Η Μπάνσιι (Banshee) είναι ένας θηλυκό πνεύμα και Οιωνός Θανάτου στην Ιρλανδία και την Σκωτία. Το πνεύμα αυτό προσκολλά τον εαυτό του επάνω σε οικογένειες, και σύμφωνα με την παράδοση, σε όσες οικογένειες το όνομα τους αρχίζει με το “Μακ” ή “Ο”. Σε αυτές τις οικογένειες εμφανίζεται και προαναγγέλλει το θάνατο. Σύμφωνα με την Ιρλανδική παράδοση η Μπάνσιι είναι Νεράιδα και η κραυγή της είναι ο Οιωνός του Θανάτου. Η κραυγή της (“caoing” στα Ιρλανδικά σημαίνει “Οξύς”) είναι υψηλής συχνότητας, μοιάζει με λυπητερό τραγούδι και αποτελεί προειδοποίηση πως ένας θάνατος αναμένεται στην οικογένεια, και καθώς πλέον οι Ιρλανδικές οικογένειες έχουν ανακατευτεί μεταξύ τους μέσω γάμου, λέγεται πως κάθε μια έχει την δική της Μπάνσιι.
Οι μορφές που μπορεί να αποκτήσει είναι αυτής της πανέμορφης νεαρής γυναίκας η οποία φοράει σάβανο, μιας χλωμής γυναίκας με λευκό φόρεμα και κόκκινα μακριά μαλλιά ή με μακρύ ασημένιο φόρεμα και ασημένια μακριά μαλλιά, μιας ακέφαλης γυναίκας η οποία φέρει μαζί της ένα δοχείο με αίμα και είναι γυμνή από την μέση και πάνω. Μιας γριάς με τρομακτικά κόκκινα μάτια, πράσινο φόρεμα και λευκά μακριά μαλλιά, μιας γριάς με πέπλο να σκεπάζει το πρόσωπο της, ντυμένη στα μαύρα και έχοντας μακριά γκρίζα μαλλιά. Μια παραλλαγή της στην Ιρλανδία, η Μπιν Σι (Bean Si), εμφανίζεται ως μια πανέμορφη κοπέλα με μακριά ολόισια μαλλιά, και φοράει γκρι κάπα ή μανδύα πάνω από το πράσινο φόρεμα της. Επίσης εμφανίζεται ντυμένη εξ’ ολοκλήρου στα κόκκινα ή στα λευκά. Τα μάτια της είναι κόκκινα από το συνεχές κλάμα της για αυτούς που θα “φύγουν”.
Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, όταν θέλει να προειδοποιήσει την οικογένεια για τον επερχόμενο θάνατο, ακούγεται να τραγουδάει ή να κλαίει, αλλά δεν εμφανίζεται. Όταν υλοποιηθεί, μπορεί να έχει την μορφή μιας κοπέλας να τραγουδάει ή ως μιας φιγούρα που αιωρείται στο σεληνόφως και να κλαίει πικρά. Το “τραγούδι” της είναι υψηλό μεν σε συχνότητα (μπορεί να φτάσει και στη συχνότητα της σφυρίχτρας των σκύλων) αλλά και τόσο πένθιμο που αλάνθαστα θεωρείται το “Τραγούδι της Καταδίκης”. Σε αντίθεση με πιο κοινές απόψεις, η Μπάνσιι δεν θρηνεί.
Στα Ιρλανδικά και Σκωτσέζικα Χάιλαντς, η Μπάνσιι είναι γνωστή με το όνομα “Bean–Nigh” ή
“Η Μικρή Πλύστρα δίπλα στο Πόρο” (“The Little Washer by the Ford”. O“πόρος” είναι το ρηχό τμήμα του ποταμιού). Η δεύτερη ονομασία προέρχεται από την παράδοση που θέλει την Μπάνσιι να κάνει σινιάλο για τον επερχόμενο βίαιο θάνατο κάποιου, πλένοντας τα θανατικά ρούχα του σε αιματοβαμμένο ποτάμι εκεί κοντά. Λέγεται πως η Μπάνσιι είναι το πνεύμα κάποιας κοπέλας η οποία πέθανε πρόωρα κατά τον τοκετό, και το πνεύμα της συνεχίζει να πλένει ρούχα μέχρι να έρθει η μοιραία ώρα του φυσικού θανάτου της. Είναι συνήθως μικροσκοπική σε ύψος, ντυμένη με πράσινα ρούχα, το πνεύμα δεν είναι όμορφο σαν την Μπιν Σι, αλλά είναι κακό, μοχθηρό και παραμορφωμένο. Έχει μονάχα ένα ρουθούνι, ένα μεγάλο μπροστινό δόντι που εξέχει, κόκκινα πέλματα συνδεδεμένα με νηπτική μεμβράνη και μακριά κρεμαστά στήθη. Σύμφωνα με την παράδοση, αυτός που θα δείξει θάρρος και θα θηλάσει από τα στήθη της, θα μπορέσει να του εκπληρώσει μια ευχή αλλά θα γίνει το θετό της παιδί.
Η παράδοση της Μπάνσιι έφτασε στην Αμερική μέσω των μεταναστών, οι περισσότεροι από τους οποίους κατοίκησαν στο Αλεγκέινι της Πενσυλβανίας και στα Απαλάχια Όρη. Ελάχιστες ιστορίες σχετικά με τις Μπάνσιι κατάφεραν να εισχωρήσουν στην Αμερικάνικη Λαογραφία. Μια από αυτές τις ιστορίες είναι αυτή της “Άμαξας του Θανάτου” και τοποθετείται στην περιοχή ανάμεσα Ελίζαμπεθ και Μίνεραλ Γουέλς της Δ. Βιρτζίνιας. Λέγεται πως είναι μια μεγάλη μαύρη άμαξα την οποία την τραβάνε 6 άλογα (κατά άλλες εκδοχές, τη σέρνουν δυο ακέφαλα άλογα). Ο οδηγός της Άμαξας είναι ένα Ντουλάχαν, ένας ακέφαλος καβαλάρης ο οποίος μεταφέρει το κεφάλι του στο σάκο της σέλας ή σηκωμένο στο δεξί του χέρι. Συνήθως τα Ντουλάχαν είναι αρσενικά αλλά υπάρχουν και οι θηλυκές εκδοχές τους. Το στόμα τους έχει συνήθως ένα πλατύ χαμόγελο και τα μάτια τους επειδή κινούνται συνεχώς μπορούν να δουν πέρα στον ορίζοντα ακόμα και στο πιο πυκνό σκοτάδι. Στην Γαελική παράδοση είναι γνωστό με το όνομα “Coiste Bodhar”, και περιγράφεται ως μια μαύρη νεκροφόρα με δεμένη στην οροφή της μια κάσα, την οποία σέρνουν δυο ακέφαλα λευκά άλογα. Η νεκροφόρα αυτή είναι ένας Οιωνός Θανάτου που προηγείται των Μπάνσιι, και όταν ο καβαλάρης σταματήσει έξω από κάποιο σπίτι, θανατικό θα βρει κάποιο μέλος της οικογένειας. Στην σύγχρονη Δ. Βιρτζίνια, η άμαξα είναι πλέον μια μαύρη αυτοκινούμενη νεκροφόρα με βελούδινες κουρτίνες οι οποίες είναι κλειστές και δεν μπορείς να δεις στο εσωτερικό. Το όχημα έχει κάνει εμφάνιση από τις αρχές τις δεκαετίας του 50 μέχρι σήμερα, και κινείται στην Εθνική Οδό 14.
Μια άλλη ιστορία είναι η Μπάνσιι της πόλης Μάρρταουν της Δ. Βιρτζίνιας (ανεξάρτητη κοινότητα της Κομητείας της Δ. Βιρτζίνιας) όπου εκεί υπήρχαν πολλοί Σκωτσέζοι μετανάστες, οι οποίοι ήρθαν στις αρχές του 19ου αιώνα. Σύμφωνα με το θρύλο, κοντά στο δάσος του Μαρ ήρθε μια οικογένεια με το όνομα Μαρ, της οποία η μοίρα σημαδεύτηκε με τραγωδία. Η αρχή έγινε όταν η οικογένεια έφυγε από την Σκωτία και κατοίκησε στην Δ. Βιρτζίνια. Ο Σκωτσέζος μετανάστης Τόμας Μαρ έγινε ο ιδρυτής της μικρής πόλης απ’ όπου πήρε και το όνομα της, δυτικά του Πάρκερσμπουργκ, το 1836. Παντρεύτηκε εκεί μια ντόπια κοπέλα με το όνομα Μαίρυ Ντισός, και επειδή ο γάμος έγινε φθινόπωρο, ήταν ένας Οιωνός Αρρώστιας. Η Μαίρυ έχασε από τα 8 παιδιά της τα 6 και μόνο τα 2 θα συνέχιζαν το όνομα Μαρ. Δεν έχασαν την πίστη τους και έφτιαξαν μια λευκή φάρμα μέσα στο σκοτεινό δάσος από Σουμάκι, Ασκληπιάδα και Βατομουριές.
Ο Εμφύλιος Πόλεμος που ήρθε λίγο μετά δεν ήταν και για τους ίδιους ευχάριστο. Από το παράθυρο τους έβλεπαν πολύ αίμα να χύνεται ανάμεσα σε συμπλοκές στρατιωτών. Ο Τόμας είχε πιάσει δουλειά σαν νυχτερινός φύλακας στην Γέφυρα Τολ και η γυναίκα του έμεινε πίσω να προσέχει το σπιτικό. Παρ’ όλα αυτά, υπήρχαν πολλά δυσοίωνα σημάδια που προμήνυαν τι θα ακολουθούσε. Κάποιες φορές, ο Τόμας ενώ πήγαινε/γύριζε από την δουλειά του, έβλεπε μια κουκουλωμένη φιγούρα καβάλα πάνω σε λευκό άλογο. Όταν προσπάθησε να την πλησιάσει, καβαλάρης και άλογο μαζί εξαφανίστηκαν. Ένα κρύο βράδυ στις 5 Φλεβάρη του 1876, η Μαίρυ καθισμένη στο παράθυρο να περιμένει τον Τόμας, άκουσε καλπασμούς και είδε το λευκό άλογο με τον κουκουλωμένο καβαλάρη. Βγήκε έξω, πλησίασε και είδε την καβαλάρισσα με τα κόκκινα μάτια να της ανακοινώνει πως ο άντρας της πέθανε εκείνη τη στιγμή και στο τέλος εξαφανίστηκε (Μέχρι σήμερα δεν έχει εξακριβωθεί το πως πέθανε, καθώς σύμφωνα με το μύθο, φέρετε να πυροβολήθηκε και να πνίγηκε στο ποτάμιKanawha, ενώ οι τοπικές εφημερίδες έγραφαν πως έπεσε από ύψος και έσπασε τον αυχένα). Η γυναίκα σωριάστηκε κάτω και μετά από καμιά ώρα, ο συνάδελφος του Τόμας της μετέφερε τα δυσάρεστα νέα.
Η Μαίρυ έζησε μέχρι τα 90 της. Βρέθηκε νεκρή στο δωμάτιο υποδοχής, όπου μέλη της οικογένειας της άκουσαν αλυσίδες να σέρνονται στη σοφίτα λίγο πριν το θάνατο της, μαζί με κραυγές από κάποια γυναίκα. Λίγα χρόνια μετά, ένα από τα παιδιά της έκοψε το χέρι του σε ένα τραγικό ατύχημα. Τα μέλη της οικογένειας που έκατσαν μαζί του για να το φροντίσουν, άκουσαν κάτι σαν γρυλίσματα έξω στη βεράντα. Όταν βγήκαν έξω οι γυναίκες, είδαν ότι τα σκαλιά της εισόδου ήταν μέσα στα αίματα. Το σίγουρο είναι πως η Μπάνσιι αυτή, συνεχίζει να καβαλάει το λευκό της άλογο και να φέρνει Θανατικούς Οιωνούς στους απογόνους της Σκωτσέζικης οικογένειας.
Μια άλλη ιστορία είναι η Μπάνσιι της πόλης Μάρρταουν της Δ. Βιρτζίνιας (ανεξάρτητη κοινότητα της Κομητείας της Δ. Βιρτζίνιας) όπου εκεί υπήρχαν πολλοί Σκωτσέζοι μετανάστες, οι οποίοι ήρθαν στις αρχές του 19ου αιώνα. Σύμφωνα με το θρύλο, κοντά στο δάσος του Μαρ ήρθε μια οικογένεια με το όνομα Μαρ, της οποία η μοίρα σημαδεύτηκε με τραγωδία. Η αρχή έγινε όταν η οικογένεια έφυγε από την Σκωτία και κατοίκησε στην Δ. Βιρτζίνια. Ο Σκωτσέζος μετανάστης Τόμας Μαρ έγινε ο ιδρυτής της μικρής πόλης απ’ όπου πήρε και το όνομα της, δυτικά του Πάρκερσμπουργκ, το 1836. Παντρεύτηκε εκεί μια ντόπια κοπέλα με το όνομα Μαίρυ Ντισός, και επειδή ο γάμος έγινε φθινόπωρο, ήταν ένας Οιωνός Αρρώστιας. Η Μαίρυ έχασε από τα 8 παιδιά της τα 6 και μόνο τα 2 θα συνέχιζαν το όνομα Μαρ. Δεν έχασαν την πίστη τους και έφτιαξαν μια λευκή φάρμα μέσα στο σκοτεινό δάσος από Σουμάκι, Ασκληπιάδα και Βατομουριές.
Ο Εμφύλιος Πόλεμος που ήρθε λίγο μετά δεν ήταν και για τους ίδιους ευχάριστο. Από το παράθυρο τους έβλεπαν πολύ αίμα να χύνεται ανάμεσα σε συμπλοκές στρατιωτών. Ο Τόμας είχε πιάσει δουλειά σαν νυχτερινός φύλακας στην Γέφυρα Τολ και η γυναίκα του έμεινε πίσω να προσέχει το σπιτικό. Παρ’ όλα αυτά, υπήρχαν πολλά δυσοίωνα σημάδια που προμήνυαν τι θα ακολουθούσε. Κάποιες φορές, ο Τόμας ενώ πήγαινε/γύριζε από την δουλειά του, έβλεπε μια κουκουλωμένη φιγούρα καβάλα πάνω σε λευκό άλογο. Όταν προσπάθησε να την πλησιάσει, καβαλάρης και άλογο μαζί εξαφανίστηκαν. Ένα κρύο βράδυ στις 5 Φλεβάρη του 1876, η Μαίρυ καθισμένη στο παράθυρο να περιμένει τον Τόμας, άκουσε καλπασμούς και είδε το λευκό άλογο με τον κουκουλωμένο καβαλάρη. Βγήκε έξω, πλησίασε και είδε την καβαλάρισσα με τα κόκκινα μάτια να της ανακοινώνει πως ο άντρας της πέθανε εκείνη τη στιγμή και στο τέλος εξαφανίστηκε (Μέχρι σήμερα δεν έχει εξακριβωθεί το πως πέθανε, καθώς σύμφωνα με το μύθο, φέρετε να πυροβολήθηκε και να πνίγηκε στο ποτάμιKanawha, ενώ οι τοπικές εφημερίδες έγραφαν πως έπεσε από ύψος και έσπασε τον αυχένα). Η γυναίκα σωριάστηκε κάτω και μετά από καμιά ώρα, ο συνάδελφος του Τόμας της μετέφερε τα δυσάρεστα νέα.
Η Μαίρυ έζησε μέχρι τα 90 της. Βρέθηκε νεκρή στο δωμάτιο υποδοχής, όπου μέλη της οικογένειας της άκουσαν αλυσίδες να σέρνονται στη σοφίτα λίγο πριν το θάνατο της, μαζί με κραυγές από κάποια γυναίκα. Λίγα χρόνια μετά, ένα από τα παιδιά της έκοψε το χέρι του σε ένα τραγικό ατύχημα. Τα μέλη της οικογένειας που έκατσαν μαζί του για να το φροντίσουν, άκουσαν κάτι σαν γρυλίσματα έξω στη βεράντα. Όταν βγήκαν έξω οι γυναίκες, είδαν ότι τα σκαλιά της εισόδου ήταν μέσα στα αίματα. Το σίγουρο είναι πως η Μπάνσιι αυτή, συνεχίζει να καβαλάει το λευκό της άλογο και να φέρνει Θανατικούς Οιωνούς στους απογόνους της Σκωτσέζικης οικογένειας.
Η επόμενη ιστορία έρχεται από τις μέρες της Αμερικανικής Επανάστασης ή τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας των ΗΠΑ (πόλεμος μεταξύ της Μεγάλης Βρετανίας και των 13 αποικιών της στην αμερικανική ήπειρο την περίοδο 1775-83). Σύμφωνα με τον θρύλο, η Μπάνσιι είχε στοιχειώσει το λασπωμένο ποταμό Ταρ κοντά στο Τάρμπορο της Κομητείας Έντζκομπ, στη Ν. Καλιφόρνια. Έβγαινε τις νύχτες με ομίχλη και δεν υπήρχε το φεγγάρι στον ουρανό, και πηγαινοερχόταν από όχθη σε όχθη σαν παλαβή, με απλωμένα τα μακριά ξανθοκίτρινα μαλλιά να ανεμίζουν. Ο Μύλος στο ποταμό Ταρ λειτουργούσε από έναν μεγάλο, σκληρό άντρα με το όνομα Ντέιβιντ Γουόρνερ, ένας Whig (ήταν πολιτική φατρία η οποία έγινε κόμμα στα Κοινοβούλια της Αγγλίας, της Σκωτίας , της Μεγάλης Βρετανίας , της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου) ο οποίος μισούσε τους Βρετανούς και βοήθησε τους επαναστάτες με το να τους προσφέρει καλαμπόκι και σιτάρι στο Μύλο του. Ένα καυτό αυγουστιάτικο απόγευμα, ο Γουόρνερ προειδοποιήθηκε ότι ερχόντουσαν Βρετανοί στρατιώτες και θα έπρεπε να φύγει βιαστικά ειδάλλως θα τον σκότωναν. Σαν πεισματάρης που ήταν αρνήθηκε να φύγει.
Ο Γουόρνερ έτριβε σπόρους όταν 5 Βρετανοί στρατιώτες ήρθαν. Ο ίδιος έκανε πως δεν τους είδε και είπε δυνατά στον βοηθό του “Προσπάθησε να σώσεις όσο πιο πολύ μπορείς από αυτό το πολύτιμο σιτηρό, νεαρέ μου, και θα τα παραδώσουμε στον Στρατηγό Γκρήν. Μισώ τη σκέψη ότι αυτά τα Βρετανικά γουρούνια θα φάνε μια μπουκιά από αυτόν τον χυλό φτιαγμένο από αμερικάνικο καλαμπόκι”. Με αυτό, οι εξοργισμένοι στρατιώτες κυνήγησαν τον Γουόρνερ, τον χτύπησαν και του ανακοίνωσαν πως θα τον έπνιγαν στον ποταμό. Ο Γουόρνερ τους είπε να το κάνουν και ότι η Μπάνσιι θα τους πιάσει σαν αντίποινο. Οι στρατιώτες δίστασαν αλλά ήταν ένας ο οποίος είχε κακία στο μάτι και σκληρό στόμα, ο οποίος τους επιτέθηκε. Αυτός και άλλοι δυο ακόμα στρατιώτες έδεσαν τα χέρια του Γουόρνερ πίσω από την πλάτη του, έδεσαν μεγάλες πέτρες στο λαιμό και στα πόδια του και τον έριξαν στο ποτάμι. Καθώς βούλιαζε κάτω από το νερό, μια διαπεραστική, αγωνιώδης γυναικεία κραυγή βγήκε από κάπου από τις όχθες. Οι τρομαγμένοι στρατιώτες γύρισαν πίσω στον Μύλο.
Εκείνο το βράδυ, ο διοικητής των στρατιωτών και οι αξιωματικοί τους κατέφθασαν, και έμειναν να κοιμηθούν εκεί το βράδυ. Ένα νέο φεγγάρι ανέτειλε στον ουρανό και ένα Κοράκι της Βροχής (κοινώς ο Κούκος) έκραξε προμηνύοντας την βροχή που ερχόταν. Ξαφνικά, τον αέρα τον διαπέρασε η αγωνιώδης κραυγή της Μπάνσιι. Ο διοικητής και οι αξιωματικοί βγήκαν ταχύτατα έξω από τη σκηνή και είδαν ένα σύννεφο ομίχλης πάνω από το ποτάμι να παίρνει μορφή γυναικεία, με μακριά μαλλιά και βέλο. Εξαφανίστηκε αλλά η κραυγή της ακουγόταν μέχρι τα κατάντη. Οι 3 στρατιώτες ομολόγησαν το έγκλημα τους και ο διοικητής τους καταδίκασε να παραμείνουν στο Μύλο και να αλέθουν μέχρι το τέλος της ζωής τους.
Κάθε μέρα, οι άντρες άλεθαν τα σιτηρά και το βράδυ τους τυραννούσε η διαπεραστική κραυγή της Μπάνσιι. Ένα βράδυ, η Μπάνσιι εμφανίστηκε στην είσοδο του Μύλου και έκανε στην άκρη το βέλο της. Παρέσυρε τους δυο από τους τρεις άντρες προς τον ποταμό όπου και έπεσαν μέσα και δεν τους ξαναείδε κανείς. Ο κακός στρατιώτης τρελάθηκε και άρχισε να περιφέρεται μέσα στα δάση, φωνάζοντας το όνομα του Γουόρνερ. Του απάντησε η Μπάνσιι, και μια μέρα το πτώμα του βρέθηκε να επιπλέει στον ποταμό, στο ίδιο σημείο που σκότωσαν τον Γουόρνερ. Σε κάθε αυγουστιάτικο βράδυ με νέα Σελήνη και το κάλεσμα του Κορακιού της Βροχής, η Μπάνσιι συνεχίζει να βγαίνει από την αορατότητα της και την ομίχλη, στο σημείο που σκοτώθηκε ο Γουόρνερ, και συνεχίζει να κλαίει με τις κραυγές της.
Οι Μπάνσιις δεν είναι όλες πλάσματα μοχθηρά. Υπάρχουν και εκείνες που έχουν πολύ ισχυρούς δεσμούς με τις εν ζωή οικογένειες και συνεχίζουν να τις επιβλέπουν και μετά θάνατον. Όταν υλοποιούνται, έχουν την μορφή μιας πανέμορφης κοπέλας η οποία τραγουδάει ένα πένθιμο στοιχειωτικό τραγούδι, το οποίο όμως είναι γεμάτο με συμπόνοια και αγάπη για τις οικογένειες τους. Μπορεί να ακουστεί λίγες μέρες πριν τον θάνατο και σε ορισμένες περιπτώσεις, το τραγούδι ακούγεται μόνο από αυτόν που είναι να πεθάνει.
Κανείς δεν μπορεί να είναι απόλυτα σίγουρος για το από που πηγάζει η γνώση των Μπάνσιις για τον επερχόμενο θάνατο κάποιου. Μια από τις θεωρίες αναφέρει πως πιθανά κάθε οικογενειακό μέλος έχει τον δικό του προσωπικό παρατηρητή που το ακολουθεί και στη συνέχεια δίνει αναφορά στην Μπάνσιι. Αυτή η θεωρία φυσικά τείνει να πεθαίνει καθώς πιο πολύ μοιάζει με παραμύθι για καληνύχτα παρά με ιστορία της Μπάνσιι. Πριν από πολλούς αιώνες, η πίστη στη Μπάνσιι ήτανε ευρέως διαδεδομένη στην Ιρλανδία και το να είναι κάποιος άπιστος σε αυτό θεωρούνταν βλασφημία.
Η σύγχρονη κοινωνία και τεχνολογική αντίληψη του ανθρώπου, επηρεάζουν το μέλλον της Μπάνσιι. Είναι ένα ακόμα από τα μαγικά, μυστικιστικά πλάσματα που τείνουν να “πεθαίνουν” μαζί με άλλα. Ελάχιστοι στο κόσμο διατηρούν την πίστη τους στις αρχαίες παραδόσεις, ενώ ένα μεγάλο μέρος του κόσμου θεωρεί την Μπάνσιι ως μύθο και δεισιδαιμονία…
Ο Γουόρνερ έτριβε σπόρους όταν 5 Βρετανοί στρατιώτες ήρθαν. Ο ίδιος έκανε πως δεν τους είδε και είπε δυνατά στον βοηθό του “Προσπάθησε να σώσεις όσο πιο πολύ μπορείς από αυτό το πολύτιμο σιτηρό, νεαρέ μου, και θα τα παραδώσουμε στον Στρατηγό Γκρήν. Μισώ τη σκέψη ότι αυτά τα Βρετανικά γουρούνια θα φάνε μια μπουκιά από αυτόν τον χυλό φτιαγμένο από αμερικάνικο καλαμπόκι”. Με αυτό, οι εξοργισμένοι στρατιώτες κυνήγησαν τον Γουόρνερ, τον χτύπησαν και του ανακοίνωσαν πως θα τον έπνιγαν στον ποταμό. Ο Γουόρνερ τους είπε να το κάνουν και ότι η Μπάνσιι θα τους πιάσει σαν αντίποινο. Οι στρατιώτες δίστασαν αλλά ήταν ένας ο οποίος είχε κακία στο μάτι και σκληρό στόμα, ο οποίος τους επιτέθηκε. Αυτός και άλλοι δυο ακόμα στρατιώτες έδεσαν τα χέρια του Γουόρνερ πίσω από την πλάτη του, έδεσαν μεγάλες πέτρες στο λαιμό και στα πόδια του και τον έριξαν στο ποτάμι. Καθώς βούλιαζε κάτω από το νερό, μια διαπεραστική, αγωνιώδης γυναικεία κραυγή βγήκε από κάπου από τις όχθες. Οι τρομαγμένοι στρατιώτες γύρισαν πίσω στον Μύλο.
Εκείνο το βράδυ, ο διοικητής των στρατιωτών και οι αξιωματικοί τους κατέφθασαν, και έμειναν να κοιμηθούν εκεί το βράδυ. Ένα νέο φεγγάρι ανέτειλε στον ουρανό και ένα Κοράκι της Βροχής (κοινώς ο Κούκος) έκραξε προμηνύοντας την βροχή που ερχόταν. Ξαφνικά, τον αέρα τον διαπέρασε η αγωνιώδης κραυγή της Μπάνσιι. Ο διοικητής και οι αξιωματικοί βγήκαν ταχύτατα έξω από τη σκηνή και είδαν ένα σύννεφο ομίχλης πάνω από το ποτάμι να παίρνει μορφή γυναικεία, με μακριά μαλλιά και βέλο. Εξαφανίστηκε αλλά η κραυγή της ακουγόταν μέχρι τα κατάντη. Οι 3 στρατιώτες ομολόγησαν το έγκλημα τους και ο διοικητής τους καταδίκασε να παραμείνουν στο Μύλο και να αλέθουν μέχρι το τέλος της ζωής τους.
Κάθε μέρα, οι άντρες άλεθαν τα σιτηρά και το βράδυ τους τυραννούσε η διαπεραστική κραυγή της Μπάνσιι. Ένα βράδυ, η Μπάνσιι εμφανίστηκε στην είσοδο του Μύλου και έκανε στην άκρη το βέλο της. Παρέσυρε τους δυο από τους τρεις άντρες προς τον ποταμό όπου και έπεσαν μέσα και δεν τους ξαναείδε κανείς. Ο κακός στρατιώτης τρελάθηκε και άρχισε να περιφέρεται μέσα στα δάση, φωνάζοντας το όνομα του Γουόρνερ. Του απάντησε η Μπάνσιι, και μια μέρα το πτώμα του βρέθηκε να επιπλέει στον ποταμό, στο ίδιο σημείο που σκότωσαν τον Γουόρνερ. Σε κάθε αυγουστιάτικο βράδυ με νέα Σελήνη και το κάλεσμα του Κορακιού της Βροχής, η Μπάνσιι συνεχίζει να βγαίνει από την αορατότητα της και την ομίχλη, στο σημείο που σκοτώθηκε ο Γουόρνερ, και συνεχίζει να κλαίει με τις κραυγές της.
Οι Μπάνσιις δεν είναι όλες πλάσματα μοχθηρά. Υπάρχουν και εκείνες που έχουν πολύ ισχυρούς δεσμούς με τις εν ζωή οικογένειες και συνεχίζουν να τις επιβλέπουν και μετά θάνατον. Όταν υλοποιούνται, έχουν την μορφή μιας πανέμορφης κοπέλας η οποία τραγουδάει ένα πένθιμο στοιχειωτικό τραγούδι, το οποίο όμως είναι γεμάτο με συμπόνοια και αγάπη για τις οικογένειες τους. Μπορεί να ακουστεί λίγες μέρες πριν τον θάνατο και σε ορισμένες περιπτώσεις, το τραγούδι ακούγεται μόνο από αυτόν που είναι να πεθάνει.
Κανείς δεν μπορεί να είναι απόλυτα σίγουρος για το από που πηγάζει η γνώση των Μπάνσιις για τον επερχόμενο θάνατο κάποιου. Μια από τις θεωρίες αναφέρει πως πιθανά κάθε οικογενειακό μέλος έχει τον δικό του προσωπικό παρατηρητή που το ακολουθεί και στη συνέχεια δίνει αναφορά στην Μπάνσιι. Αυτή η θεωρία φυσικά τείνει να πεθαίνει καθώς πιο πολύ μοιάζει με παραμύθι για καληνύχτα παρά με ιστορία της Μπάνσιι. Πριν από πολλούς αιώνες, η πίστη στη Μπάνσιι ήτανε ευρέως διαδεδομένη στην Ιρλανδία και το να είναι κάποιος άπιστος σε αυτό θεωρούνταν βλασφημία.
Η σύγχρονη κοινωνία και τεχνολογική αντίληψη του ανθρώπου, επηρεάζουν το μέλλον της Μπάνσιι. Είναι ένα ακόμα από τα μαγικά, μυστικιστικά πλάσματα που τείνουν να “πεθαίνουν” μαζί με άλλα. Ελάχιστοι στο κόσμο διατηρούν την πίστη τους στις αρχαίες παραδόσεις, ενώ ένα μεγάλο μέρος του κόσμου θεωρεί την Μπάνσιι ως μύθο και δεισιδαιμονία…
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου