Το μελισσοτόπι ή θυρί
Το μέρος, που μένουν τα μελίσσια λέγεται μελιασοτόπι ή θυρί. Την ονομασία θυρί επήρε ο μελισσότοπος από τις αρχέγονες κυψέλες, που τις έλεγαν θυρίδες, γιατί σκεπασμένες όπως ήταν με πέτρες, άφηναν να φαίνεται σαν θυρίδα μόνο το εμπρός τους μέρος.
Αποτελούντο δε οι κυψέλες αυτές από τέσσερες πλατείες πέτρες ή μεγάλους πευκοφλοιούς, που τοποθετούσαν καταλλήλως, ώστε να σχηματιστή ένα ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο χωρίς εμπρόσθια και οπίσθια έδρα.
Κάθε τέτοια κυψέλη έχει δυο πώματα ή πούματα, που τα λέγουν και πιτύκια, ένα από εμπρός και ένα άλλο από πίσω. Τα πώματα είναι καμωμένα από φλοιό πεύκου και το εμπρός λέγεται μπροφέλλι και το πίσω πισωφέλλι. Στο μπροφέλλι αφήνουν δύο τρύπες μικρές, πού τις λέγουν καματερές ή ρουπίες. Πολλές κυψέλες στη σειρά βαλμένες και καμιά φορά ή μια πάνω στην άλλη αποτελούν ένα τουρά.
Το μελισσοτόπι πρέπει να βρίσκεται σε παρηλιακό μέρος, να μην το πειράζουν οι άνεμοι και να βρίσκονται εκεί κοντά νερά και δάση. Το καλύτερο προσόν του μελισσοτόπου είναι να το επισκέπτεται ο ήλιος τα λιοβασιλέματα και τα λιοβγάλματα.
Άλλα είδη κυψελών
Οι κυψέλες στη Ρόδο λέγονται διψέλια ή κιψέλια ή γιψέλια, και εκτός από τις θυρί(δ)ες, που περιγράψαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, υπάρχουν και τα έξης είδη:
α') Τα μονοκούβανα διψέλια, που είναι κορμοί κυπαρισσιών ή πεύκων ένα μέτρο μάκρος, τους οποίους σκαφιδώνουν καίοντας το εσωτερικό μέρος γύρω στην εντεριώνη (ψύχα). Αφού σκεπάσουν με πηλό το ένα άκρο του κορμού αυτού, θέτουν το άλλο πάνω στη φωτιά και μόλις καεί λίγο το σκαφιδώνουν με ένα σκεπάρνι σχηματίζοντας ένα κοίλωμα. Μέσα στο κοίλωμα αυτό βάλλουν κάρβουνα αναμμένα, που καίνε σιγά σιγά την εσωτερική επιφάνεια, και έτσι μπορούν και κοιλαίνουν ευκολότερα με ένα γλύπτη οι μελισσουργοί. Με το τρόπο αυτό κοιλαίνουν όλη την εσωτερική επιφάνεια, την κάνουν κούφια πέρα ως πέρα, σχηματίζοντας ένα σωλήνα.
β') Οι χύτες ή καταχνιές, που είναι κορμοί δένδρων και αυτοί σκαφιδωμένοι, αλλά ανοικτοί σαν ένα αυλάκι. Το ανοικτό μέρος σκεπάζουν κατόπιν με ένα σανίδι, πού χρησιμεύει ως βάσις του διψελιού και το λέγουν κατωφέλλι.
γ') Τα πήλινα διψέλια, που κατασκευάζουν οι αγγειοπλάστες του χωρίου Αρχαγγέλου και είναι σωλήνες ενός μέτρου.
δ') Τα σανιδένια διψέλια, που άρχισαν να μεταχειρίζονται τώρα τελευταία μαζί με τις σύγχρονες κυψέλες.
Τα μελισσοτροφικά φυτά
Η Ρόδος υποβοηθούμενη από το λαμπρό της κλίμα και το πλούσιο έδαφος έχει άφθονα μελισσοτροφικά φυτά, τα κυριότερα των οποίων είναι:
α') O μελόπευκος, από το μαμμούϊ, του οποίου οι μέλισσες παίρνουν αρκετό μέλι.. Όλοι οι πεύκοι δεν έχουν πάνω στον κορμό τους το μαμμούϊ, αλλά μερικοί, από τους όποιους μπολιάζουν και τους άλλους. Από του Ευαγγελισμού και κει, που ανοίγει πια ο γόνος και περπατά το μαμμούϊ,, παίρνουν κλαδιά από τους μελόπευκους και τα ρίπτουν στους άλλους πεύκους και τους λοθιάζουν και αυτούς και τους κάνουν μελόπευκους.
β') Το γληφόνι (γλήφων ή βήχων), που το λέγουν σε μερικά χωριά και καρδιόχορτο, γιατί το κάνουν βραστικό καταπραϋντικό των πόνων της καρδιάς.
γ') Η αλεσφακιά (ο ελέσφακος ή φασκομηλιά).
δ') Ο έρεικας (ερείκη), από τον οποίο παίρνουν πικρό νέκταρ.
ε') Η κυμμαριά (κουμμαριά), από την οποίαν παίρνουν επίσης πικρό νέκταρ.
ς') Η αλαθρούμπα (θάμνος συγγενείς με το θυμάρι-αρχ. θύμβα ή θύμβον), που την λέγουν και αλαθρούμπι ή μαλαθρούμπι και γίνεται το θρουμπόμελο.
ζ') Το θυμάρι (θύμος) το λέγουν μελαθρούμπι ή αλαθρούμπι.
η') Ο αριάνος, κοινώς ρίγανη.
Θ') Το σταυραγκάθι (αρχ. ατρακτυλίς), του οποίου ο χυμός ομοιάζει με αίμα και λέγουν ότι με τις ακάνθες του έκαμαν τον ακάνθινο στέφανο του Χριστού.
ι') Η συσυρία(σύρεον), ο αμόλοχας (αρχ. μαλάχη) και η ακονιζιά (ακόνιζα, που τη χρησιμοποιούσαν στα χωριά να διώχνουν τα κουνούπια).
ια') Το περιγκλάϊ ή αμπελοκλάϊ(περικοκλάδα).
ιβ') Το τσάϊ (άρχ. σιδηρίτις) και ο κισσός.
ιγ') Η μακωνία ή μαχωνία (παπαρούνα), που λέγεται σε μερικά χωριά και κουκουλήθρα.
ιδ') Ο ακύλικας, ο κύλιξ, φυτό των αγρών με γαλανό λουλούδι.
ιε') Το τριφύλλι και τα κηπευτικά, κουκιές, φασουλιές.
ις') Ο αρακάς.
ιζ') Οι λεμονιές και τα άλλα εσπεριδοειδή.
ιη) Η αμυγδαλιά και η χαρουπιά, που την λέγουν κερατιά ή ξυλοκερατιά.
ιθ') Η αστρακιά (θάμνος τους καρπούς του οποίου κοπανίζουν και ρίπτουν όπου έχει ψάρια, για να τα δηλητηριάσουν και με ευκολία να τα πιάσουν).
κ) H τρικουκιά και η αχλαδιά.
κα') H αλυαρκιά (αρχ. Λύγος κοινώς λυγαριά), από την οποία παίρνουν πολύ μέλι οι μέλισσες.
κβ') Ο ασπόρδιλλας ή φούρτουκλας (ασφόδελλος).
Ποιά λουλούδια δεν πλησιάζει η μέλισσα
Από όλα σχεδόν τα λουλούδια παίρνει μέλι η μέλισσα και μόνον από το χινοπό(δ)ι (εχινόπους), τον ασπάλαθθα, το τριαντάφυλλο, την ασπαρτιά και την αροάφνα ή πικρόλυα (ροδοδάφνη) δεν παίρνει καθόλου. Θέλοντας ο λαός να εξηγήσει τον λόγο, διά τον όποιον δεν πλησιάζει τα άνθη των ανωτέρω φυτών η μέλισσα, έπλασε την έξης παράδοση, πού μου είπαν οι μελισσουργοί του χωριού Σιάννα-
«Μια μέρα ο Θεός ερώτηξε την μέλισσα να του πει, που τί κλαδκιά θέλει να παίρνει μέλι. Ήθελε να την δοκιμάσει και της έκαμε αυτή την ερώτηση. Η μέλισσα από πονηριά έκρυψε μερικά λουλούδκια και δεν τα νομάτισε στο Θεό, για να τα έχει σε ώρα ανάγκης. Ο Θεός, που εκατάλαβε την κατερκαρκιά της μέλισσας, της είπε με θυμό- «’Απ’ όλα τα λουλούδκια να ’χεις το δικαίωμα να παίρνεις μέλι και μοναχά αυτά που έκρυψες και δεν μου ’πες να μην κοντεύκης καθόλου.»
Επίσης ή μέλισσα δεν παίρνει μέλι από την αβρομουσιά, πού την λέγουν και αγριαροϊνιά και βρωμόκλο ή βρωμόκλαδο. Για το βρωμόκλο στο χωριό Σιάννα λέγουν την έξης παράδοση: «Το βρωμόκλο έχει άσκημη μυρωδκιά, γιατί ένέμμησε (φύτρωσε) στον τάφο του Γιούδα του Σκαριώτη, που κρεμάστηκε μονάχος του πάνω σ’ ένα δέντρο, σαν κατάλαβε το μεγάλο λάθος πού ’καμε να προδώσει τον δάσκαλό του, τον Χριστό».
Εχθροί των μελισσών
Οι μέλισσες εκτός από την μεγάλη υγρασία και την βαρυχειμωνιά έχουν ακόμα και άλλους εχθρούς. Αυτοί είναι:
α') Το ψυχάρι, ένα είδος μικρής άσπρης πεταλούδας, που γεννά τά αυγά της πάνω στις πίττες και τις κάμνει άχρηστες.
β') Ο κουρκούτης ή κουρκούταβλος, ένα είδος μεγάλης μαυριδερής σαύρας, που κάθεται στην καματερή και τρώγει τις μέλισσες, όταν μπαίνουν στην κυψέλη ή βγαίνουν απ’ αυτήν.
γ') Ο αγριάουρας ή αγριόβουρος ή αδιάουρας ή σβήκα, ένα είδος μεγάλης κόκκινης σφήκας, που τρώγει τις μέλισσες παραφυλάγοντας τες όχι μόνο μπρος στην καματερή (η τρύπα, που βρίσκεται στο εμπρός πώμα της κυψέλης), αλλά και όταν πάγουν να πιούν νερό σε καμιά πηγή.
δ') Ο μελισσοφάς ή σουβλί της ή νέρουπας ή νεροπούλα(ο αιγίθαλος), ένα πτηνό με πολύχρωμα πτερά, που κάμνει την φωλιά του στις ακροποταμιές και τρώει τις μέλισσες, όταν βρίσκονται στο κάματο (όταν πηγαίνουν να βρουν μέλι ή επιστρέφουν στην κυψέλη).
ε') Ο μέρμηγκας ο μαύρος, που κάμνει τη φωλιά του στις κουφάλλες των ελαιοδένδρων.
ς') Η ρονά ή ρόα ή άραλλούα ή μαμμουρία, ένα είδος αράχνης, που κάνει κοντά στις κυψέλες το δίχτυ της, πάνω στο οποίο τυλίονται οι μέλισσες και ψοφούν.
ζ') Η αγριοσφηκόνα ή σφηκαόνι(μικρή κίτρινη σφήκα), που κάνει την φωλιά του πάνω στα κλαδιά των θάμνων.
η') Ο έφκιος ή έφχιος ή όφκιος, ένα μαύρο φίδι, που καταπίνει τις μέλισσες.
θ') Τα χελιδόνια και προπάντων τ’ αγριοχελίδονα.
ι') Το ατσίδι, ένα είδος ικτίδος.
ια') Ο χεριόβρουλλας ή χοιρόβρουλλας ή χιλιόβρουλλας(είδος ασπάλακος σαν τον ασβό, ο τρόχος), που ανοίγει με τα νύχια του τα πώματα των κυψελών και κατατρώγει τις πίττες.
Η καταδίωξη των σφηκών και του χοιριόβρουλλα
Τις σφήκες και προπάντων τους αγριάουρους τους καταδιώκουν πολύ οι μελισσουργοί, γιατί φέρνουν τα έντομα αυτά μεγάλη καταστροφή στα μελίσσια. Τα παιδιά των χωριών εκστρατεύουν κάθε καλοκαίρι κατά των σφηκών και καταστρέφουν τις φωλιές τους ανάβοντας μεγάλες φωτιές γύρο σ’ αυτές. Όσες σφήκες γλυτώσουν από τη φωτιά, τις σκοτώνουν τα παιδιά με τους φουντωτούς κλάδους θάμνων, που βαστούν σαν όπλα στα χέρια τους. Για να θεωρηθεί μια αφηκιά (φωλιά σφηκών) ή μια αγριαουριά (φωλιά αγριαούρων που επήραν το όνομα αυτό από τη λέξη βούρα, που σημαίνει μέλισσα, και το πρώτο συνθετικό άγριος) τέλεια καταστραμμένη, πρέπει να σκάψουν την φωλιά αυτή και να βρουν την πίττα με τον γόνο. Την πίττα αυτή την γυρίζουν στα σπίτια των μελισσουργών και παίρνουν διάφορα δώρα, χρήματα, αυγά και πίττες μέλι. Ενθυμούμαι σαν ήμουν παιδάκι με πόση χαρά εξεστράτευα κατά των σφηκών και με πόση λαχτάρα επερίμενα να ορμήσω πρώτος και να βγάλω την πίττα από την καταστραφείσαν αγριαουριά ή σφηκιά. Όταν εξεουρώναν (εξερεθιζόμενες ορμούσαν επάνω) όμως καμιά φορά, την επάθαινα, γιατί έπεφταν πάνω μου και με κεντούσαν.
Τις σφήκες τις καταστρέφουν οι μελισσουργοί και με τον εξής πρακτικό τρόπο, πού μου διηγήθηκε ο μελισσουργός Φανών Γεώργιος Τρουλλάκος:
Παίρνουν κουκούλες του πεύκου και τις βάλλουν σε ένα ευρύχωρο δοχείο γεμάτο νερό, για να ψοφήσουν οι σκράμπιες, πού είναι μέσα τυλιγμένες και να σχηματιστεί ένα δραστικό δηλητήριο. Μέσα στο δηλητήριο αυτό βουτούν έντερα ζώων και κατόπιν τα κρεμούν σε δένδρα κοντά στον μελισσότοπο. Οι σφήκες και οι αγριάουροι, που μυρίζονται το κρέας, πηγαίνουν να φάγουν τα έντερα και μόλις τα δαγκάσουν ψοφούν από την επίδραση του δηλητηρίου. Μεγάλη καταδίωξη κάμνουν οι μελισσουργοί της Ρόδου και στον χοιριόβρουλλα, πού τον θεωρούν ένα από τούς μεγαλύτερους εχθρούς των μελισσών. Όποιος κυνηγός σκοτώσει χοιριόβρουλλα τον παραδίδει σκοτωμένο στα παιδιά του χωριού, τα όποια τον περιφέρουν στα σπίτια των μελισσουργών και παίρνουν διάφορα δώρα, που μοιράζονται με τον κυνηγό.
Οι πίττες των μελισσών
Το μέλι, που μαζεύουν οι μέλισσες, το βάλλουν στων πιτών τις τρυπίτσες, που τις λέγουν κυτάρια (τα κύτταρα των κηρυθρών). Μέσα στις τρυπίτσες αυτές η βασίλισσα γεννά τον βόνο (γόνο), από τον οποίο γίνονται οι καματερές μέλισσες (εργάτριες) και οι αργοί (κηφήνες).
Στην άκρη μερικών πιτών γίνεται ένα εξόγκωμα, που το λέγουν βασιλοφούσκι, γιατί εκεί μέσα βρίσκεται ο γόνος, από τον οποίο θα γεννηθεί μια νέα βασίλισσα. Όταν δη το εξόγκωμα αυτό ο μελισσουργός σε καμιά πίττα, καταλαβαίνει ότι θα μολύκη (απολύση) πουλλί η μέλισσά του.
Μέσα στο διψέλι οι πίτες είναι τοποθετημένες άλλες οριζόντια, άλλες λοξά και άλλες κάθετα. Όσες είναι τοποθετημένες οριζόντια λέγονται μαχαιράτες, όσες λοξά αρμενάτες και όσες κάθετα κλαδωτές ή κυκλάτες.
Μαχαιράτες πίττες ως επί το πλείστον κάνουν εκείνες οι μέλισσες, πού θα κύσουν (κυήσουν, γεννήσουν) μόνες, που θα μπουν δηλαδή στην κυψέλη χωρίς την επέμβαση του μελισσουργού.
Υπάρχουν και πίτες άδειες από μέλι και αυτές τις λέγουν κουφοκέρια ή κουφόκερα. Όποια πίττα έχει βασιλοφούσκι λέγεται βασιλοκέρι.
Τα ασμάρια
Το σμήνος των μελισσών, που βγαίνει από μια κυψέλη, για να κάμει δικό του βασίλειο, λέγεται ασμάρι). Όταν κοντεύει να μολύκη μια μέλισσα ασμάρι, το καταλαβαίνουν οι μελισσουργοί από το μπροκάθι, από τον σωρό δηλαδή τις μέλισσες, που κάθονται μπρος στην καματερή.
Το πρώτο ασμάρι, που θα βγει τον ίδιο χρόνο από ένα διψέλι, λέγεται πλωτάρι ή πρωτάρι ή πρωτομάνα, το δεύτερο λέγεται δευτέρι ή δευτερομάνα και το τρίτο ξικάς ή ξικάϊ . Όταν μια μέλισσα κάμει περισσότερα από τρία ασμάρια, αδυνατεί πολύ και καταστρέφεται πολλές φορές.
Την εποχή που βγαίνουν τα ασμάρια ο μελισσουργός παραφυλάει και όταν δη πάνω σε κανένα κλαδί δένδρου μέσα στον μελισσότοπο σωρό μέλισσες, τις βάλλει στον ασμαρολό (ασμαρολόγος) και τις παίρνει σε ένα άδειο διψέλι. Ο ασμαρολός είναι ένα μικρό καλαθάκι με ένα κλαδάκι αλεσφακιάς μέσα, για να κάθονται γύρο σ’ αυτό οι μέλισσες, και έτσι με ευκολία τις παίρνει στην νέα κυψέλη.
Όταν φύγει κανένα ασμάρι από τον μελισσότοπο και πηγαίνει σε μέρος μελετημένο (σε μέρος που το έχουν εκλέξει προηγμένος μερικές μέλισσες του ασμαριού ), όσο και να προσπαθεί ο μελισσουργός, δεν θα μπορέσει να το σταματήσει. Αν όμως δεν πηγαίνει σε μελετημένο μέρος, τότε κάνουν σταυρό χάμω στη γη, παίρνουν από εκεί χώμα και το ρίχνουν στο ασμάρι που πετά, για να το εξαναγκάσουν να καθίσει. Άλλοι ρίπτουν άσπρα πανιά και με το μέσο αυτό εξαναγκάζουν το ασμάρι να καθίσει σε κανένα κλαδί και από εκεί το παίρνουν σε ετοιμασμένο διψέλι. 'Ετοιμασμένο θεωρείται ένα διψέλι, όταν το έχουν καπνισμένο με βουδιά (κόπρος βοδιού ) και το πιτυκίσουν (αποπτύω με το στόμα, πιτίζω) με πετουμέζι.
Για να πιάσουν αγρίων μελισσών ασμάρια, βάλλουν σε μια χώνη, σε μέρος πού καματεύουν οι μέλισσες, ένα διψέλι, που το έχουν μέσα χρισμένο με μελοζούμια ή αφρό του μελιού.
Και αγριομέλισσες (εκτός από τις άγριες μέλισσες υπάρχει και ένα είδος μαυριδερό που δεν εξημερώνεται, μπορούν να μερώσουν και να βγάλουν από κουφάλες δένδρων ή βράχων και να βάλουν σε διψέλια. Όταν δουν καμιά αγριομέλισσα σε καμιά κουφάλα, βάζουν στην τρύπα της ένα χονδρό καλάμι, του οποίου το άλλο άκρο θέτουν στην καματερή μιας κυψέλης. Στο καλάμι αυτό μερικοί βάλλουν και δυο τρεις τρίχες και σε λίγη ώρα οι άγριες μέλισσες θα μεταφερθούν από την κουφάλα στη κυψέλη.
Εκτός όμως από τις αγριομέλισσες αυτές πολλοί μελισσουργοί κάμνουν και νόθα ασμάρια, πού τα λέγουν μπουλμέδες (νόθες ). Πριν μολάρουν (βγάλουν ασμάρι) οι μέλισσες, παίρνει ο μελισσουργός από διάφορες κυψέλες του μελισσοτόπου του με μια κουτάλα ασκέρι (στρατό) και το βάλει σε άδειο κουβάνι (κυψέλι), που παίρνει μακριά από τις άλλες μέλισσες, για να χάσουν τις μάνες τους. Για να φιλιωθούν οι μέλισσες αναμεταξύ τους, επειδή είναι από διάφορες κυψέλες μαζεμένες, τις πιτυκούν με νερό και τις ραντίζουν με αλεύρι ή πίττερα.
Τον καιρό που βγαίνουν τα ασμάρια βουίζουν πολύ οι αργοί και αυτό το λέγουν αργολάλημα.
Οι περιποιήσεις των μελισσών
Εάν ο μελισσουργός δει ότι δε σύρνει κεριά (κάνει κεριά) το ασμάρι μέσα στο διψέλι, διότι δε βρίσκει τροφή, τότε το ταΐζει μέλι ή κοπανισμένη σταφίδα και πετιμέζι. Εάν μια μέλισσα κάμει πολλά ασμάρια, αδυνατεί πολύ και τότε είναι ανάγκη να κόψουν πολλούς κερύθθους, διότι πάνω σε αυτούς πιτυκά (αποπτύει και μεταφ. γεννά) σκουλούκους το ψυχάρι (άσπρη μικρή πεταλούδα) και σκουληκιάζουν όλες οι πίττες, πράγμα που αναγκάζει τις μέλισσες να φύγουν από την κυψέλη εκείνη.
Ο καλός μελισσουργός πρέπει να επισκέπτεται ταχτικά το μελισσοτόπι του και να καθαρίζει τα χόρτα, που βγαίνουν γύρω στην καματερή. Πολλοί καπνίζουν ταχτικά τις μέλισσές τους με της λυας (ροδοδάφνη) τους σπόρους και της αγρολιάς (αγριελαία) τον φλώμο (φλοιός του κορμού ή των κλάδων), για να μην αρρωσταίνουν. Όταν δεν επισκέπτεται ταχτικά τις μέλισσές του ο μελισσουργός, τότε νομίζουν ότι το αφεντικό τους είναι άρρωστο, και αν πολυκαιρίσει να τις επισκεφτεί, τότε νομίζουν πώς πέθανε και χολιοΰν. ’Έτσι λέγουν οι χωρικοί μας.
Κατά τον Φλεβάρη ανοίγουν τα πώματα της κυψέλης, βγάζουν τις πέτρες, με τις οποίες την έχουν σκεπασμένη, για να στεγνώσει, και αυτό το λέγουν ελιάκισμα, γιατί όση ώρα έχει ήλιο την έχουν ανοικτή. Επίσης ραίνουν με αγιασμό το μελισσότοπο και μεταφέρουν κάθε τόσο τις κυψέλες σε μέρη, που έχει τροφή κατάλληλη για τις μέλισσες.
Στο ξεβασίλεμα, όταν δηλαδή χαθεί η βασίλισσα από μια κυψέλη, βάλλουν μια πίττα που να έχει βασιλοφουσκί (κύτταρο βασίλισσας).
Ο τρυ(γ)ητός ή τρύμα
Ο τρυγητός ή τρύμα γίνεται στη Ρόδο από τον Άυστο ίσα με το Σεφτέβρη, και σαν είναι δυνατά τα μελίσσια, κάμνουν και δεύτερο τρύμα το Φλεβάρη. Ο μελισσουργός κατά το πρώτο τρύμα βγάζει τις πίττες από το πίσω μέρος της κυψέλης και στο δεύτερο τρύμα από το μπρος μέρος.
Ο μελισσουργός όταν θέλει να τρύ(γη)ση, βάλλει το διπροσωπί (προσωπίδα από ψιλό σύρμα) και καπνίζει τις μέλισσες μι αναμμένη βουδκιά, για να τις ζαλίσει και τις απομακρύνει από τις πίττες, πού θέλει να βγάλει. Με το πρώτο φύσημα της βουδιάς τραβιούνται οι μέλισσες και ο μελισσουργός με το στραβομάχαιρο ανοίγει το πιτύκι (πώμα) και με το μελισομάχαιρο ξεκολλά τις πίττες και τις βγάζει έξω προσέχοντας να μη πειράξει όσες έχουν βόνο (γόνο).
Στραβομάχαιρο-μελισσομάχαιρο
Οι μελισσουργοί της Ρόδου αποφεύγουν το τρύμα Τρίτη και Παρασκευή και Σά(ββα)το και όταν είναι χασοφεγγαριά. Επίσης το έχει κακό να πάει στο τρύμα ένας πού έχει πλησιάσει γυναίκα την περασμένη βραδιά. Όταν δαγκώσει κανέναν ή μέλισσα και πρηστεί, τότε ως πρώτο φάρμακο βάλλουν λάσπη στο μέρος που τον εκέντησε. Άλλοι αφαιρούν το κεντρούνι και τρίβουν τό μέρος εκείνο με αμολόχα (μαλάχη ).
Το λιώσιμο του μελιού
Για να ξεχωρίσουν το μέλι από το κερί, πιάνουν κατά πρώτο τις πίττες και τις λιώνουν με τα χέρια μέσα σε ένα κοφίνι, πού σουρώνει σε μια σκάφη. Με τον τρόπον αυτό το μέλι πηγαίνει στη σκάφη και τα κεριά μένουν στο κοφίνι. Τα κεριά αυτά τα πιριχούν (βρέχουν) με ζεστό νερό και σφίγγοντάς τα κατόπιν με τα δυο χέρια λίγα λίγα τα κάνουν βώλους. Τους βώλους τους θρίβουν και τους ρίπτουν μέσα σε ένα καζάνι, όπου με την φωτιά λιώνουν και γίνονται ένα ρευστό. Το ρευστό αυτό το βάζουν στο κεροπούγκι (τρίχινος σάκος αραιογαρμένος) και σφίγγοντάς το με τα κερόξυλα (2 ξύλα καμπυλωτά ενωμένα στο ένα άκρο, σαν το καρυοθραύστη) βγαίνει το καθαρό κερί και πέφτει σε μια σκάφη γεμάτη νερό. Από την σκάφη το καθαρό κερί το παίρνουν, το ξαναλυώνουν και το χύνουν μέσα σε πήλινα πιάτα εντοπίου κατασκευής, πού τα λέγουν χουμούρτια, για να πάρουν το σχήμα τους. Τα τεμάχια αυτά των κεριών με το σχήμα των πήλινων πιάτων λέγονται τυπάρια.
Τα υπολείμματα, που μένουν μέσα στο κεροπούγκι, λέγονται πόκερα. Τό ’χουν κακό να πετάξουν τα πόκερα και γι’ αυτό τα καίουν ρίπτοντάς τα σε μια μεγάλη φωτιά, πού ανάβουν επίτηδες.
Τα νερά, πού μένουν σαν πιριχούν (πίπτουν ζεστό νερό) και σφίγγουν τούς βώλους του κεριού, τα ψήνουν οι χωρικές πολλή ώρα στο καζάνι και κάνουν το μελόζουμο ή μελοπετούμεζο. Τον αφρό του μελοζουμιού αυτού τον ξεχωρίζουν και τον ξαναψήνουν κάνοντας το παστέλι.
Πηγή: Η μελισσοκομία και το μαντρατόρεμα στη Ρόδο-Αναστασίου Γ. Βρόντη
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου