική του Ιπποκράτη, αλλά και των μαθητών και των οπαδών του, που εργάστηκαν εμπνευσμένοι από το παράδειγμα και την διδασκαλία του. Απομάκρυνε την θεραπευτική από την μαγεία και την δεισιδαιμονία και την στήριξε στην άμεση παρατήρηση και το πείραμα.
Στο έργο του Ιπποκράτη αριθμούνται 336 δρόγες χωρίς περιγραφή, πιθανόν διότι τα θεωρούσε γνωστά από τους ριζοτόμους.
Πίν. 1. Φαρμακολογική κατάταξη των δρογών στο έργο του Ιπποκράτη
Ιατρικά καθαρτικά
μέλας ελλέβορος (Helleborus officinalis), λευκός ελλέβορος (Veratrum album), ευφόρβιες: τιθύμαλλος (Euphorbia characias L.), ιπποφαές (E. spinosa L.), πέπλος (E.peplus L.), κυπαρυσσία (E. cyparissias L.), σίλφιο (Ferula assa– foetida L.), κνέστρον (Daphne gnidium), κνέωρον, κνίκος (Carthamus tinctorius L.), κολοκυνθίς αγρία (Citrullis colocynthis L.) κλπ.
Διαιτητικά καθαρτικά
Λινόζωστις (Merculialis annua L.), κράμβη (Brassica oleracea L.), σκόροδο, πράσο, κρόμμυο, σέλινο, γλήχων (Mentha pulegium), ορίγανον, καλαμίνθη, θύμβρα, θύμος, εύζωμον (Eruca sativa L.), σκολοπένδριον (Asplenium ceterach L.) κλπ
Ανθελμινθικά
Άγνος (Vitex agnus–castus L.), κεδρέλαιο, κρόμμυα κλπ
Εμετικά
σκαμμωνία (Convolvulus scammonia L.), θαψία (Thapsia garganica L-Umbelli-ferae), ύσσωπος, σκόροδον κλπΣε διαρκείς εμέτους : βασιλικός
Σε αιματεμέσεις: τορδύλιο, σήσαμον
Αποχρεμπτικά
διάφορα χειλανθή, λιβανωτός, σμύρνα (Balsamodendron myrrha Nees), χαλβάνη (Ferula galbaniflua Boiss. et Buhse), βήχιον (Tussilago farfara L.), τρίφυλλον (Psoreabituminosa L.) κλπ
Γαργαρίσματα, εισπνοές
ορίγανον, θύμβρα, πήγανον, άνισον, μύρρα, ρους (Rhus coriaria L.-Anacardiaceae)
Διουρητικά
σκόροδον, κρόμμυον, πράσον, πετροσέλινο, κρίθμον (Crithmum maritimum L.-Umbelliferae), βούπρηστις (ζωική δρόγη, πιθανόν ανάλογη των κανθαρίδων) κλπ
Εφιδρωτικά
τρίφυλλον, χυμός σιλφίου
Στυπτικά εντερικού σωλήνος
μήκων, σίδια (=ο φλοιός από τα ρόδια), μέσπιλα, κυδώνια, λίνον, ερυδρόδανον (Gallium aparine L. ή Rubia tinctoria L. ή R.lucida L.), κορίαννον
Πταρμικά
ελλέβορος, βέρατρον, σίλφιον, πέπερι, κρόμμυα, σκίλλα κλπ
Καυστικά
ελλέβορος, ελατήριο (Ecbalium elaterium L.), χυμός συκής, ευάνθεμον (Matricaria chamomilla L.), χαμαιλέων μέλας (Carthamus corymbosus L.?)
Δερματικά
γλίσχρασμα κριθής, ρίζα και σπέρματα κράμβης, χυμός σεύτλου, ρίζα ελατηρίου, λάπαθο άγριο, αλκυόνειο (Alcyoneum cortoneumPall. ή A. papilosum Pall. ή A.palmatum Pall.)
Ψηκτικά
σεύτλον, σέλινο, βάτος (Rubus sp.), ράμνος (Rhamnus oleoides L.) κλπ.
Τριχαυξητικά
κύμινο, ομφάκιο (χυμός από άωρα σταφύλια)
Τραυματικά
κόμμι, κηρόπισσος, ρητίνη, λιβανωτός, μύρρα, ρητίνη τερμινθίνη (Pistacia terebinthus L.), μαστίχα κλπ.
Στυπτικά
κηκίδες (οι καρποί της βελανιδιάς), μυρίκη (Τamarix africana Desf.), κέδρος (Juniperus oxycedrus L.), πίτυς (πεύκο, Pinuspinea), νάρθηξ (Ferula glauca L.), πολύκνημον (Mentha vulgaris L. ή Prunella vulgaris L ή Melissa sp.)
Οφθαλμικά
μύρρα, κρόκος, έβενος, όπιο, ανεμώνη, αίγειρος (Populus nigra L.). Ως έκδοχον χρησιμοποιείτο το νέτωπον (πικραμυγδαλέλαιο)
Επί μητρικών νόσων
μελάνθιο (Nigella sativa L.- Ranunculaceae), ψευδομελάνθιο (τα εργότια της ερυσιβώδους όλυρας)
Επί γυναικολογικών νόσων
μάραθο, κύμινο, άνισο, γλήχων, μύρρα, κρόκος, ακτή (Sambucus nigra L.), μίνθη, πετροσέλινο, ελελίφασκος, χαμαίμηλο, κιννάμωμο, κασσία (Canella alba Murr.?), κορίαννον κλπ===========================================
Τα ιπποκρατικά φάρμακα παρουσιάζουν ασάφεια, διότι μόνο το όνομά τους αναφέρεται, ουσιαστικά η Φαρμακογνωσία αρχίζει με τον Θεόφραστο και τον Διοσκουρίδη.
Ο Θεόφραστος (372-287 π. Χ.) γεννήθηκε στην Ερεσσό της Λέσβου. Υπήρξε μαθητής του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, τον οποίο και διαδέχθηκε στην Περιπατητική Σχολή.
Φαρμακογνωστικά έργα του είναι :
«Περί φυτών Ιστορία«: 9 βιβλία, όπου αναφέρονται ονομαστικά τα φυτά, η γένεσή τους, η ανάπτυξη, ο πολ/σμός, η μορφολογία, η γεωγραφική προέλευσή τους και τέλος η ιαματική τους δύναμη. Το ένατο βιβλίο είναι κυρίως φαρμακολογικό.
«Περί φυτών αιτίαι«: 6 βιβλία. Είναι συνέχεια του προηγούμενου και ερμηνεύει βάσει των αριστοτελικών δογμάτων την γένεση, τον πολ/σμό και τις θεραπευτικές ιδιότητες των φυτών.
Περιγράφεται η χλωρίδα πολλών περιοχών της Ελλάδας (Όλυμπος, Μακεδονία, Στρυμώνας, Ροδόππη, Κωπαΐδα, Αρκαδία) και της Κυρηναϊκής (αναφορές στα Palmaceae της Λιβύης). Δεν γνωρίζουμε αν όλες οι βοτανικές περιγραφές είναι δικές του ή και των βοηθών του, αλλά λόγω της αξιοθαύμαστης ακρίβειας συμπεραίνεται ότι οι περισσότερες στηρίζονται στις προσωπικές του παρατηρήσεις.
Κατά την ελληνιστική περίοδο, το κέντρο του πολιτισμού από την Αθήνα μεταφέρεται στην Αλεξάνδρεια, όπου ιδρύθηκε το ονομαζόμενο «Μουσείο», που ήταν το πρώτο Πανεπιστήμιο, με κυριώτερη Σχολή την Ιατρική. Χωρίς ακόμη να διαχωριστεί η Φαρμακευτική από την Ιατρική, εντούτοις γινόταν διάκριση σε τρεις κλάδους: Χειρουργική, Διαιτητική (που ασχολείτο με την παθολογία) και Φαρμακευτική.
Δύο σημαντικές Σχολές ιδρύθηκαν: η Εμπειρική από τον Ηρόφιλο (3ος π. Χ. αιών) και η Δογματική από τον Ερασίστρατο (3οςπ. Χ. αιών).
Οι οπαδοί της Εμπειρικής Σχολής δεν αναζητούσαν τα αίτια της νόσου, συσχέτιζαν απλώς τα περιστατικά και χρησιμοποιούσαν όμοια φάρμακα με αυτά παρεμφερών περιπτώσεων. Τελικώς κατέληγαν στην πολυφαρμακία.
Ο Ερασίστρατος απέκρουσε την πολυφαρμακία, ήταν υπέρ των απλών φαρμάκων και απέρριπτε το όπιο και τα καθάρσια σε αντίθεση με τον Ιπποκράτη. Συμφωνούσε, όμως, μαζί του στην διαιτητική και την φυσική αγωγή.
Κατά την ιπποκρατική και ελληνιστική περίοδο υπήρξαν πολλοί ριζοτόμοι. Ο ακριβής χαρακτηρισμός τους είναι δυσχερής. Ασχολούντο με την εξόρυξη των ριζών, την συλλογή των βοτάνων και την καλλιέργεια των φαρμακευτικών φυτών. Πολλοί ήταν συγχρόνως ιατροί και συγγραφείς βοτανολογίων, που ονομάζονται «Ριζοτομικά» ή «Ριζοτομούμενα». Κυρίως χρησιμοποιούσαν θεραπευτικά τις ρίζες. Ορισμένοι ριζοτόμοι κατά την συλλογή των φυτών επιδίδοντο και σε δεισιδαιμονίες για να προσδώσουν στο έργο τους μεγαλύτερη σημασία. Σχετικά με την συμβολή τους στην επιστήμη διχογνώμησαν τόσον οι σύγχρονοι τους ιατροί (Ιπποκράτης, Γαληνός κ.ά.), όσο και μεταγενέστεροι. Άλλοι τους θεώρησαν πρόδρομους των φαρμακοποιών και άλλοι διαφώνησαν.
Άριστος ριζοτόμος υπήρξε ο Κρατεύας ο ΙΙ (1ος π. Χ. αιών). Έγραψε το πρώτο βοτανολόγιο με έγχρωμες εικόνες με τίτλο «Ριζοτομικόν», όπου περιγράφοντο αλφαβητικώς τα φαρμακευτικά φυτά, παρατίθεντο οι έγχρωμες εικόνες και ακολουθούσαν οι θεραπευτικές τους ιδιότητες. Το έργο του έχει χαθεί, αλλά γνήσια αποσπάσματα υπάρχουν στον Κων/πολιτικό κώδικα του Διοσκουρίδη. Ήταν ιατρός του Μιθριδάτη του Ευπάτορος, κατ’ εντολή του οποίου παρασκεύασε το μιθριδάτειο έκλειγμα, ως αντίδοτο δηλητηρίων, που περιείχε 54 απλά φάρμακα.
Αργότερα ο Ανδρόμαχος ο πρεσβύτερος (1ος μ. Χ. αιών) κατ’ εντολή του Νέρωνα τροποποίησε το μιθριδάτειο έκλειγμα. Αύξησε την ποσότητα του οπίου, αφαίρεσε αδρανή συστατικά και προσέθεσε, άλλα κυρίως τροχίσκους από δηλητήριο έχιδνας, σκίλλα, αριστολόχεια κλπ. Το έκλειγμα αυτό προτιμάτο και ονομάσθηκε θηριακή του Ανδρομάχου (Theriaca Andromachi). Από τον ίδιο τον Ανδρόμαχο, η θηριακή του ονομάσθηκε Γαλήνη, λόγω των θεραπευτικών ιδιοτήτων της. Το σκεύασμα αυτό αναγραφόταν σε διάφορες κρατικές Φαρμακοποιίες και χρησιμοποιείτο μέχρι και τον 18ο αιώνα, συνεχώς δε τροποποιείτο. Στον Μεσαίωνα απέκτησε παγκόσμια φήμη. Αργότερα παρασκευαζόταν επισήμως από την Εταιρεία Φαρμακοποιών κάθε χρόνο. Πολλές φορές τα συστατικά εξέταζαν επιτροπές και μετά σφραγιζόταν από το Κράτος. Όταν έπαυσε η επίσημη παρασκευή της κυκλοφόρησε ως ιδιοσκεύασμα.
Ο Πεδάνιος Διοσκουρίδης (1ος μ. Χ.) υπήρξε ο διασημότερος φαρμακο-γνώστης-φαρμακολόγος της αρχαιότητος. Γεννήθηκε στην Ανάζαρβα της Κιλικίας. Για την ζωή του λίγα είναι γνωστά. Υποστηρίζεται ότι δεν ακολούθησε κάποια συγκεκριμένη Σχολή και ότι ήταν στρατιωτικός ιατρός, γι’ αυτό και έκανε πολλά ταξίδια. Το έργο του «Περί ιατρικής ύλης» ήταν προϊόν προσωπικών παρατηρήσεων, απαλλαγμένο από προλήψεις και δεισιδαιμονίες,. Μέχρι και τον 16ο αιώνα σ’ αυτό ανέτρεχαν οι ασχολούμενοι με την Φαρμακευτική. Μεταφράσθηκε σε πολλές γλώσσες κατά τις διάφορες εποχές. Ήταν το πρώτο βιβλίο, που τυπώθηκε μετά την Αγία Γραφή. Χειρόγραφοι κώδικες του Διοσκουρίδη σώζονται πολλοί, εικονογραφημένοι, γνήσιοι, νόθοι ή διασκευασμένοι. Σπουδαιότεροι είναι ο Κωνσταντινοπολιτικός (527 μ Χ., γραμμένος σε περγαμηνές με καλλιγραφικά κεφαλαία γράμματα), ο Νεαπολιτικός και ο Λαυρεωτικός (10ος αιών, με 440 εικόνες).
Στον πρόλογο του έργου του αναφέρει τους λόγους, που τον ώθησαν να γράψει το έργο αυτό. Έκρινε ανεπαρκείς, ατελείς και αντιφάσκουσες τις επιστημονικές παρατηρήσεις των προγενέστερων ιατρών. Κατέταξε τα φυτά σε ομάδες με βάση τα βοτανικά τους γνωρίσματα. Έγραψε τα συνώνυμα των φυτών αλφαβητικά κατά λαούς (πχ. Αθηναίοι, Αιγύπτιοι, Βάρβαροι, Βοιωτοί κλπ.) και κατά πρόσωπα (Ανδρέας, Κρατεύας κλπ). Το έργο διαιρείται σε 5 βιβλία:
1ο βιβλίο: αλοιφές, αρώματα, μύρα, βάλσαμα, ρητίνες, έλαια.
2ο βιβλίο: ζώα και ζωικής προέλευσης δρόγες
3ο βιβλίο: φυτικής προέλευσης δρόγες
4ο βιβλίο: συνέχεια του τρίτου
5ο βιβλίο: οίνοι, ορυκτά και ανόργανα φάρμακα
Συνολικά περιγράφει 600 φυτικά φάρμακα. Θεωρούσε ότι η ιαματική τους δύναμη προέρχεται από τις τέσσερις θεμελιώδεις ιδιότητες: του θερμού, του ψυχρού, του ξηρού και του υγρού.
Κατωτέρω παρατίθεται πίνακας με τα περισσότερα είδη οίνων, που αναφέρονται στο έργο του Διοσκουρίδη. Πρόκειται για φαρμακοτεχνικές μορφές (κατ’ αναλογία προς τα βάμματα), που απουσιάζουν σήμερα από την θεραπευτική.
Κοινή δύναμις οίνου: «κοινώς δε πας αμιγής οίνος και ακέραιος, αυστηρός δε την φύσιν, θερμαντικός, υπνοποιός, ευστόμαχος, ορεκτικός, θρεπτικός, ρωστικός, ευχροίας παρασκευαστικός. ικανώς δε ποθείς βοηθεί τοις κώνειον ή κόριον ή φαρικόν ή μηκώνιον ή λιθάργυρον ή σμίλακα ή ακόνιτον ή μύκητας ειληφόσι, προς τε ερπετών δηγμούς και πληγάς πάντων, όσα πλήξαντα ή δακόντα κατά ψύξιν αναιρεί ή ανατρέπει τον στόμαχον, ποεί και προς εμπνευμάτωσιν χρόνιον και εντέρων και κοιλίας ρευματισμόν και αφιδρούσι και διαφορουμένους αρμόζουσι…»
Πίν. 2. Οίνοι, που περιγράφονται στο έργο του Διοσκουρίδη «Περί ιατρικής ύλης»
αβροτονίτης
(πιθανόν από Absinthium ponticum L. ή Artemisia abrotonum L.) σε δυσπεψία, ανορεξία, υποχον-δριακούς πόνους
ακορίτης
(Acorus calamus L.), ο από γλυκυρρίζης σε πόνους του θώρακα και των πλευρών, διουρητικοί
απίτης
(Pirus communis L.-Rosaceae), ο των μεσπίλων (Crataegus tanacetifolia Pers. ή Mespilusazarolus Smith.-Rosaceae): παρασκευάζονται όμοια, προστίθεται και μέλι στυπτικοί, ευστόμαχοι
αρωματίτης
(παρασκευάζεται δια φοίνικος, ασπαλάθου, καλάμου, Κελτικής νάρδου) σε πόνους του θώρακα, των πλευρών, σε δυσουρία, σε παθήσεις των νεφρών και της ουροδόχου κύστεως, υπναγωγό.
(παρασκευάζεται δια φοίνικος, ασπαλάθου, καλάμου, Κελτικής νάρδου) σε πόνους του θώρακα, των πλευρών, σε δυσουρία, σε παθήσεις των νεφρών και της ουροδόχου κύστεως, υπναγωγό.
ασαρίτης
(Asarum europeum L.- Aristolochiaceae) διουρητικό, σε υδρωπικία, ίκτερο
αψινθίτης
(συνήθως εξ αψινθίου Ποντικού:Artemisiaabsinthium L.- Compositae) ευστόμαχον, διουρητικόν, ανθελμινθικόν, εμμηναγωγόν
δαυκίτης
(Athamantha cretensis L. ή Ammi majus L.-Umbelliferae) εμμηναγωγό, άφυσο, αντι-βηχικό, αντισπασμωδικό, σε υστερία, σε πόνους του θώρακα
δικταμνίτης
εμμηναγωγό
ελελιφασκίτης
σε πόνους των νεφρών, της κύστεως, αντιβηχικό
ελλεβορίτης
(από μέλανα ελλέβορο) εκτρωτικό
θυμβρίτης, θυμίτης, οριγανίτης, καλαμινθίτης, γληχωνίτης σε δυσπεψία, ανορεξία, υποχον-δριακούς πόνους
θυμβρίτης, θυμίτης, οριγανίτης, καλαμινθίτης, γληχωνίτης σε δυσπεψία, ανορεξία, υποχον-δριακούς πόνους
κέδρινος, κυπαρίσσινος, ελάτινος, δάφνινος, πιτύινος,
αρκεύθινος διουρητικοί, θερμαντικοί, υπο-στύφοντες
κεδρίτης
θερμαντικός, σε χρόνιο βήχα χωρίς πυρετό, σε πόνους του θώρακα και των πλευρών, σε έλκος, σε ωταλγίες, καθώς και σε δήγματα από θηρία και ερπετά
κονυζίτης
(Εrigeron viscosum L. ή Erigerongraveolens L. ή Inula brittanica– Compositae) θηριακός
κυδωνίτης ή μηλίτης (προστίθεται και μέλι) στυπτικό, σε δυσεντερία
μανδραγορίτης
(από τον φλοιό της ρίζης ) υπνωτικό
μελιτίτης
(διαφέρει από τον οινομέλιτα, καθότι ο δεύτερος παρασκευάζεται από πεπαλαιωμένο οίνο και λίγο μέλι) ευστόμαχο και υπακτικό σε περιπτώσεις χρονίων πυρετών, διουρητικό, σε αρθρτιτικά και σε προβλήματα των νεφρών
μυρσινίτης (Myrtus communis L.- Myrtaceae), τερμίνθινος (Pistacia terebinthus L.-Anacardiaceae), σχίνινος (Pistacialentiscus L.-Anacardiaceae) σε αχώρας, εξανθήματα, πυορροούντα ώτα, ούλα, παρίσθμια, κατά του ιδρώτα
μυρτίτης (από τα μαύρα μύρτα) στυπτικός, ευστόμαχος, μαυρίζει τα μαλλιά
ο δια της αγρίας νάρδου (από ρίζα Valeriana sp.)
άφυσο, ευστόμαχο, σε δυσουρία
ο δια Συριακής νάρδου (Patrinia scabiosaefoliaFisch.) και Κελτικής (Valeriana celtica L.) και μαλαβάθρου (πιθανόν τα φύλλα της ινδικής νάρδου=Valeriana sp. ή Patriniajatamansi Jones) σε ίκτερο, δυσουρία, σε παθήσεις των νεφρών και του ήπατος
νεκταρίτης
(από ρίζα Ελενίου = Inula helenium L.-Compositae) ευστόμαχον, διουρητικόν
οινάνθινος (από το άνθος της αγρίας αμπέλου) σε ανορεξία
οινάνθινος (από το άνθος της αγρίας αμπέλου) σε ανορεξία
ομφακίτης
(παρασκευάζετo κυρίως στη Λέσβο) στυπτικό, ευστόμαχο, σε ειλεό
πανακίτης
(Ferula opopanax Spr., Opopanaxchironium-Umbelliferae) σε σπασμούς, θλάσεις, σε βρα-δυπεψία, εμμηναγωγό, εκτρω-τικό
πισσίτης
(εκ πίσσης υγράς και γλεύκους) θερμαντικός, πεπτικός, ανακα-θαρτικός, σε άλγη κοιλίας, ήπατος, σπλήνα χωρίς πυρετό
ρητινίτης
(από την ρητίνη του πεύκου) σε κεφαλαλγίες, δυσεντερία, υδρωπικία, διουρητικός
ροΐτης
(από τους καρπούς της Punica granatum L.-Punicaceae=ρόδια) σε πυρετούς, διουρητικό, ευ-στόμαχον
ροδίτης
(από τους καρπούς της Rosa sp.- Rosaceae) σε πόνους του στομάχου χωρίς πυρετό, σε δυσεντερία
σελινίτης, ανήθινος, μαραθίτης, πετροσελινίτης ορεξιογόνα, σε δυσουρία
σελινίτης, ανήθινος, μαραθίτης, πετροσελινίτης ορεξιογόνα, σε δυσουρία
σκαμμωνίτης
(από την ρίζα του Convolvulusscammonia L.-Convolvulaceae) χολαγωγό
ο από της σκίλλης
(Scilla maritima L.-Liliaceae) σε στομαχικά και κοιλιακά προβλήματα, σε ίκτερο, υδρω-πικία, δυσουρία κ. ά.
υσσωπίτης
(Εκ του Κιλικίου υσσώπου- Labiatae) σε παθήσεις του θώρακος και σε άσθμα, διουρητικό, εμμηνα-γωγό.
φθόριος εμβρύων (από ελλέβορο ή άγρια σικύ ή σκαμμωνία ) εκτρωτικό
χαμαιδρυίτης (Teucrium chamaedrys L.- Labiatae)
θερμαντικός, κατάλληλος για σπασμούς, ίκτερο, βραδυπεψία
Οι φαρμακοτεχνικές μορφές, που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες ήταν οι ακόλουθες:
Αλοιφές. Στον Όμηρο αλοιφή ήταν το χοιρινό λίπος. Μύρα: ελαιώδη έλαια. Κηρωτές ή κηρωτά ή κηρώματα: είδος εμπλάστρου. Έμπλαστρα, επιθέματα: είδος αλοιφών. Τα έμπλαστρα με την σημερινή μορφή χρησιμοποιήθηκαν μετά τον 1ο μΧ. αιώνα. Μαλάγματα: καταπλάσματα με φυτικές κόνεις.Αποζέματα: φυτικά κατεργάσματα με έγχυση ή αφέψηση. Βάλανοι: είδος υποθετού. Γαργαρίσματα.Διαπάσματα: εύοσμοι κοσμητικές κόνεις για το πρόσωπο και το σώμα. Αρσικάκοσμα: αποσμητικά.Εκλεικτά: περιείχαν τα κύρια φάρμακα. Περιείχαν μέλι, οπότε ήταν γλυκά και παχύρρευστα.Επιχρίσματα: ψιμύθια για το πρόσωπο. Θυμιάματα: εγίνοντο με καύση αρωματικών ουσιών σε αναμμένα κάρβουνα. Ο ασθενής κάθετο σε διάτρητο κάθισμα και υφίστατο την αναθυμίαση.Καταπότια. Κολλύρια. Παραπαστά: κόνεις επιπάσεων. Πεσσοί: τεμάχιο υφάσματος ξαντό μάλλινο ή λινό ποτισμένο με το φάρμακο, το οποίο τοποθετείτο στις πληγές ή στις κοιλότητες του σώματος. Είδος υποθετού. Ποτήματα. Πταρμικά. Υποκλύσματα. Φθοΐσκοι ή τροχίσκοι.
Τα σιρόπια δεν ήταν γνωστά στους αρχαίους Έλληνες, οι οποίοι αντ’ αυτών χρησιμοποιούσαν τα οξυμέλιτα. Εισήχθηκαν στη θεραπευτική από του Άραβες.
Επίσης δεν γνώριζαν τα ιουλάπια, μια φαρμακοτεχνική μορφή, που εισήχθηκε στη θεραπευτική από τους Άραβες. Τα ιουλάπια ήταν ποτήματα, προερχόμενα από την διάλυση κόμμεως και καλαμοσακχάρου σε νερό. Η χρήση τους διατηρήθηκε μέχρι και τον 20ο αιώνα (Εμμανουήλ, 1931).
Στην αρχαιότητα για τον καθορισμό των μονάδων αρχικά λαμβανόταν ως αφετηρία το ανθρώπινο σώμα. Ο Ιπποκράτης και οι μετά από αυτόν για μονάδες όγκου χρησιμοποίησαν τους όρους: χειροπληθής, χειροπληθιαίος (ό,τι γεμίζει το χέρι), δραγμίς, όσον λαμβάνεται από τρία δάκτυλα, «όσον αστράγαλον» (όσον το μέγεθος ζωικού αστραγάλου), «μαγίς» (ψίχουλο). Επίσης, γινόταν συγκρίσεις με κόκκους κέγχρου, φασιόλου «όσον κυάμου» και υπήρχαν και κάποιες αόριστες εκφράσεις, όπως «ολίγον», «πολύ» κλπ. Τα μέτρα και σταθμά ήταν διαφορετικά στις διάφορες πόλεις της Ελλάδος.
Δοχείον μάζας χρησιμοποιούσαν το λιτραίον κέρας, το οποίο ήταν ένα κέρας που είχε καταστεί διαφανές δια ξέσεως και ήταν διηρημένο με χαραγές.
Οι μονάδες βάρους και όγκου των αρχαίων Ελλήνων, όπως διαμορφώθηκαν τελικά και αναφέρονται από τον Διοσκουρίδη ήταν οι εξής:
Πίν. 3. Μέτρα και σταθμά χρησιμιποιούμενα για την παρασκευή των φαρμάκων
Αλοιφές. Στον Όμηρο αλοιφή ήταν το χοιρινό λίπος. Μύρα: ελαιώδη έλαια. Κηρωτές ή κηρωτά ή κηρώματα: είδος εμπλάστρου. Έμπλαστρα, επιθέματα: είδος αλοιφών. Τα έμπλαστρα με την σημερινή μορφή χρησιμοποιήθηκαν μετά τον 1ο μΧ. αιώνα. Μαλάγματα: καταπλάσματα με φυτικές κόνεις.Αποζέματα: φυτικά κατεργάσματα με έγχυση ή αφέψηση. Βάλανοι: είδος υποθετού. Γαργαρίσματα.Διαπάσματα: εύοσμοι κοσμητικές κόνεις για το πρόσωπο και το σώμα. Αρσικάκοσμα: αποσμητικά.Εκλεικτά: περιείχαν τα κύρια φάρμακα. Περιείχαν μέλι, οπότε ήταν γλυκά και παχύρρευστα.Επιχρίσματα: ψιμύθια για το πρόσωπο. Θυμιάματα: εγίνοντο με καύση αρωματικών ουσιών σε αναμμένα κάρβουνα. Ο ασθενής κάθετο σε διάτρητο κάθισμα και υφίστατο την αναθυμίαση.Καταπότια. Κολλύρια. Παραπαστά: κόνεις επιπάσεων. Πεσσοί: τεμάχιο υφάσματος ξαντό μάλλινο ή λινό ποτισμένο με το φάρμακο, το οποίο τοποθετείτο στις πληγές ή στις κοιλότητες του σώματος. Είδος υποθετού. Ποτήματα. Πταρμικά. Υποκλύσματα. Φθοΐσκοι ή τροχίσκοι.
Τα σιρόπια δεν ήταν γνωστά στους αρχαίους Έλληνες, οι οποίοι αντ’ αυτών χρησιμοποιούσαν τα οξυμέλιτα. Εισήχθηκαν στη θεραπευτική από του Άραβες.
Επίσης δεν γνώριζαν τα ιουλάπια, μια φαρμακοτεχνική μορφή, που εισήχθηκε στη θεραπευτική από τους Άραβες. Τα ιουλάπια ήταν ποτήματα, προερχόμενα από την διάλυση κόμμεως και καλαμοσακχάρου σε νερό. Η χρήση τους διατηρήθηκε μέχρι και τον 20ο αιώνα (Εμμανουήλ, 1931).
Στην αρχαιότητα για τον καθορισμό των μονάδων αρχικά λαμβανόταν ως αφετηρία το ανθρώπινο σώμα. Ο Ιπποκράτης και οι μετά από αυτόν για μονάδες όγκου χρησιμοποίησαν τους όρους: χειροπληθής, χειροπληθιαίος (ό,τι γεμίζει το χέρι), δραγμίς, όσον λαμβάνεται από τρία δάκτυλα, «όσον αστράγαλον» (όσον το μέγεθος ζωικού αστραγάλου), «μαγίς» (ψίχουλο). Επίσης, γινόταν συγκρίσεις με κόκκους κέγχρου, φασιόλου «όσον κυάμου» και υπήρχαν και κάποιες αόριστες εκφράσεις, όπως «ολίγον», «πολύ» κλπ. Τα μέτρα και σταθμά ήταν διαφορετικά στις διάφορες πόλεις της Ελλάδος.
Δοχείον μάζας χρησιμοποιούσαν το λιτραίον κέρας, το οποίο ήταν ένα κέρας που είχε καταστεί διαφανές δια ξέσεως και ήταν διηρημένο με χαραγές.
Οι μονάδες βάρους και όγκου των αρχαίων Ελλήνων, όπως διαμορφώθηκαν τελικά και αναφέρονται από τον Διοσκουρίδη ήταν οι εξής:
Πίν. 3. Μέτρα και σταθμά χρησιμιποιούμενα για την παρασκευή των φαρμάκων
Οι δοσολογίες των φαρμάκων συνήθως αναγραφόταν σε δραχμές.
Το μύστρον και το κοχλιάριον ήταν κυμαινόμενες μονάδες.
Εκτός από φυτά, οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν και ζωικές δρόγες, καθώς και ορυκτά και ανόργανα συστατικά.
Το μύστρον και το κοχλιάριον ήταν κυμαινόμενες μονάδες.
Εκτός από φυτά, οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν και ζωικές δρόγες, καθώς και ορυκτά και ανόργανα συστατικά.
Πίν. 4. Κυριώτερες ζωικές δρόγες των αρχαίων Ελλήνων
Πίν. 5. Ανόργανα και ορυκτά φάρμακα
Η σημαντικότερη φυσιογνωμία της ελληνο-ρωμαϊκής περιόδου ήταν ο Γαληνός (131-201 μ.Χ.). Γεννήθηκε στην Πέργαμο. Ταξίδευσε αρκετά και έτσι γνώρισε την θεραπευτική διαφόρων Σχολών. Εγκαταστάθηκε στη Ρώμη, όπου ίδρυσε επί της Ιεράς οδού κατάστημα, στο οποίο παρασκεύαζε ο ίδιος τα φάρμακα, σε αντίθεση με τους συγχρόνους συναδέλφους του, οι οποίοι δεν παρασκεύαζαν τα φάρμακα είτε από άγνοια, είτε από οκνηρία. Πειραματιζόταν στον εαυτό του και σε ζώα. Δεν περιέγραψε τα φυτά, απλώς τα κατονόμασε. Σημαντικές για την εποχή του ήταν οι έρευνές του για τις νοθείες των απλών φαρμάκων. Έκανε δοκιμασίες, που αφορούσαν τα φυσικά τους γνωρίσματα (χρώμα, οσμή, γεύση), αλλά και τη σύστασή τους.
Πολυγραφότατος, από τα ιατρικά του έργα διασώθηκαν 83 γνήσια και μερικά αμφισβητούμενα. Τα βιβλία αυτά ήταν η βιβλιοθήκη του φαρμακείου του.
Η θεωρία του για τη νόσο στηριζόταν στα τέσσερα στοιχεία του ανθρωπίνου σώματος, που αποτελείται όπως και όλο το σύμπαν από γη, ύδωρ, αέρα και πυρ. Τα στοιχεία αυτά αντιπροσωπεύουν τις τέσσερις ιδιότητες του σώματος: ψυχρό, υγρό, ξηρό, θερμό. Για να διατηρηθεί η υγεία τα ενάντια στοιχεία πρέπει να βρίσκονται ανά δύο σε ισορροπία., δηλ. θερμό με ψυχρό, ξηρό με υγρό, σε αντιστοιχία με τους τέσσερις χυμούς του σώματος, όπως τους περιέγραψε ο Ιπποκράτης.
Τα διάφορα απλά φάρμακα (δρόγες) έχουν αυτές τις τέσσερις ιδιότητες σε ποικίλλουσα αναλογία. Κατά τον Γαληνό, πρέπει να χρησιμοποιείται ένας συνδυασμός από δρόγες, ο οποίος να έχει την ικανότητα να αποκαταστήσει την διαταραχθείσα ισορροπία. Έτσι, ο Γαληνός παρασκεύαζε σύνθετα φάρμακα (με πολλές δρόγες), το οποία είχαν τις τέσσερις αυτές ιδιότητες στον κατάλληλο βαθμό, ώστε να επανέλθει η ισορροπία των χυμών του οργανισμού. Το αποτέλεσμα ήταν να οδηγηθεί στην πολυφαρμακία.
Μετά τον Γαληνό, η πρόοδος της θεραπευτικής επιβραδύνεται, διότι οι θεράποντες ιατροί και συγγραφείς αρκούνται σε παλαιότερα ιατρικά έργα, τα οποία αντέγραφαν. Έτσι σήμερα υπάρχουν Βυζαντινοί Κώδικες, που περιέχουν τα έργα των αρχαίων. Συχνά βρίσκουμε και δικές τους προσθήκες. Πολλοί βυζαντινοί ενσωμάτωσαν στα έργα τους κείμενα των παλαιοτέρων, όπως π.χ. ο Ορειβάσιος (4ος μ. Χ. αιών) στο έργο «Εβδομηκοντάβιβλος», στα κεφάλαια ι-ιε΄, αναφέρει τα φάρμακα, τις παρασκευές τους και τις δράσεις τους, όπως ανευρίσκονται στα έργα του Διοσκουρίδη και του Γαληνού. Επίσης, ο Αέτιος ο Αμιδηνός (6ος μ. Χ. αιών) στον 13ο Λόγο του αντέγραψε με ελάχιστες τροποποιήσεις τα «Αλεξιφάρμακα» του Νίκανδρου του Κολοφώνιου (2ος π. Χ. αιών), όπου περιγράφονται αντίδοτα δηλητηρίων.
Δρόγες, που δεν γνώριζαν οι αρχαίοι Έλληνες και εισήχθηκαν αργότερα στη θεραπευτική είναι οι ακόλουθες:
Καφουρά, άμπαρ, που είναι πιθανόν νοσώδη συγκρίματα κητών της Ινδικής θάλασσας και χρησιμοποιείτο ως τονωτικό της καρδιάς και της κεφαλής), μόσχος, ξηρανθέν έκκριμα από αδένα άρρενος ζώου της Κ. Ασίας, ισχυρό αντισπασμωδικό, λόγω μιας ετεροκυκλικής κετόνης που περιέχει. Οι δρόγες αυτές προέρχονται από τους Άραβες.
Επίσης, οι αρχαίοι Έλληνες αγνοούσαν τα καρυόφυλλα (Jambosa caryo-phyllus Sprengel et Niedenzu- Myrtaceae). Οι πρώτες πληροφορίες για την χρήση τους ανάγονται στην εποχή του Μεγ. Κων/νου.
Στον πίνακα που ακολουθεί παρατίθενται δρόγες, οι οποίες αναφέρονται στα έργα του Ιπποκράτη, του Διοσκουρίδη και αναγράφονται στην Ελληνική Φαρμακοποιία Ι, καθώς και σε μια ανεπίσημη Φαρμακοποιία, που τυπώθηκε στη Σμύρνη το 1835. Η πρώτη στήλη με τα ονόματα των δρογών είναι καταγραφή των φυτών, που αναφέρονται στο έργο του βυζαντινού Συμεώνος Σηθ (11ος μ. Χ. αιών) «Σύνταγμα κατά στοιχείον περί τροφών δυνάμεων»
Συμπερασματικά μπορεί να διατυπωθεί η άποψη ότι οι αρχαίοι Έλληνες με βάση το πείραμα και την παρατήρηση, με κριτικό πνεύμα και επιστημονική θεώρηση επέλεξαν από το φυσικό περιβάλλον εκείνες τις δρόγες, που η χρήση τους υπήρξε διαχρονική, η δε μελέτη τους με τα σύγχρονα επιστημονικά μέσα τεκμηριώνει την ορθή επιλογή τους.
Ε. Σκαλτσά
Επίκουρη Καθηγήτρια
Τομέας Φαρμακογνωσίας, Τμήμα Φαρμακευτικής, Πανεπιστημιόπολις, Ζωγράφου, Αθήνα, 157 71.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Berendes J., 1902, Des Pedanies Dioskurides aus Anazarbos Arneimittellehre, Stuttgart, ανατύπωση Wiesbaden 1970.
Ελληνική Φαρμακοποιία, 1835, (ερανισθείσα εκ διαφόρων λατινικών και γαλλικών χημικοφαρμακευτικών Συγγραφέων) Μέρος πρώτο. Λεξικόν της Φαρμακοποιίας. Σμύρνη.
Εμμανουήλ Ε., 1931, Φαρμακοποιία-Φαρμακοτεχνία, Αθήνα.
Εμμανουήλ Ε., 1948, Ιστορία της Φαρμακευτικής. Πυρσός, Αθήνα.
Galen, 1979, On the Natural Faculties, Introduction, p. IX-XL, Loeb Classical Library, Harvard University Press.
Κυριακόπουλος Π., 1983, Η ιπποκρατική φιλοσοφία και οι επιδράσεις σ’ αυτή των προσωκρατικών. Διατριβή επί διδακτορία. Ιωάννινα.
Λάνδερερ Ξ., 1837, 1868, Ελληνική Φαρμακοποιία Ι, Αθήνα.
Λυπουρλής Δ., 1983, Ιπποκρατική ιατρική. Διατριβή επί διδακτορία.Θες/νίκη.
Σκαλτσά Ε., Φιλιάνος Σ., 1992, Συμεώνος Σηθ: «Σύνταγμα κατά στοιχείον περί τροφών δυνάμεων». Φαρμακογνωστική εκτίμηση . 5ο Παν/νιο Συνέδριο Ιστορίας, Φιλοσοφίας και Κοινωνιολογίας των Ιατρικών Επιστημών, Κως, Σεπτέμβριος.
Théophraste, 1988, Recherches sur les plantes. Tome I, Introduction. p. VII-LIV. Ed. Les belles lettres.
Tschirch A., 1933, Handbuch der Pharmakognosie, Abteilung III, Band I, Leipzig.
Χατζηιωάννου Δ. Ε., 1981, Συμβολή εις την μελέτην των παρ’ Ομήρω φαρμάκων και της αντιλήψεως υγιεινής δια της καθαριότητος. Διατριβή επί διδακτορία. Αθήνα.
Wellmann M., 1958, Pedanii Dioscuridis Anazarbei De Materia Medica. Vol.I-III. Berlin.
theseus-aegean
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου