Ο χαρακτήρας της Μαντάμ Λαλορί και της ιστορίας της, έγιναν γνωστά μέσα από την σειρά “American Horror Story: Coven” και την οποία ενσάρκωσε η ηθοποιός Kathy Bates. Αλλά ποια ήταν αυτή η γυναίκα και ποια η σκοτεινή της ιστορία?
Η Μαντάμ Μαρί Ντελφίν Μακάρθυ ήταν μια πανίσχυρη γυναίκα, πλούσια και ιδιοκτήτρια σκλάβων. Μέλος της Γαλλικής Κρεολής Τάξης της Νέας Ορλεάνης . Γεννήθηκε το 1780, και ήταν το ένα από τα 5 παιδιά της οικογένειας. Ο πατέρας της ήταν ο Λουίς Μπαρθέλεμι ντε Μακάρτι , του οποίου ο πατέρας, κατά τη περίοδο της Γαλλικής Αποικιοκρατίας, έφερε την οικογένεια του στην Νέα Ορλεάνη το 1730. Η μητέρα της ήταν η Μαρί Ζανέ Λόβαμπλ, γνωστή και ως “η Χήρα Λεκόμτε”. Και οι δυο της γονείς ήταν πολύ εμφανής και η θέση της στην Γαλλική Κρεολή Τάξη της έμαθε πολύ καλά τους τρόπους της γοητείας και της χάρης της τάξεως της, καθώς ήταν και ιδιαίτερα όμορφη. Ο Ογκουστίν ντε Μακάρτι, δήμαρχος της Νέας Ορλεάνης από το 1815 μέχρι το 1820, ήταν ξάδερφος της.
Παντρεύτηκε 3 φορές στη Λουιζιάνα και χήρεψε 2. Με τον πρώτο της σύζυγο, Δον Ραμόν ντε Λοπέζ, παντρεύτηκαν στις 11 Ιουνίου του 1800 και έπειτα από 4 χρόνια χήρεψε. Με τον δεύτερο της σύζυγο, Ζαν Μπλανκ, παντρεύτηκαν μετά από 4 χρόνια (Ιούνιος του 1808) και χήρεψε έπειτα από 8 χρόνια. Με τον τελευταίο της σύζυγος (από τον οποίο πήρε και το επίθετο με το οποίο είναι γνωστή), Δρ. Λίοναρντ Λουίς Νικολάς Λαλορί παντρεύτηκαν στις 25 Ιουνίου 1825.
Κάτω όμως από αυτή την αριστοκρατική ομορφιά, υπήρχε ένα απαράμιλλο σκοτάδι, καθώς στην έπαυλη της βασάνισε και δολοφόνησε αρκετούς από τους σκλάβους της. Η προσωπικότητα αυτή, άφησε πίσω της μια κληρονομιά αγριότητας και βαναυσότητας, τόσο σοκαριστική που η ιστορία της αφηγήθηκε χιλιάδες φορές μέχρι την τελευταία της μοιραία μέρα στη Νέα Ορλεάνη το 1834.
Παντρεύτηκε 3 φορές στη Λουιζιάνα και χήρεψε 2. Με τον πρώτο της σύζυγο, Δον Ραμόν ντε Λοπέζ, παντρεύτηκαν στις 11 Ιουνίου του 1800 και έπειτα από 4 χρόνια χήρεψε. Με τον δεύτερο της σύζυγο, Ζαν Μπλανκ, παντρεύτηκαν μετά από 4 χρόνια (Ιούνιος του 1808) και χήρεψε έπειτα από 8 χρόνια. Με τον τελευταίο της σύζυγος (από τον οποίο πήρε και το επίθετο με το οποίο είναι γνωστή), Δρ. Λίοναρντ Λουίς Νικολάς Λαλορί παντρεύτηκαν στις 25 Ιουνίου 1825.
Κάτω όμως από αυτή την αριστοκρατική ομορφιά, υπήρχε ένα απαράμιλλο σκοτάδι, καθώς στην έπαυλη της βασάνισε και δολοφόνησε αρκετούς από τους σκλάβους της. Η προσωπικότητα αυτή, άφησε πίσω της μια κληρονομιά αγριότητας και βαναυσότητας, τόσο σοκαριστική που η ιστορία της αφηγήθηκε χιλιάδες φορές μέχρι την τελευταία της μοιραία μέρα στη Νέα Ορλεάνη το 1834.
Όπως αναφέρθηκε νωρίτερα, η Ντελφίν ήταν μια πολύ γοητευτική νέα γυναίκα και καλοπαντρεύτηκε τρεις φορές. Ο πρώτος της, ο Δον Ραμόν ντε Λοπέζ ι Ανγκούλο, ήταν υψηλόβαθμος Ισπανός βασιλικός αξιωματικός. Παντρεύτηκαν στον Καθεδρικό του Σαιντ Λουίς στην Νέα Ορλεάνη, στις 11/6/1800. Το 1804, μετά την αμερικανική κατάκτηση, ο Δον Ραμόν έπρεπε να βρεθεί στη θέση του Γενικού Πρόξενου για την Ισπανία στην Περιφέρεια της Ορλεάνης. Και οι δυο τους ταξίδεψαν στην Ισπανία. Εδώ όμως οι καταγραφές για το ταξίδι ποικίλουν. Η αμερικανίδα συγγραφέας Γκρέις Κινγκ, έγραψε το 1921 ότι το ταξίδι ήταν μια στρατιωτική τιμωρία για τον Δον Ραμόν. Η Ντελφίν συναντήθηκε με την Βασίλισσα, η οποίο εντυπωσιάστηκε από την ομορφιά της. Το 1936, ο Στάνλεϋ Άρθουρ αναφέρει πως ο Δον Ραμόν ανακλήθηκε πίσω στην Μαδρίτη, για να αναλάβει την νέα του θέση, αλλά δεν τα κατάφερε διότι πέθανε στη διαδρομή, κοντά στη Αβάνα. Στο ταξίδι αυτό, η Ντελφίν γέννησε την κόρη της Μπορκίτα (το κανονικό της ήταν “Μαρί Μπόργια Ντελφίν Λοπέζ Ι Ανγκούλο ντε λα Καντελαρία”).
Με τον δεύτερο της σύζυγο, τα πράματα ήταν πιο ομαλά. Ήταν ένας εμφανής τραπεζίτης, δικηγόρος, νομοθέτης και έμπορος. Με το γάμο τους, ο Ζαν Μπλανκ, αγόρασε ένα σπίτι στην οδό “409 Royal Str.” της Νέας Ορλεάνης, όπου αργότερα έγινε γνωστό ως “Βίλα Μπλανκ”. Μαζί του απέκτησε άλλες 4 κόρες (Μαρί Λουίς Πολίν, Λουίς Μαρί Λορί, Μαρί Λουίς Ζανέ και Ζανέ Πιερ Πολίν Μπλανκ). Μετά από αυτή την ήρεμη φαινομενικά περίοδο, η Ντελφίν παντρεύτηκε τον γιατρό Λαλορί, ο οποίος ήταν πολύ πιο νέος από την ίδια. Έξι μόλις χρόνια μετά τον γάμο τους, το 1831, η Ντελφίν αγόρασε μια ιδιοκτησία στην οδό “1140 Royal str.”, το οποίο κράτησε στο όνομα της με λίγη εμπλοκή του άντρα της. Σε εκείνο το μέρος έχτισε μια διώροφη έπαυλη, στην οποία είχε συμπεριλάβει και κοιτώνες για τους σκλάβους της. Έζησε εκεί με τον Λαλορί και τις δυο από τις πέντε κόρες της. Ο γάμος της με τον Λαλορί, έφερε νέο τίτλο στην Ντελφίν στην αριστοκρατία. Έγινε η Αρχόντισσα σε ένα σπίτι γεμάτο σκλάβους. Η Ντελφίν ήταν αρκετά ανεξάρτητη για την εποχή της, καθώς ένας τέτοιος γάμος ήταν ιδανικό σενάριο για κάθε γυναίκα. Διατηρούσε τις δικές της δουλειές και τον δικό της πλούτο, και επέμενε να αναλαμβάνει μόνη της το όποιο ζήτημα την αφορούσε.
Βέβαια, κανείς δεν μπορούσε να υποψιαστεί πως οι δουλειές της Ντελφίν είχαν να κάνουν με βασανισμό και δολοφονία σκλάβων μέσα στην έπαυλη της. Πολλές επίσημες καταγραφές λένε πως είναι υπεύθυνη για τον βασανιστικό θάνατο 4 σκλάβων, αλλά πολλοί πιστεύουν πως ήταν πολύ παραπάνω. Στην Ιστορία, η Μαρί Ντελφίν Λαλορί πέρασε ως μια από τις πιο διαβόητες γυναίκες κατά συρροήν δολοφόνους.
Η περίφημη έπαυλη της στην οδό “1140 Royal str.” ήταν μεγαλοπρεπής και όμορφη, ένα τρανό παράδειγμα πλούτου και κοινωνικής θέσης. Είχε καθαρά τα στοιχεία της φινέτσας και της τάξης της Νέας Ορλεάνης. Το αγόρασε στη τιμή των 33.000 δολ. Πολλοί θεώρησαν πως χρησιμοποίησε τα χρήματα που κληρονόμησε από τους δύο προηγούμενους συζύγους της. Την χρονιά που ολοκληρώθηκε η κατασκευή της έπαυλης, ήταν το ψηλότερο κτίσμα στην Γαλλική Συνοικία. Σε αντίθεση με την εξωτερική ομορφιά, το μέσα του κτιρίου δεν ήταν τόσο ειδυλλιακό. Δεν άργησαν να ψιθυρίζουν τα στόματα της Γαλλικής Συνοικίας για τη σαδιστική πλευρά της Ντελφίν και για την αδυναμία της στην κακοποίηση των σκλάβων. Η κατάσταση άρχισε να είναι δύσκολη στο να καλυφθεί, από το 1833, και δύσκολα μπορούσε να αποφύγει την προσοχή των Αρχών.
Η αρχή έγινε, σύμφωνα με την ιστορία, όταν η Ντελφίν εξοργίστηκε με μια από τις σκλάβες της, την 12χρονη Λία, όταν πιάστηκαν τα μαλλιά της στη βούρτσα ενώ την χτένιζε η μικρή. Αναζήτησε με οργή ένα μαστίγιο και η μικρή Λία έφυγε από το δωμάτιο τρέχοντας. Τα πόδια της την οδήγησαν στον δεύτερο όροφο, στη σοφίτα του σπιτιού. Ενώ γείτονας από απέναντι παρακολουθούσε, η Ντελφίν όρμησε μέσα και πλησίασε το κορίτσι. Η συνέχεια είναι γνωστή και ακόμα μιλάνε γι’ αυτό στην Νέα Ορλεάνη. Ορισμένες γλώσσες λένε πως το κορίτσι έχασε τα πόδια της, ενώ άλλες λένε πως η Ντελφίν την έσπρωξε. Ελάχιστοι λένε πως το κορίτσι έπεσε σκόπιμα από την σοφίτα. Το αποτέλεσμα είναι ότι το κορίτσι σκοτώθηκε για να σωθεί από την μανία της Ντελφίν. Ο ίδιος ο γείτονας, ανέφερε στις Αρχές το περιστατικό αλλά και πως η Ντελφίν έθαψε το κορίτσι, σε μια γωνιά της περιουσίας της την ίδια νύχτα. Τα νέα διαδόθηκαν ταχύτατα και μια έρευνα έλαβε χώρα, και το δικαστήριο βρήκε τον ιδιοκτήτη του σκλάβου ένοχο με την κατηγορία της παράνομης βαναυσότητας απέναντι σε εννιά σκλάβους. Το αποτέλεσμα; Πλήρωσε η Ντελφίν το πρόστιμο και τους σκλάβους.
Με τον δεύτερο της σύζυγο, τα πράματα ήταν πιο ομαλά. Ήταν ένας εμφανής τραπεζίτης, δικηγόρος, νομοθέτης και έμπορος. Με το γάμο τους, ο Ζαν Μπλανκ, αγόρασε ένα σπίτι στην οδό “409 Royal Str.” της Νέας Ορλεάνης, όπου αργότερα έγινε γνωστό ως “Βίλα Μπλανκ”. Μαζί του απέκτησε άλλες 4 κόρες (Μαρί Λουίς Πολίν, Λουίς Μαρί Λορί, Μαρί Λουίς Ζανέ και Ζανέ Πιερ Πολίν Μπλανκ). Μετά από αυτή την ήρεμη φαινομενικά περίοδο, η Ντελφίν παντρεύτηκε τον γιατρό Λαλορί, ο οποίος ήταν πολύ πιο νέος από την ίδια. Έξι μόλις χρόνια μετά τον γάμο τους, το 1831, η Ντελφίν αγόρασε μια ιδιοκτησία στην οδό “1140 Royal str.”, το οποίο κράτησε στο όνομα της με λίγη εμπλοκή του άντρα της. Σε εκείνο το μέρος έχτισε μια διώροφη έπαυλη, στην οποία είχε συμπεριλάβει και κοιτώνες για τους σκλάβους της. Έζησε εκεί με τον Λαλορί και τις δυο από τις πέντε κόρες της. Ο γάμος της με τον Λαλορί, έφερε νέο τίτλο στην Ντελφίν στην αριστοκρατία. Έγινε η Αρχόντισσα σε ένα σπίτι γεμάτο σκλάβους. Η Ντελφίν ήταν αρκετά ανεξάρτητη για την εποχή της, καθώς ένας τέτοιος γάμος ήταν ιδανικό σενάριο για κάθε γυναίκα. Διατηρούσε τις δικές της δουλειές και τον δικό της πλούτο, και επέμενε να αναλαμβάνει μόνη της το όποιο ζήτημα την αφορούσε.
Βέβαια, κανείς δεν μπορούσε να υποψιαστεί πως οι δουλειές της Ντελφίν είχαν να κάνουν με βασανισμό και δολοφονία σκλάβων μέσα στην έπαυλη της. Πολλές επίσημες καταγραφές λένε πως είναι υπεύθυνη για τον βασανιστικό θάνατο 4 σκλάβων, αλλά πολλοί πιστεύουν πως ήταν πολύ παραπάνω. Στην Ιστορία, η Μαρί Ντελφίν Λαλορί πέρασε ως μια από τις πιο διαβόητες γυναίκες κατά συρροήν δολοφόνους.
Η περίφημη έπαυλη της στην οδό “1140 Royal str.” ήταν μεγαλοπρεπής και όμορφη, ένα τρανό παράδειγμα πλούτου και κοινωνικής θέσης. Είχε καθαρά τα στοιχεία της φινέτσας και της τάξης της Νέας Ορλεάνης. Το αγόρασε στη τιμή των 33.000 δολ. Πολλοί θεώρησαν πως χρησιμοποίησε τα χρήματα που κληρονόμησε από τους δύο προηγούμενους συζύγους της. Την χρονιά που ολοκληρώθηκε η κατασκευή της έπαυλης, ήταν το ψηλότερο κτίσμα στην Γαλλική Συνοικία. Σε αντίθεση με την εξωτερική ομορφιά, το μέσα του κτιρίου δεν ήταν τόσο ειδυλλιακό. Δεν άργησαν να ψιθυρίζουν τα στόματα της Γαλλικής Συνοικίας για τη σαδιστική πλευρά της Ντελφίν και για την αδυναμία της στην κακοποίηση των σκλάβων. Η κατάσταση άρχισε να είναι δύσκολη στο να καλυφθεί, από το 1833, και δύσκολα μπορούσε να αποφύγει την προσοχή των Αρχών.
Η αρχή έγινε, σύμφωνα με την ιστορία, όταν η Ντελφίν εξοργίστηκε με μια από τις σκλάβες της, την 12χρονη Λία, όταν πιάστηκαν τα μαλλιά της στη βούρτσα ενώ την χτένιζε η μικρή. Αναζήτησε με οργή ένα μαστίγιο και η μικρή Λία έφυγε από το δωμάτιο τρέχοντας. Τα πόδια της την οδήγησαν στον δεύτερο όροφο, στη σοφίτα του σπιτιού. Ενώ γείτονας από απέναντι παρακολουθούσε, η Ντελφίν όρμησε μέσα και πλησίασε το κορίτσι. Η συνέχεια είναι γνωστή και ακόμα μιλάνε γι’ αυτό στην Νέα Ορλεάνη. Ορισμένες γλώσσες λένε πως το κορίτσι έχασε τα πόδια της, ενώ άλλες λένε πως η Ντελφίν την έσπρωξε. Ελάχιστοι λένε πως το κορίτσι έπεσε σκόπιμα από την σοφίτα. Το αποτέλεσμα είναι ότι το κορίτσι σκοτώθηκε για να σωθεί από την μανία της Ντελφίν. Ο ίδιος ο γείτονας, ανέφερε στις Αρχές το περιστατικό αλλά και πως η Ντελφίν έθαψε το κορίτσι, σε μια γωνιά της περιουσίας της την ίδια νύχτα. Τα νέα διαδόθηκαν ταχύτατα και μια έρευνα έλαβε χώρα, και το δικαστήριο βρήκε τον ιδιοκτήτη του σκλάβου ένοχο με την κατηγορία της παράνομης βαναυσότητας απέναντι σε εννιά σκλάβους. Το αποτέλεσμα; Πλήρωσε η Ντελφίν το πρόστιμο και τους σκλάβους.
Η μοχθηρία της γυναίκας αυτής όμως δεν είχε δείξει την πραγματική της δύναμη. Μετά από το παραπάνω περιστατικό, η Ντελφίν δεν μπορούσε να τους αφήσει ατιμώρητους τους σκλάβους, και έπεισε συγγενείς να τους αγοράσουν και να τους πουλήσουν πάλι σε αυτήν. Οι σκλάβοι έπρεπε να επιστρέψουν ήσυχα πίσω στην έπαυλη τη νύχτα. Ενώ κανένας δεν πίστευε πως η ηθική επέστρεψε στην έπαυλη, τα βασανιστήρια και οι ξυλοδαρμοί επέστρεψαν σίγουρα… και πιο σκληροί. Για πολλούς αυτή η κίνηση της, δείχνει πως ήθελε να δώσει ένα μάθημα στους σκλάβους που τόλμησαν να την προσβάλλουν δημόσια, βασανίζοντας τους όμως.
Φτάνουμε στο πρωινό της 10ης Απριλίου 1884. Εκείνη την ημέρα, μια από τους σκλάβους της Ντελφίν, αποφάσισε πως δεν άντεχε άλλο αυτό το βασανιστήριο και το τρόμο αυτής της γυναίκας. Για να την τιμωρήσει η Ντελφίν, αλυσόδεσε την 70χρονη γυναίκα στον φούρνο της κουζίνας όπου επίπονα ετοίμαζε πλούσια γεύματα για την Ντελφίν και την οικογένεια της. Μην αντέχοντας άλλο, η γυναίκα αποφάσισε να λάβει δράση, με το να βάλει φωτιά, με την ελπίδα πως η φωτιά θα είναι αρκετά ισχυρή για να καταπιεί την ίδια αλλά και το σπίτι. Δυστυχώς, η φωτιά ναι μεν εξαπλώθηκε, αλλά όχι όμως και γρήγορα. Η αστυνομία και η πυροσβεστική έφτασαν γρήγορα. Ενώ η Ντελφίν προσπαθούσε να περισώσει τα έπιπλα της έπαυλης της, οι Αρχές φρόντισαν την αλυσοδεμένη γυναίκα.
Όταν τέθηκε υπό έλεγχο η φωτιά, η γυναίκα ομολόγησε τον εμπρησμό και την απόφαση της να πεθάνει μαζί με την έπαυλη. Ομολόγησε επίσης πως όσους έπαιρνε μέσα του το σπίτι, δεν τους ξαναέβλεπε κανείς. Ζητήθηκε να γίνει εκκένωση της έπαυλης από τις Αρχές. Όταν ζητήθηκε το κλειδί για την πόρτα των Κοιτώνων των σκλάβων, δεν αρνήθηκε μόνο η Ντελφίν αλλά και ο Λαλορί. Ορισμένοι από τους πολίτες προσπάθησαν να γκρεμίσουν την πόρτα. Αυτό που τους περίμενε ήταν μια σκηνή τόσο φρικαλέα και αποτρόπαια, που μέχρι σήμερα, έχει αφήσει στην αμερικανική Ψυχή το αποτύπωμα της. Την επόμενη μέρα, η εφημερίδα “New Orleans Bee” ανέφερε:
“Επτά σκλάβοι, που λίγο ή πολύ ακρωτηριάστηκαν φρικτά, φάνηκαν κρεμασμένοι από το λαιμό, με τα άκρα τους φανερά τεντωμένα και σκισμένα από το ένα άκρο στο άλλο.”
Η “New Orleans Advertiser” ανέφερε:
“…Ένα από τους άντρες σκλάβους, βρέθηκε με μια μεγάλη τρύπα στο κεφάλι του. Το σώμα του από το κεφάλι ως τα πόδια ήταν καλυμμένο με ουλές και γεμάτο σκουλήκια […] Αυτοί που είδαν τους υπόλοιπους, αναφέρουν ότι ήταν σε παρόμοια κατάσταση…”
Η ιστορία προχωράει δυο χρόνια μετά την μέρα της φωτιάς. Το 1836, η αγγλίδα συγγραφέας και η πρώτη γυναίκα κοινωνιολόγος, Αριέτ Μαρτινό, αξιοποίησε τις εκτεταμένες διασυνδέσεις της στην Νέα Ορλεάνη, για να μπορέσει να μελετήσει την ιστορία της Ντελφίν. Και αυτό, προέκυψε από την όψη που είχαν τα ερείπια της έπαυλης. Σε δυο χρόνια, δημοσίευσε το βιβλίο – έργο της και μέσα ανέφερε σχετικά με την μέρα εκείνη της φωτιάς:
“… Ένα φρικτό θέαμα αντίκρισαν τα μάτια τους. Από τους εννιά σκλάβους, οι σκελετοί δυο εξ αυτών, βρέθηκαν χωμένοι μέσα στο έδαφος και οι άλλοι επτά μετά βίας αναγνωρίζονταν ως άνθρωποι. Τα πρόσωπα τους είχα αποτυπωμένη την ωμότητα του Λοιμού και τα κόκκαλα τους έβγαιναν από το δέρμα τους. Ήταν αλυσοδεμένοι και δεμένοι σε σφιγμένες και βεβιασμένες στάσεις. Κάποιοι στα γόνατα τους, άλλοι από τα χέρια τους πάνω από το κεφάλι . Είχαν σιδερένιο κολάρο με καρφιά που κρατούσε το κεφάλι τους σε μια θέση. Μαστίγια από τομάρι αγελάδας, γεμάτα με αίμα, κρέμονταν στον τοίχο. Και κει υπήρχε μια σκαλίτσα που ο δαίμονας στεκόταν ενώ μαστίγωνε τα θύματα της, ώστε να εξαπολύει τις βουρδουλιές αποτελεσματικότερα… ”
Ανεπιβεβαίωτες αναφορές λένε πως τα σπλάχνα ενός από τους σκλάβους απελευθερώθηκαν από το στομάχι του και τυλίχτηκαν γύρω από την μέση του σαν να φοράει ζώνη. Λέγεται επίσης, πως η Ντελφίν έσπασε τα κόκκαλα μιας σκλάβας της και τα ξανατοποθέτησε έτσι ώστε να θυμίζει καβούρι. Κάποιοι μάλιστα ισχυρίζονται πως τα θύματα της ήταν πάνω από 100 στη σοφίτα, και τα περισσότερα ήταν ακόμα ζωντανά.
Ίσως να είναι ανακουφιστικό το γεγονός ότι πολίτες όλων των τάξεων και χρωμάτων της Νέας Ορλεάνης, και ιδιαίτερα της Γαλλικής Κρεόλης, εξοργίστηκαν με την ανακάλυψη αυτή. Πλήθος κατέφθασε στην έπαυλη μετά την φωτιά και τις επόμενες μέρες, δεν άφησαν τίποτα όρθιο. Κυριολεκτικά την κατέστρεψαν. Ξέσκισαν όλα τα καλά έπιπλα της Ντελφίν, που ήταν η πηγή της περηφάνιας της, έσπασαν όλα τα πιάτα και τα κομμάτια τέχνης μέσα στο σπίτι, και ρήμαξαν τα πολύτιμα της κρεβάτια. Τίποτα δεν ξέφυγε από την οργή τους. Το μόνο που απέμεινε ήταν οι τοίχοι. Βέβαια, σημαντικό και σκοτεινό ρόλο έπαιξε η Λουιζιάνα με τη δουλεία και τη κακομεταχείριση των Αφρικανών – Αμερικανών της. Αλλά παρόλα αυτά, αναγνώρισαν την κτηνωδία που συνέβη στην έπαυλη της Ντελφίν, προσπάθησαν να διορθώσουν την κατάσταση. Όποιος τούτες τις γραμμές διαβάζει, θα μπορούσε να σκεφτεί τι θα συνέβαινε αν άπλωναν χέρι πάνω στο “Δαίμονα με την μορφή γυναίκας”, όπως την αποκαλούσαν οι εφημερίδες.
Κλείνοντας αυτή την σκληρή ιστορία αυτής της γυναίκας, η Ντελφίν ένιωσε τους μπελάδες που ερχόντουσαν, και η μόνη της λύση ήταν να διαφύγει. Σύμφωνα με την Μαρτινό, εκείνο το απόγευμα, ο καροτσέρης της Ντελφίν την φυγάδευσε, κλείνοντας την μέσα στην άμαξα. Οδήγησε μέχρι το ποτάμι όπου εκεί πήρε μια σκούνα (ιστιοφόρο με δυο κατάρτια) για το Μόμπαϊλ της Αλαμπάμα, πριν να φύγει για το Παρίσι. Στο Παρίσι άλλαξε το όνομα της αλλά κάποιος την αναγνώρισε και της είπε πως έπρεπε να φύγει από το Παρίσι. Έφυγε εκείνο το βράδυ, πιθανά σε κάποια γαλλική επαρχία με ψεύτικο όνομα. Το τέλος της ήρθε στις 7 Δεκεμβρίου 1849, όπου παρά το ιστορικό της, τα λείψανα της επέστρεψαν ήσυχα πίσω στην Νέα Ορλεάνη και τοποθετήθηκαν στο Κοιμητήριο του Σαιντ Λουις.
Φτάνουμε στο πρωινό της 10ης Απριλίου 1884. Εκείνη την ημέρα, μια από τους σκλάβους της Ντελφίν, αποφάσισε πως δεν άντεχε άλλο αυτό το βασανιστήριο και το τρόμο αυτής της γυναίκας. Για να την τιμωρήσει η Ντελφίν, αλυσόδεσε την 70χρονη γυναίκα στον φούρνο της κουζίνας όπου επίπονα ετοίμαζε πλούσια γεύματα για την Ντελφίν και την οικογένεια της. Μην αντέχοντας άλλο, η γυναίκα αποφάσισε να λάβει δράση, με το να βάλει φωτιά, με την ελπίδα πως η φωτιά θα είναι αρκετά ισχυρή για να καταπιεί την ίδια αλλά και το σπίτι. Δυστυχώς, η φωτιά ναι μεν εξαπλώθηκε, αλλά όχι όμως και γρήγορα. Η αστυνομία και η πυροσβεστική έφτασαν γρήγορα. Ενώ η Ντελφίν προσπαθούσε να περισώσει τα έπιπλα της έπαυλης της, οι Αρχές φρόντισαν την αλυσοδεμένη γυναίκα.
Όταν τέθηκε υπό έλεγχο η φωτιά, η γυναίκα ομολόγησε τον εμπρησμό και την απόφαση της να πεθάνει μαζί με την έπαυλη. Ομολόγησε επίσης πως όσους έπαιρνε μέσα του το σπίτι, δεν τους ξαναέβλεπε κανείς. Ζητήθηκε να γίνει εκκένωση της έπαυλης από τις Αρχές. Όταν ζητήθηκε το κλειδί για την πόρτα των Κοιτώνων των σκλάβων, δεν αρνήθηκε μόνο η Ντελφίν αλλά και ο Λαλορί. Ορισμένοι από τους πολίτες προσπάθησαν να γκρεμίσουν την πόρτα. Αυτό που τους περίμενε ήταν μια σκηνή τόσο φρικαλέα και αποτρόπαια, που μέχρι σήμερα, έχει αφήσει στην αμερικανική Ψυχή το αποτύπωμα της. Την επόμενη μέρα, η εφημερίδα “New Orleans Bee” ανέφερε:
“Επτά σκλάβοι, που λίγο ή πολύ ακρωτηριάστηκαν φρικτά, φάνηκαν κρεμασμένοι από το λαιμό, με τα άκρα τους φανερά τεντωμένα και σκισμένα από το ένα άκρο στο άλλο.”
Η “New Orleans Advertiser” ανέφερε:
“…Ένα από τους άντρες σκλάβους, βρέθηκε με μια μεγάλη τρύπα στο κεφάλι του. Το σώμα του από το κεφάλι ως τα πόδια ήταν καλυμμένο με ουλές και γεμάτο σκουλήκια […] Αυτοί που είδαν τους υπόλοιπους, αναφέρουν ότι ήταν σε παρόμοια κατάσταση…”
Η ιστορία προχωράει δυο χρόνια μετά την μέρα της φωτιάς. Το 1836, η αγγλίδα συγγραφέας και η πρώτη γυναίκα κοινωνιολόγος, Αριέτ Μαρτινό, αξιοποίησε τις εκτεταμένες διασυνδέσεις της στην Νέα Ορλεάνη, για να μπορέσει να μελετήσει την ιστορία της Ντελφίν. Και αυτό, προέκυψε από την όψη που είχαν τα ερείπια της έπαυλης. Σε δυο χρόνια, δημοσίευσε το βιβλίο – έργο της και μέσα ανέφερε σχετικά με την μέρα εκείνη της φωτιάς:
“… Ένα φρικτό θέαμα αντίκρισαν τα μάτια τους. Από τους εννιά σκλάβους, οι σκελετοί δυο εξ αυτών, βρέθηκαν χωμένοι μέσα στο έδαφος και οι άλλοι επτά μετά βίας αναγνωρίζονταν ως άνθρωποι. Τα πρόσωπα τους είχα αποτυπωμένη την ωμότητα του Λοιμού και τα κόκκαλα τους έβγαιναν από το δέρμα τους. Ήταν αλυσοδεμένοι και δεμένοι σε σφιγμένες και βεβιασμένες στάσεις. Κάποιοι στα γόνατα τους, άλλοι από τα χέρια τους πάνω από το κεφάλι . Είχαν σιδερένιο κολάρο με καρφιά που κρατούσε το κεφάλι τους σε μια θέση. Μαστίγια από τομάρι αγελάδας, γεμάτα με αίμα, κρέμονταν στον τοίχο. Και κει υπήρχε μια σκαλίτσα που ο δαίμονας στεκόταν ενώ μαστίγωνε τα θύματα της, ώστε να εξαπολύει τις βουρδουλιές αποτελεσματικότερα… ”
Ανεπιβεβαίωτες αναφορές λένε πως τα σπλάχνα ενός από τους σκλάβους απελευθερώθηκαν από το στομάχι του και τυλίχτηκαν γύρω από την μέση του σαν να φοράει ζώνη. Λέγεται επίσης, πως η Ντελφίν έσπασε τα κόκκαλα μιας σκλάβας της και τα ξανατοποθέτησε έτσι ώστε να θυμίζει καβούρι. Κάποιοι μάλιστα ισχυρίζονται πως τα θύματα της ήταν πάνω από 100 στη σοφίτα, και τα περισσότερα ήταν ακόμα ζωντανά.
Ίσως να είναι ανακουφιστικό το γεγονός ότι πολίτες όλων των τάξεων και χρωμάτων της Νέας Ορλεάνης, και ιδιαίτερα της Γαλλικής Κρεόλης, εξοργίστηκαν με την ανακάλυψη αυτή. Πλήθος κατέφθασε στην έπαυλη μετά την φωτιά και τις επόμενες μέρες, δεν άφησαν τίποτα όρθιο. Κυριολεκτικά την κατέστρεψαν. Ξέσκισαν όλα τα καλά έπιπλα της Ντελφίν, που ήταν η πηγή της περηφάνιας της, έσπασαν όλα τα πιάτα και τα κομμάτια τέχνης μέσα στο σπίτι, και ρήμαξαν τα πολύτιμα της κρεβάτια. Τίποτα δεν ξέφυγε από την οργή τους. Το μόνο που απέμεινε ήταν οι τοίχοι. Βέβαια, σημαντικό και σκοτεινό ρόλο έπαιξε η Λουιζιάνα με τη δουλεία και τη κακομεταχείριση των Αφρικανών – Αμερικανών της. Αλλά παρόλα αυτά, αναγνώρισαν την κτηνωδία που συνέβη στην έπαυλη της Ντελφίν, προσπάθησαν να διορθώσουν την κατάσταση. Όποιος τούτες τις γραμμές διαβάζει, θα μπορούσε να σκεφτεί τι θα συνέβαινε αν άπλωναν χέρι πάνω στο “Δαίμονα με την μορφή γυναίκας”, όπως την αποκαλούσαν οι εφημερίδες.
Κλείνοντας αυτή την σκληρή ιστορία αυτής της γυναίκας, η Ντελφίν ένιωσε τους μπελάδες που ερχόντουσαν, και η μόνη της λύση ήταν να διαφύγει. Σύμφωνα με την Μαρτινό, εκείνο το απόγευμα, ο καροτσέρης της Ντελφίν την φυγάδευσε, κλείνοντας την μέσα στην άμαξα. Οδήγησε μέχρι το ποτάμι όπου εκεί πήρε μια σκούνα (ιστιοφόρο με δυο κατάρτια) για το Μόμπαϊλ της Αλαμπάμα, πριν να φύγει για το Παρίσι. Στο Παρίσι άλλαξε το όνομα της αλλά κάποιος την αναγνώρισε και της είπε πως έπρεπε να φύγει από το Παρίσι. Έφυγε εκείνο το βράδυ, πιθανά σε κάποια γαλλική επαρχία με ψεύτικο όνομα. Το τέλος της ήρθε στις 7 Δεκεμβρίου 1849, όπου παρά το ιστορικό της, τα λείψανα της επέστρεψαν ήσυχα πίσω στην Νέα Ορλεάνη και τοποθετήθηκαν στο Κοιμητήριο του Σαιντ Λουις.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου