Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2016

«Στον ναό του Απόλλωνος Ζωστήρος» της Ελένης Σαραντίτη



«...εν Ζωστήρι δε επί θαλάσσης και βωμός Αθηνάς και Απόλλωνος και Αρτέμιδος και Λητούς, τεκείν μεν ουν Λητώ τους παίδας ενταύθα ού φασι, λύσασθαι δε τον ζωστήρα ως τεξομένην, και τω χωρίω διά τούτο γενέσθαι το όνομα...» (Παυσανίου, Αττικά 31, 2-5, Εκδοτική Αθηνών)
Μεσημέρι με βροχή απαλότατη· η θάλασσα στο χρώμα του εκατόχρονου ασημιού και ο ουρανός με άπειρες αποχρώσεις του γραφίτη να σκορπά λάμψεις μεταλλικές, καθώς σκύβει άτολμα να ενωθεί με την από γενέσεως υδάτινη σύντροφό του. Γλάροι σε ουράνια, αέρινα μπαλέτα κρώζουν. Αυτοί, πριν από εμάς, όπως είναι γνωστό, διαβλέπουν την καταιγίδα· ακόμη και αν φθάσει αργοπορημένη.
Κυριακή. «Τυρινής. Συγχωρήσεως», το ημερολόγιο. Το Ευαγγέλιο (Ματθ. στ' 14-21) άλλωστε στη συγχώρηση αναφερόταν: «Εάν γαρ αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, αφήσει και υμίν ο πατήρ υμών ο ουράνιος·». Συγχώρηση! Τι μεγάλη και φορτωμένη καημούς λέξη!
Του Φεβρουαρίου είκοσι δύο. Κρύο και λάσπη και βροχή μα στις άκρες των δρόμων, στα ραγισμένα κράσπεδα, στο σπασμένο κατά τόπους πλακόστρωτο, ακόμη και στους πολυκαιρισμένους κι εγκαταλειμμένους μαντρότοιχους οι τρομπετούλες, στο πιο ευφρόσυνο και παλλόμενο κίτρινο, ανθούν ήδη. Συνωστίζονται αισιόδοξες ότι με τον ήλιο θα απλωθούν κυρίαρχες στην παραλία. Ακόμη και στους λοφίσκους. Και στις σκεβρωμένες βάρκες. Και στα τρύπια μαδέρια. Και τα ξινάκια ακόμη πρόβαλαν δειλά με γερτό λαιμάκι. Στο χρώμα του καναρινιού· γυαλίζουν, μοσχοβολούν φρεσκάδα. Ξεπεταγμένα άναρχα δίπλα στις μαβιές αγγλικές λεβάντες και στα αγριοτριφύλλια, ψηλώνουν συνθέτοντας μια παιδική, φλύαρη και χαρμόσυνη ζωγραφιά. Ζωγραφιά εαρινή πλάι στα ρυάκια της βροχής.
Βουλιαγμένη. Κραυγές γλάρων και το θριαμβευτικό, νικητήριο κρυσταλλένιο τραγούδι του κότσυφα: κυρίαρχος της μέρας, σταθμευμένος στο ψηλότερο κλαδί του ευκαλύπτου, α, κελαηδισμός βασιλικός. Είχε δίκιο ο Ανδρέας Καρκαβίτσας, ο και της υπαίθρου γνώστης: «Ο κότσυφας γνωρίζει την γλύκα και το εύρος της φωνής του, γι' αυτό πηγαίνει και στεριώνει στο ψηλότερο κλαδί. Επαίρεται;» Αχνά, δειλά τιτιβίσματα νεοσσών φθάνουν από τα αρμυρίκια κι άλλο τίποτα. Τις φωνές των ελάχιστων κολυμβητών τις παίρνει η θάλασσα. Ο θόρυβος των αυτοκινήτων έρχεται μακρινός, σβησμένος. Εξάλλου, είναι μέρα και στιγμές οικογενειακών και φιλικών συναθροίσεων· δυο η ώρα κι εμείς, η φίλη και εξαιρετική ζωγράφος και χαράκτρια Φωτεινή Στεφανίδη, και η γράφουσα, μόλις αφήσαμε πίσω μας τα εκδοτήρια εισιτηρίων της πλαζ, στον Αστέρα της Βουλιαγμένης. Η αρμόδια νεαρή κυρία, όταν άκουσε προς τα πού κατευθυνόμαστε, μας άφησε να περάσουμε ελεύθερα, αρνούμενη το αντίτιμο του εισιτηρίου. «Μα, αφού είναι να πάτε στον ναό. Αλλάζει...» είπε χαμογελαστή – και πόσο ωραία της ερχόταν το τιρκουάζ σάλι με τα κρεμαστά σκουλαρίκια από θαμπές πέρλες! Η βροχή έχει γλυκάνει· τώρα έγινε ψιχάλα χαϊδευτική, μυρωδάτη, ανοιξιάτικη. Αχ, πώς ήταν οι στίχοι του Καραπάνου που αγάπησα κάποτε στην εφηβεία; Ω, ναι:
Ανοιξιάτικη βροχή
στάλα- στάλα στην ψυχή
μου πέφτεις·
στην ψυχή μου που είν' ωχρός
βενετσιάνικος παλιός
καθρέφτης...
Έπειτα, και σαν μπήκαμε πλέον στον ερημικό τώρα χώρο της πλαζ, «Αριστερά σου, κοίτα αριστερά!» σκούντησα σιγανά τη Φωτεινή κι η φίλη μου, «Ω» έκανε, και ξανά, «Ω, ω! Ο ναός!»

Ο ναός! Και «ο τόπος ένθα Λητώ ελύσατο Ζώνην». Ο ναός του Απόλλωνος Ζωστήρος, κτισμένος, όπως φαίνεται, κατά τα προκλασικά χρόνια, ήλθε στο φως το 1924, όταν παιδιά από το γειτονικό Ορφανοτροφείο Βουλιαγμένης έπαιζαν αμέριμνα στην άμμο, κοντά σε ορατά ερείπια τοίχων· κάποια στιγμή, μες στο παιχνίδι τους πλησίασαν περισσότερο τα χαλάσματα, και τότε, στη διαύγεια της μέρας και στο φλοίσβισμα, διέκριναν μαρμάρινα βάθρα, τμήματα κιόνων και σπάραγμα επιγραφής. Η επιγραφή μαρτυρούσε ότι εκεί ακριβώς βρισκόταν το ιερό του Απόλλωνος Ζωστήρος, και έτσι δεν άργησαν να ξεκινήσουν ανασκαφικές έρευνες –περίοδος 1926-1927– από τον αρχαιολόγο Κ.Κουρουνιώτη και τον βοηθό του Μ.Πιττίδη. Βέβαια, με το πέρασμα των αιώνων ο ναός είχε βρεθεί ένα και πλέον μέτρο κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, λόγω της ανόδου της στάθμης της. Ωστόσο, το 1929 το ιερό του Απόλλωνος κηρύχθηκε πρώτη φορά αρχαιολογικός χώρος.
Έπειτα, και με τα χρόνια, η άμμος κατακάθισε πάλι επάνω του, τα αγριόχορτα τον κύκλωσαν, το νερό της βροχής, η ορμή της θάλασσας, οι καιρικές αλλαγές, οι δυσχέρειες των χρόνων εκείνων, όλοι και όλα το κακομεταχειρίστηκαν το πανάρχαιο, σεπτό μνημείο. Και πολύ αργότερα, με τις φροντίδες των αρχαιολόγων και με τη χορηγία του ξενοδοχείου μέσα στο οικόπεδο του οποίου βρίσκεται το ιερό, έγινε μελέτη αποστράγγισης, αναστήλωσης και μιας κάποιας διαμόρφωσης του περιβάλλοντος χώρου. Το γεγονός δε ενός ναού τεράστιας για την αρχαιότητα σημασίας, καθώς από εκεί υπήρχε απευθείας σύνδεση με τη Δήλο αλλά και δυνατότητα, λόγω θέσης, να ελέγχεται η γύρω από αυτόν θαλάσσια περιοχή, δεν εμπόδισε την Πολιτεία να παραχωρήσει την περιοχή, τη δεκαετία του '60, για την κατασκευή των γνωστών ξενοδοχειακών μονάδων...
Όσο για τους λουομένους των τελευταίων δεκαετιών, αδιάφοροι παίζουν δίπλα του ρακέτες, μπιτς βόλεϊ, «α, το μπαλάκι έπεσε πάλι στ' αρχαία» ακούς συχνά κι ακόμη συχνότερα θα συναντήσεις άτομα που δεν γνωρίζουν καν την ύπαρξή του· ξαπλωμένοι, αλειμμένοι αντηλιακά, κοιτούν καταπρόσωπο τον ήλιο αλλά ποτέ δεν έστρεψαν το βλέμμα προς τον τόπο λατρείας του.
Προσωπικώς, είχα την τύχη να τον επισκεφθώ και να γεμίσω αισθήματα ιερότητας και σεβασμού, και την ευφορία μιας γλυκιάς, λησμονημένης μοναξιάς, σταλμένης άνωθεν, χάρη σ' ένα παιδάκι. Ένα κοριτσάκι. «Γιαγιά, τι είναι αυτά, γιαγιά; Λες να 'ναι αρχαία;» είπε με έξαψη η εγγονούλα μου με το κουβαδάκι στο χέρι. «Ναι, κορίτσι μου, ναι, για αρχαία, πανάρχαια πρόκειται. Μια αρχαία εκκλησία είναι, παιδάκι μου».
Την έπιασα από τον ώμο και τριγυρίσαμε τον ιερό χώρο. Ήταν απεριποίητος, τα νερά λίμναζαν στο δάπεδο από τιτανόλιθο, άμμος και χώμα παντού και αγριόχορτα θεριεμένα· κάπου κάπου κι ένα σπουργίτι επάνω στους γερμένους κίονες. Έχουν περάσει πέντε χρόνια. Έχω ρωτήσει, έχω διαβάσει, έχω γνωρίσει πολλά για τον ναό. Τον έχω επισκεφθεί αρκετές φορές. Όταν σουρουπώνει, παίρνει ένα αχνογάλαζο χρώμα. Στο καταμεσήμερο αστράφτει ολόλευκος, αν και ρημαγμένος. Μάλιστα, τον τελευταίο καιρό παρουσιάζει μια όψη ευτυχώς ευπρεπέστερη: καθαρίστηκε ο χώρος εντός και εκτός, γκαζόν φυτεύτηκε ολόγυρα, φρεσκαρίστηκαν τα ιερά ευρήματα, όπως βωμός, θρόνος (του ιερέως, για το δέος των προσκυνητών), το λίθινο περιρραντήριο (για τον εξαγνισμό), τα μαρμάρινα βάθρα που φιλοξενούσαν τα αγάλματα της Λητούς και των παιδιών της, Απόλλωνος και Αρτέμιδος, τοποθετήθηκαν στο μέσον του σηκού· είναι δε σε δυο από αυτά ευανάγνωστη η επιγραφή ΗΑΛΑΙΕΙΣ ΑΝΕΘΕΣΑΝ, ενώ στην πρόσθια όψη τράπεζας από γκρίζο μάρμαρο με πόδια λιονταριού, είναι χαραγμένο το όνομα του ιερέα του ναού που ήταν τότε ο ΠΟΛΥΣΤΡΑΤΟΣ, από τον δήμο των Αλών, ο οποίος με ορισμένους συνδημότες του φρόντισαν για την κόσμηση του ιερού με τα αγάλματα των δυο θεών, ως και της μητέρας-θεάς Λητούς· είχαν δε ακόμη και την επιμέλεια των θυσιών.
Τα γράμματα μαρτυρούν ότι η επιγραφή χρονολογείται στον 4ο π.Χ. αιώνα. Το ιερό διέθετε και άδυτο, δηλαδή ένα απροσπέλαστο στους προσκυνητές δωμάτιο, οπού φυλάγονταν χρήματα και πολύτιμα αναθήματα· εδώ μόνον οι ιερείς είχαν δικαίωμα εισόδου. Μια άλλη, μάλλον εκτενής επιγραφή του 4ου π.Χ. αιώνα, διατηρήθηκε άθικτη στη μαρμάρινη τράπεζα που βρέθηκε στον σηκό, και πρόκειται για ψήφισμα του δήμου Αλαιέων το οποίο αφορά στον ιερέα του Απόλλωνος. Ακόμα, στις αυλακώσεις μικρού μαρμάρινου ιωνικού κίονα διατηρήθηκε η αρχή και το τέλος ενός επιγράμματος αρχαϊκού, βουστροφηδόν χαραγμένου: «Χρυσοκομ' Απόλλον... δοίες αγαθά».
Στο ιερό οργάνωναν ετήσια γιορτή οι Αλαιείς: «θύουσιν Αλαιείς Λητοί και Αρτέμιδι και Απόλλωνι Ζωστηρίω» (Στέφανος Βυζάντιος – Ζωστήρ). Έτσι, δεν μας ξενίζει όταν στη σωζόμενη βιογραφία του Ευριπίδη διαβάζουμε πως ο ποιητής είχε τιμηθεί με το αξίωμα του «Πυρφόρου του Ζωστηρίου Απόλλωνος».
Από τις επιγραφές που βρέθηκαν μέσα στον σηκό, θεωρείται βέβαιο ότι το ιερό του Απόλλωνος Ζωστήρος ανήκε στον δήμο των γειτονικών Αιξωνίδων Αλών, ο οποίος κάλυπτε τις σημερινές περιοχές Βούλας-Βουλιαγμένης. Εξάλλου, ο γεωγράφος Στράβων (1ος π.Χ. αιώνας) είναι σαφέστατος: «ΜΑΚΡΑ ΑΚΡΑ ΠΡΩΤΗ ΜΕΤΑ ΤΟΥΣ ΑΙΞΩΝΕΑΣ, ΖΩΣΤΗΡ». O δε Στέφανος Βυζάντιος, 6ος αιώνας μ.Χ., συναινεί: «Ζωστήρ – της Αττικής Ισθμός, όπου φασί την Λητώ λύσαι την ζώνην και καθείσαν εν τηι λίμνηι λούσασθαι. Ενταύθα θύουσιν Αλαείς Λητοί και Αρτέμιδι και Απόλλωνα Ζωστηρίωι» (Στεφάνου Βυζαντίου – Μέγα Γεωγραφικόν Λεξικόν).
Τόπος καθαγιασμένος, ανεξαρτήτως πεποιθήσεων, από την ανάσα και το καρδιοχτύπι του ανθρώπου, από ικεσίες και παρακαλετά, από θλίψη για τις απώλειες, από τέρψη για τις υπεσχημένες χαρές, από δάκρυα, από αναθήματα ευχαριστιών, από απελπισίες, από προσδοκίες, από μνήμες λατρεμένες, χώρος ιερός, γεννημένος από το κύμα και τη λαχτάρα της μητρότητας γυναίκας επιτόκου, μυθικής, ναός που του αξίζει, στη σημερινή μοναξιά του, σεβασμός· αλλά του πρέπουν και αισθήματα βαθιά.
Από το όνομά σου ξεκινά η άνοιξη
Απ' τις συλλαβές του κρέμονται κόκκινα κεράσια.
(Κώστας Μόντης, 1914-2004, Κύπρος)
Η ομορφιά της ήταν μόνον για τα μάτια των θεών, έλεγαν για τη Λητώ. Θυγατέρα του Τιτάνα Κοίου και της Τιτανίδος Φοίβης, είχε πρόσωπο στο χρώμα του άσπιλου χιονιού και τα μακριά, κυματιστά μαλλιά της γυάλιζαν κι έφεγγαν από μακριά. Σαν χρυσωμένα. Προφανώς ο γενέθλιος τόπος της, η χώρα των Υπερβορείων, την είχε κοσμήσει με τα χρώματά του τα αίθρια και γλαυκά, κι ήταν ίδια η χρυσαυγή και ευτυχούσε σ' εκείνη την, όπως διέδιδαν, μακρινή πλούσια χώρα με τους χρηστούς και πρόσχαρους πολίτες, οι οποίοι δεν γνώρισαν πολέμου θλίψη και απόγνωση χωρισμού. Μήτε μέρες χειμώνα. Αργότερα, οι άνθρωποι αυτοί συνδέθηκαν με τη λατρεία του Απόλλωνος διότι, καθώς υποστηρίζεται, ο Αργυρότοξος θεός ξεχειμώνιαζε κοντά τους.
Σ' εκείνη τη γη τη θεϊκή ορίστηκε να ενωθεί με τον Δία, πλην μετά το θεϊκό σμίξιμο άρχισε η περιπλάνησή της από χώρα σε χώρα: η Ήρα, μη θέλοντας τη γέννηση των παιδιών της, κατάφερε να πάρει υπόσχεση από τη Γαία ότι δεν θα δώσει άσυλο στη Λητώ για τον τοκετό και ότι δεν θα την αφήσει να γεννήσει πουθενά πάνω στη Γη, παρά μονάχα εκεί που δεν φτάνουν οι ακτίνες του Ήλιου· και όμως, υπήρχε ένα τέτοιο μέρος, ένα νησί που πλανιόταν ασταμάτητα, ένα μικρό νησί ταξιδιάρικο, το οποίο διατάχθηκε από τον Ποσειδώνα να σταματήσει. Ονομάστηκε δε Δήλος, που σημαίνει «φανερός» οπού πριν ήταν αόρατο από τα κύματα που το βαστούσαν στον κόρφο τους. Εκεί, σ' αυτό το μικρό μυστικό νησί κατέφυγε η θεά. Ο Εκαταίος, μάλιστα, ο Αβδηρίτης μάς πληροφορεί ότι για να αποφύγει τη μανία της Ήρας, έφθασε εκεί με τη μορφή λύκαινας, εξ ου και ο Απόλλων αποκαλούνταν και Λυκηγενής. Εννιά μέρες και εννιά νύχτες κοιλοπονούσε η αποκαμωμένη Λητώ, μα μόλις πάτησε στο νησί η θεά του τοκετού Ειλείθυια, μεταμορφωμένη σε τρυγόνα, έφθασε η στιγμή της γέννας: με τα δυο της χέρια η θεά και πριγκίπισσα των Υπερβορείων έπιασε τον κορμό ενός φοίνικα και γονάτισε απαλά πάνω στο τρυφερό γρασίδι. Μόλις γεννήθηκαν τα παιδιά της, ο τόπος έλαμψε και η Δήλος στέγνωσε εντελώς από τα κύματα...
Μα εκείνη χαμογέλασε
φορώντας χρώματα ανοιχτά
σαν ανθισμένη αμυγδαλιά
μέσα σε φλόγες κίτρινες
και περπατούσε ανάλαφρα
ανοίγοντας παράθυρα
στον ουρανό που χαίρονταν...
(Σεφέρης, «Άνοιξη μ.Χ.»)

Ίσως να σκεφθεί κανείς πως, λίγο ως πολύ, όλα αυτά, ή σχεδόν όλα, μας είναι γνωστά· εκείνο που δεν είναι γνωστό σε πολλούς είναι η αναγκαστική στάθμευση, λόγω φόβων, πόνων, αγωνίας της Λητούς στη Βουλιαγμένη (ΜΑΚΡΑ ΑΚΡΑ) και η ρίψη της ζώνης της στο νερό· σχετικώς με το περιστατικό του ζωστήρα, ορισμένοι ιστορικοί και συγγραφείς ισχυρίζονταν ότι ήταν μια κίνηση αυθόρμητη λόγω του πόνου, της έξαψης, του τρόμου, ενώ άλλοι υποστήριξαν ότι λαχτάρησε να δροσιστεί στη θάλασσα. Τέλος, κάποιοι, όπως ο Παυσανίας λ.χ., αναφέρουν ότι έλυσε τη ζώνη της νομίζοντας ότι επρόκειτο να γεννήσει. Λέγεται δε ότι η θεά Αθηνά, θέλοντας να συντρέξει τη Λητώ, έσπευσε στη Βουλιαγμένη, όπου βοήθησε με κάθε τρόπο την ετοιμόγεννη· μάλιστα, αυτή ήταν που τη φυγάδευσε στην ασφάλεια της Δήλου.
Ο Όμηρος περιγράφει τη Λητώ να κάθεται επίσημα στο πλευρό του Δία και μαζί να παρακολουθούν και να καμαρώνουν τον Απόλλωνα ενώ τεντώνει το τόξο του. Πάντως, θεωρούνταν μια από τις πιο ευγενικές θεές και λατρευόταν σε αρκετές περιοχές στους δικούς της ναούς και ιερά, τα Λητώα. Ο σεβασμός δε που έτρεφαν τα παιδιά της γι' αυτήν ήταν αδιαμφισβήτητος και αδιασάλευτος. Δεν επέτρεπαν να τη θίξει ούτε θεός ούτε άνθρωπος...
«Στ' ακρογιάλια του Αιγαίου η άνοιξη βγαίνει από τη θάλασσα. Ένα πρωί ο αγέρας φέγγει πιο γαλάζιος, τα κύματα ξεδιπλώνουν στον άμμο το νέο ρυθμό με κοντές αναπνοές. Το πέλαγο μυρίζει φρεσκάδα, παντού το κεντάνε σύντομες απανωτές αστραψιές...» (Στράτης Μυριβήλης)
Προ ημερών, ανακοινώθηκε ότι ο ναός δεν θα πειραχτεί με το νέο ιδιοκτησιακό καθεστώς.
Μια στιγμή άστραψε αργυρή η θάλασσα ενώ ένας νιόφερτος κοκκινολαίμης, περνώντας γοργά απ' ανάμεσά μας, και λάμποντας σαν αστραπή, έπιασε το ντουέτο με τον κότσυφα· γλύκα θαλπερή το ένα πουλί, κρυστάλλινη ευωχία το άλλο. Οι γλάροι δείχνουν –εξ αντανακλάσεως– γαλανοί. Η ευταξία του μικρού μας κόσμου.
Κυριακή της Συγχωρήσεως επισκεφθήκαμε το ιερό του Απόλλωνος Ζωστήρος, κι εγώ φεύγοντας να μην ξέρω από πού να ζητήσω συγγνώμη.
Διότι, όπως έγραψε δακρυσμένος ο Δημήτρης Πικιώνης: «...Η γη τούτη κείτεται τώρα ως το πριν όμορφο σώμα ενός θεϊκού πλάσματος όπου κατατρώγει τις σάρκες του η αρρώστια...».
Ή, όπως όλοι γνωρίζουμε, τον λόγο του Σεφέρη («Ο ηδονικός Ελπήνωρ»):
...γιατί τ' αγάλματα δεν είναι πια συντρίμμια,
είμαστε εμείς. Τ' αγάλματα λυγίζουν αλαφριά... καληνύχτα.

Φωτογραφίες: Φωτεινή Στεφανίδη, Ψηφιακή επεξεργασία εικαστικών: ατελιέ diastixo ©

diastixo.gr

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου