Φερνάντο Πεσσόα -Λαθρεπιβάτης της ζωής
»Ο κόσμος είναι ασφυκτικά γεμάτος από ιδιοφυΐες του καθημερινού. Μόνο όταν το καθημερινό γίνει καθολικό, μέσω μιας έντονης προσήλωσης στην καθολικότητα, μέσω μιας εμβάθυνσης σ’ αυτήν ικανής να οδηγήσει σε συνέπειες και πορίσματα, κατακτάται το δικαίωμα εισόδου στα ανάκτορα του μέλλοντος.
»Είναι η εξομολόγηση μου, κι αν δε λέω τίποτα, είναι που δεν έχω τίποτα να πω. Τι μπορεί δηλαδή να εξομολογηθεί κανείς που να αξίζει τον κόπο ή που να είναι χρήσιμο; Αυτό που μας έχει συμβεί, είτε συνέβη σ’ όλον τον κόσμο είτε μόνο σ’ εμάς. Στην πρώτη περίπτωση δεν έχουμε τίποτα το καινούριο να πούμε, στη δεύτερη κανείς δεν μπορεί να το καταλάβει.
»Αν η καρδιά μπορούσε να σκεφτεί, θα σταματούσε.
»Δεν υπάρχουν κανόνες. Όλοι οι άνθρωποι είναι εξαιρέσεις σε ένα κανόνα που δεν υπάρχει.
»Η ζωή για μένα είναι ένα πανδοχείο όπου πρέπει να σταθώ ότου έρθει η ταχυδρομική άμαξα για την άβυσσο. Δεν ξέρω που θα με πάει γιατί δεν ξέρω τίποτα. Θα μπορούσα να δω αυτό το πανδοχείο σαν μια φυλακή, γιατί είμαι υποχρεωμένος να περιμένω εκεί μέσα, θα μπορούσα και να το θεωρήσω σαν ένα χώρο ευχάριστης κοινωνικής συναναστροφής γιατί εκεί συναντιέμαι με άλλους ανθρώπους.
»Πλήξη είναι, να σε βαραίνει η ανία του κόσμου, η στεναχώρια του να ζεις, η κούραση του να έχεις ζήσει. Η πλήξη είναι, στην ουσία, η σαρκική συνείδηση της εκτεταμένης κενότητας των πραγμάτων. Αυτός όμως που βρίσκεται στο έλεος της πλήξης είναι καταδικασμένος σ’ ένα κελί δίχως όρια.
Φερνάντο Πεσσόα (Fernando António Nogueira de Seabra Pessôa)
Εγώ, ένας άλλος. Υπέροχα μοντερνιστής και προφήτης κάθε νέας λογοτεχνικής θεωρίας, ο Πεσσόα κατήργησε την έννοια του εαυτού στη γραφή, δίνοντας το προβάδισμα στη δύναμη της λέξης. Το έργο του παραμένει επίκαιρο, πέρα από τα δεδομένα της εποχής του.
Πορτογάλος ποιητής και συγγραφέας. Γεννήθηκε στη Λισαβώνα το 1888. Χάνει νωρίς τον πατέρα του. Το 1903 μπήκε πρώτος στο πανεπιστήμιο του Κεηπ Τάουν, κερδίζοντας και το Βραβείο της Βασίλισσας Βικτωρίας για την αγγλική γλώσσα. Το 1905 επέστρεψε στην Πορτογαλία και μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα να σπουδάσει φιλολογία στη Λισαβώνα, εγκατέλειψε τις σπουδές του και ασχολήθηκε με το εμπόριο για να εξασφαλίσει τα προς το ζην. Αντιπρόσωπος διάφορων εμπορικών οίκων στη Λισαβώνα, έζησε μια ζωή εργένης, συγκατοικώντας αρχικά με τη θεία του και αργότερα με την ετεροθαλή αδελφή του.
Σε ηλικία δεκαεπτά ετών επιστρέφει στη Λισαβώνα, που δεν θα την εγκαταλείψει ποτέ. Διαλέγει το επάγγελμα του συντάκτη-μεταφραστή και αναλαμβάνει την εμπορική αλληλογραφία μερικών οίκων της εμπορικής Κάτω Πόλης της Λισαβώνας, εργασία με πενιχρές αποδοχές, που όμως τον απαλλάσσει από τις δεσμεύσεις του ωραρίου και του συγκεκριμένου χώρου.
Το μεγαλύτερο μέρος του σπουδαίου έργου του έμεινε αδημοσίευτο ως το θάνατο του, 30 Νοεμβρίου 1935. Ως τότε, ο Πεσσόα είχε δημοσιεύσει το πρώτο του βιβλίο στα Πορτογαλικά, με τίτλο Mensagem, δύο πλακέτες με αγγλικά ποιήματα -γιατί ο Πεσσόα ως δίγλωσσος και έγραφε με μεγάλη άνεση στην αγγλική γλώσσα- καθώς και μερικά λογοτεχνικά και πολιτικά μανιφέστα. Ήταν επίσης γνωστός ως εκδότης της επιθεώρησης Athena (1924-25) και ως συνεργάτης σε διάφορα πρωτοποριακά έντυπα και κυρίως στο Orpheu (1915), όργανο του μοντερνιστικού κινήματος.
Μετά το θάνατο του, τα άπαντα του εκδόθηκαν σε οκτώ τόμους, υπογραμμένα με τα διάφορα ψευδώνυμα που χρησιμοποιούσε κατά καιρούς ο Πεσσόα και που, όπως έλεγε, εξέφραζαν τις διάφορες προσωπικότητες που συνυπήρχαν μέσα του: του «Αλβέρτο Καρέιρο», του «Αλβάρο δε Κάμπος» του «Ρικάρδο Ρέις».
Το 1915, η πορτογαλική λογοτεχνία θα σημαδευτεί από την κυκλοφορία του περιοδικού Ορφέας, που θα εισαγάγει τον μοντερνισμό στην πορτογαλική τέχνη (στην έκδοση του οποίου πρωτεργάτης είναι ο Φ. Πεσσόα) και κατά δεύτερο λόγο, από μια εντυπωσιακή ποιητική συλλογή του Αλβάρο Ντε Κάμπος. Είναι η στιγμή που γεννιέται ένα από τα καλύτερα “Εγώ” του Φ. Πεσσόα, ένας από τους καλύτερους ετερώνυμούς του, όπως ο ίδιος τους ονομάζει.
Μέχρι σήμερα, οι μελετητές του έργου του έχουν ανακαλύψει είκοσι επτά διαφορετικές προσωπικότητες που υπογράφουν γραπτά του Πεσσόα. Ανάμεσα τους ξεχωρίζουν ο αγγλόφωνος Αλεξάντερ Σερτς, από την εποχή της Νοτίου Αφρικής, ο Αλμπέρτο Καέιρο, ένας σοφός που συνθέτει τα ποιήματά του αποτραβηγμένος στην εξοχή, ο Ρικάρντο Ρέις, φιλόλογος, που προσπαθεί να αναμετρηθεί με τους αρχαίους κλασικούς, ο Άλβαρο ντε Κάμπος, μηχανικός, με παιδεία αγγλοσαξονική, που στο έργο του υμνεί την τεχνολογία και την έλευση των μοντέρνων καιρών. Χρειάστηκαν δεκαετίες για να μπορέσει όλη αυτή η παραγωγή να συγκεντρωθεί και να μελετηθεί ως έργο του Πεσσόα.
Όταν το 1935 πέθανε διαλυμένος από το ποτό σε ηλικία 47 ετών, βρέθηκε στο σπίτι του ένα μπαούλο με 27.453 χειρόγραφα, από τα οποία ένα μεγάλο μέρος μένει ακόμη να μελετηθεί και να εκδοθεί, επιφυλάσσοντας ενδεχομένως και άλλες εκπλήξεις στους επιμελητές. Ο Πεσσόα πέθανε γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους, όμως ο πορτογαλικός λαός άργησε να αναγνωρίσει στα πολλά του πρόσωπα το συγγραφέα που εκφράζει τους πόθους του και τις αγωνίες του και να τον τιμήσει σαν τον εθνικό του ποιητή.
Τίποτα στο έργο του δεν είναι αυτό που φαίνεται, και κυρίως τίποτα δεν φαίνεται αυτό που είναι -ούτε το φύλο, ούτε καν το πρόσωπο. Κι αυτό τελικά οφείλει κάθε συγγραφέας απέναντι στο κείμενο, να το αφήνει να τραβάει τον δικό του δρόμο ως ένα αυτόνομο παιχνίδι που οι κανόνες χρήσης του δεν υπαγορεύονται από το υποκείμενο, αλλά από τις ίδιες τις λέξεις. Μόνο έτσι, άλλωστε, πορεύεται κάθε μελλοντική λογοτεχνία. Είναι σημαντικό, με αυτή την έννοια, το γεγονός ότι ο Πεσσόα δημοσίευσε με την υπογραφή του Άλβαρο ντε Κάμπος το μεγάλο του προφητικό μανιφέστο που όριζε τη λογοτεχνία του μέλλοντος, την ποίηση μιας εποχής στην οποία η ύπαρξη, θα έπαυε να έχει οποιοδήποτε νόημα, στην οποία η ύπαρξη θα ήταν ολότελα αδιάφορη. Σήμερα, σε μια εποχή έντονα και σχεδόν καθολικά απόλυτης αλλοτρίωσης και υπαρξιακής ακύρωσης, μπορούμε να νιώσουμε και να καταλάβουμε τον μηδενισμό και την απελπισία που στοίχειωσαν τα οράματα του Μπερνάρντο Σοάρες ή του Άλβαρο ντε Κάμπος.
Η πραγματικότητα για τη γραφή και τον λόγο του Πεσόα είναι ένα σύμπαν υπό μόνιμη αίρεση. Ένα σύμπαν που ενδεχομένως δεν υπήρξε ποτέ ή υπήρξε μόνο σε κάποια παράξενα όνειρα, μοίρα των οποίων ήταν να πετάξουν ξαφνικά και να χαθούν μακριά. Κι αν η τέχνη προσπαθεί εναγωνίως να κρατήσει και να ανασυγκροτήσει κάτι από αυτό το διαλυμένο όνειρο, δεν αποκλείεται να βρει εν κατακλείδι κάποια παρηγοριά για τον εαυτό της, αλλά δεν θα ανακουφίσει για τον ίδιο λόγο ούτε κατ’ ελάχιστον τη ζωή. Ένας καλλιτέχνης που επιχειρεί ξανά και ξανά τον αυτοπροσδιορισμό του, ξέροντας πως κανένας ορίζοντας δεν μπορεί να είναι εκ των προτέρων ανοιχτός και εγγυημένος. Μια φωνή που μιλάει, όπως κι αν τη ζυγίσουμε, στην καρδιά της σύγχρονης συνείδησης, της ζωντανής ζωής.
Tον Πεσσόα κατατρύχει η ματαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά και η μικρότητά της. Δημιουργεί το φανταστικό σύμπαν των ετερωνύμων του για να ξεφύγει από έναν κόσμο όπου πέπρωται να κυριαρχεί το Κακό – «η Άγνοια, ο Φανατισμός, η Τυραννία», το κατά συνθήκην και το συμβατικό, έναν κόσμο τον οποίο αδυνατεί να συμμεριστεί και μέσα στον οποίο στερείται την επικοινωνία.
Ανήκει στην ευγενική και σπαραχτική κατηγορία των ξένων· των ανήμπορων να ενταχθούν σε μια οποιασδήποτε μορφής συλλογικότητα. Κουβαλάει το σταυρό του αγόγγυστα, χωρίς να καταθέτει τα όπλα, ούτε να επουλώνει τα τραύματα της μοναχικής του πορείας. Και, με τον τρόπο αυτό, ψηλαφίζει τα όριά του και τα όριά μας. Η εποχή μας τον ανακαλύπτει αναδρομικά, αναγνωρίζοντας, επιτέλους, στην αγωνία του τη δική μας αγωνία.
Ο Πεσσόα ανακαλύπτει έναν λόγο πέρα από το ορατό, ορίζει το παράλογο και αναδεικνύει ως βασική δυναμική την ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ. Μιλάει με τον πιο ποιητικό τρόπο για θέματα ταμπού όπως η σοδομία, βγάζει τη γλώσσα στη λογική, φλερτάρει με την ανομία. Ακόμα κι όταν όλα δείχνουν ότι πρόκειται για την πιο απτή ιστορία, αυτός επιβάλλει την έκπληξη (ίσως γι’ αυτό του άρεσαν και τόσο τα αστυνομικά) χαρακτηριστικό είναι ότι το Πρωτότυπο Δείπνο ξεκινάει με ένα αβρό κάλεσμα μεταξύ των μελών ενός κλειστού ομίλου για να καταλήξει στον φόνο που φτάνει συμβολικά μέχρι την ανθρωποφαγία. Δίνοντας μας την πρώτη ανατροπή της αντιστοιχίας ανάμεσα στο νόημα και στη λέξη, επιμένοντας ότι τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται.
Η αιτιακή εξήγηση έχει ανατραπεί και τη θέση της έχει πάρει η ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ. Στόχος είναι να ταραχθούν οι λογικοφανείς -κι όχι λογικότροπες- εξηγήσεις της αφήγησης και να διεγερθεί η κριτική σκέψη, «η οποία, όμως, άπαξ και διεγερθεί, θα καταλύσει όλες τις ψευδαισθήσεις του που σχετίζονται με την ανθρωπότητα, η οποία, ως γνωστόν, αδιαφορεί για την ανθρωπότητα και τη δικαιοσύνη, στην οποία, ούτως ή άλλως, κανείς δεν πιστεύει».
Ο συγγραφέας πρέπει πάντα να γράφει σαν τον Ηρόστρατο, δηλαδή σαν απόλυτος καταστροφέας του σύμπαντος, αλλά και του εαυτού του, έτοιμος να χρησιμοποιήσει τη λέξη με τον πλέον απόλυτο τρόπο, σαν να είναι η τελευταία του μέρα κι η τελευταία ώρα, πέρα από τις πρόσκαιρες ανάγκες του περιβάλλοντος ή της εποχής του.
«Η επίμονη προσπάθεια που χρειάζεται για να δημιουργηθεί ακόμα κι ένα καλό σύντομο ποίημα υπερβαίνει τη δημιουργική ανικανότητα, την ευτέλεια της κατανόησης, τη ματαιότητα της ειλικρίνειας, τη διαταραγμένη έλλειψη της φαντασίας, που χαρακτηρίζει την εποχή μας. Όταν ο Μίλτον έγραφε ένα σονέτο, έγραφε σαν η ζωή του να εξαρτιόταν από αυτό και μόνο το σονέτο» τόνιζε ο Πεσσόα για την ανάγκη του λογοτέχνη ή του ποιητή να είναι πάντα μπροστά και πέρα από τον χώρο και τον χρόνο όπου έζησε. Γι’ αυτό και ο ίδιος δεν υπήρξε ποτέ ο κλασικός εκπρόσωπος μιας πολυτάραχης εποχής, αλλά ένας άλλος, μια πυρπολημένη λέξη, μια κατηργημένη εξήγηση και μια δημιουργική αντίφαση που θα λάμπει ανά τους αιώνες.
«Η ώρα του Διαβόλου»
«Πώς είναι δυνατόν να υποστηρίζουμε κάτι και ταυτόχρονα να το αρνούμαστε;»
«Είναι ο νόμος της ζωής, καλή μου κυρία. Το σώμα ζει γιατί αποσυντίθεται, όχι όμως εντελώς. Αν δεν αποσυντίθετο ανά πάσα στιγμή, θα ήταν ορυκτό. Η ψυχή ζει γιατί βρίσκεται συνεχώς υπό το κράτος του πειρασμού, παρότι ανθίσταται. Οτιδήποτε ζει εναντιώνεται σε κάτι. Και εγώ είμαι αυτός προς τον οποίο εναντιώνονται τα πάντα. Αλλά, αν δεν υπήρχα, τίποτα δεν θα υπήρχε, γιατί δεν θα υπήρχε κάτι στο οποίο να εναντιωθεί κανείς, όπως το περιστέρι του μαθητή μου του Καντ, το οποίο επειδή πετάει εύκολα στον ελαφρύ αέρα, θεωρεί ότι θα μπορούσε να πετάξει καλύτερα στο κενό».
«Η μουσική, το σεληνόφως και τα όνειρα είναι τα μαγικά όπλα. Ωστόσο ως μουσική δεν πρέπει να νοείται μόνον η μουσική που παίζεται, αλλά κι εκείνη που δεν θα παιχθεί ποτέ. Ούτε και ως σεληνόφως πρέπει να νοείται αυτό που προέρχεται από τη σελήνη και κάνει τα δέντρα να φαίνονται μεγαλύτερα. Υπάρχει κι άλλο σεληνόφως, που δεν το εξουδετερώνει ούτε και ο ίδιος ο ήλιος, και σκοτεινιάζει καταμεσήμερο αυτό που τα πράγματα παριστάνουν ότι είναι. Μόνο τα όνειρα είναι πάντοτε αυτό που είναι. Είναι εκείνο το μέρος του εαυτού μας όπου γεννηθήκαμε και όπου είμαστε πάντοτε εμείς, ο εαυτός μας».
«Αλλά, αν ο κόσμος είναι δράση, πώς γίνεται και το όνειρο αποτελεί μέρος του κόσμου;»
«Είναι γιατί το όνειρο, καλή μου κυρία, είναι δράση που έγινε ιδέα, και γι” αυτόν το λόγο διατηρεί τη δύναμη του κόσμου απορρίπτοντας την ύλη, δηλαδή το να υπάρχει κανείς μέσα στο χώρο. Μήπως δεν είναι αλήθεια ότι μέσα στο όνειρο είμαστε ελεύθεροι;»
«Ναι, και τι θλίψη να ξυπνάει κανείς»
«Ο καλός ονειροπόλος δεν ξυπνά. Δεν ξύπνησα ποτέ. Ο ίδιος ο Θεός πιστεύω πως κοιμάται διαρκώς. Μου το είπε κάποτε»
Εκείνη τον κοίταξε αναρριγώντας και ξαφνικά ένιωσε φόβο, ένα συναίσθημα από τα κατάβαθα της ψυχής της που ποτέ της δεν είχε δοκιμάσει.
«Μα επιτέλους, ποιος είστε; Γιατί είστε έτσι μεταμφιεσμένος;»
«Θα απαντήσω με μία μόνο απάντηση και στις δύο σας ερωτήσεις. Δεν είμαι μεταμφιεσμένος».
«Πώς;»
«Καλή μου κυρία, είμαι ο Διάβολος. Ναι, είμαι ο Διάβολος. Αλλά μη με φοβάστε, μην τρομάζετε».
Και με μια τρομαγμένη ματιά, στην οποία κρυφόκαιγε μια πρωτόγνωρη ηδονή, εκείνη αναγνώρισε ξαφνικά πως ήταν αλήθεια.
«Είμαι πράγματι ο Διάβολος. Μην τρομάζετε, γιατί είμαι στ” αλήθεια ο Διάβολος, και γι” αυτό δεν κάνω κακό. Ορισμένοι μιμητές μου, στη γη και πάνω από τη γη, είναι επικίνδυνοι, όπως όλοι οι αντιγραφείς, γιατί δεν γνωρίζουν το μυστικό της ύπαρξής μου. Ο Σαίξπηρ, τον οποίο ενέπνευσα πολλές φορές, μου απένειμε δικαιοσύνη. Λέει ότι είμαι κύριος. Γι” αυτό ησυχάστε. Είστε με καλή παρέα. Είμαι ανίκανος να προφέρω μια λέξη, να κάνω μια χειρονομία που θα πρόσβαλλε μια κυρία. Ακόμη κι αν δεν μου το υπαγόρευε η ίδια μου η φύση, θα μου το επέβαλλε ο Σαίξπηρ. Αλλά, πραγματικά, δεν είναι απαραίτητο.
»Υπάρχω από την αρχή του κόσμου και ήμουν ανέκαθεν είρων. Αλλά, όπως θα γνωρίζετε, όλοι οι είρωνες είναι ακίνδυνοι, εκτός κι αν θέλουν να χρησιμοποιήσουν την ειρωνεία για να υπαινιχθούν κάποια αλήθεια. Εγώ ποτέ μου δεν ισχυρίστηκα ότι θα πω την αλήθεια σε κανέναν – αφενός γιατί δεν χρησίμευε σε τίποτα, και αφετέρου γιατί δεν τη γνωρίζω. Κι ούτε ο μεγαλύτερος αδελφός μου, ο παντοδύναμος Θεός, πιστεύω πως τη γνωρίζει. Αλλά αυτά είναι οικογενειακές υποθέσεις.
»Ισως δεν ξέρετε γιατί σας έφερα εδώ, σ” αυτό το ταξίδι που δεν έχει πραγματικό προορισμό ούτε συγκεκριμένο σκοπό. Δεν είναι, όπως ίσως νομίσατε, για να σας βιάσω ή να σας αποπλανήσω. Αυτά συμβαίνουν στη γη, μεταξύ των ζώων, συμπεριλαμβανομένων και των ανθρώπων, και φαίνεται ότι προσφέρουν ηδονή ακόμη και στα θύματα, απ” ό,τι με πληροφορούν από εκεί κάτω.
»Αλλωστε θα μου ήταν αδύνατο. Αυτά τα πράγματα συμβαίνουν στη γη γιατί οι άνθρωποι είναι ζώα.Είναι αδιανόητα για τη δική μου κοινωνική θέση στο σύμπαν – όχι γιατί η ηθική είναι καλύτερη, αλλά γιατί εμείς οι άγγελοι δεν έχουμε φύλο. Και αυτό αποτελεί, τουλάχιστον στην περίπτωσή μου, τη μεγαλύτερη εγγύηση. Μπορείτε συνεπώς να είστε ήσυχη, θα επιδείξω σεβασμό. Γνωρίζω ότι υπάρχουν δευτερεύουσες και ανώφελες ασέβειες, όπως αυτές των συγχρόνων μυθιστοριογράφων και των γηρατειών. Αλλά ακόμη κι αυτές δεν μπορώ να τις διαπράξω, γιατί η έλλειψη φύλου σ’ εμάς υπάρχει από απαρχής κόσμου και ποτέ δεν με απασχόλησαν αυτά τα θέματα. Λένε ότι πολλές μάγισσες είχαν πάρε-δώσε μαζί μου, αλλά είναι ψέματα. Ισως όμως και να μην είναι ψέματα. Ισως όμως και να μην είναι ψέματα γιατί αυτός με τον οποίο είχαν πάρε-δώσε ήταν η φαντασία τους, που, κατά κάποιον τρόπο, είμαι εγώ.
»Μείνετε το λοιπόν ήσυχη. Διαφθείρω, είναι βέβαιο, γιατί κάνω τους άλλους να φαντάζονται. Αλλά ο Θεός είναι χειρότερος, κατά μία έννοια τουλάχιστον, γιατί έπλασε το φθαρτό σώμα, το οποίο από αισθητική άποψη είναι πολύ κατώτερο. Τα όνειρα τουλάχιστον δεν σαπίζουν. Παρέρχονται. Δεν είναι καλύτερα έτσι;
»-Κάποτε μου είπε ο άντρας μου πως ο Χριστός ήταν το σύμβολο του ήλιου…
-Μάλιστα κυρία μου. Και γιατί να μην ισχύει το αντίθετο; Ότι ο ήλιος είναι το σύμβολο του Χριστού;
-Μα εσείς τα λέτε όλα ανάποδα.
-Είναι καθήκον μου, κυρία μου. Δεν είμαι, όπως είπε ο Γκαίτε, το πνεύμα που αρνείται, αλλά το πνεύμα που αντιτίθεται.
-Είναι άσχημο να αντιτίθεσαι.
-Να αντιτίθεσαι σε πράξεις ναι… Να αντιτίθεσαι σε ιδέες όχι.
-Και γιατί;
-Γιατί αν αντιτίθεσαι σε πράξεις, όσο κακές και να είναι διαταράσσεις την περιστροφή του κόσμου, που είναι και αυτή πράξη. Όμως αν αντιτίθεσαι σε ιδέες ωθείς τους άλλους να σ’ εγκαταλείψουν, και πέφτεις στην απελπισία, κι από ‘κει στο όνειρο και συνεπώς έτσι κάνεις τον εαυτό σου μέρος του κόσμου.
Υπάρχουν κυρία μου, σε ό,τι αφορά αυτό τον κόσμο, τρεις διαφορετικές θεωρίες ·πως όλα είναι έργο της Τύχης, πως όλα είναι έργο του Θεού και πως όλα είναι έργο πολλών πραγμάτων που συνδιάζονται ή συγκρούονται. Σκεφτόμαστε, γενικά, σύμφωνα με την ευαισθησία μας, κι έτσι όλα γίνονται για μας ένα ζήτημα καλού και κακού. Εδώ και πολύ καιρό υφίσταμαι κι εγώ ο ίδιος τρομερές συκοφαντίες εξαιτίας αυτής της ερμηνίας. Φαίνεται ότι ποτέ δεν πέρασε από κανενός το μυαλό πως οι σχέσεις ανάμεσα στα πράγματα – αν υποθέσουμε πώς υπάρχουν πράγματα και σχέσεις – παραείναι πολύπλοκες για να τις εξηγήσει ένας Θεός ή ένας Διάβολος, ή για να τις εξηγήσουν και οι δύο.
Είμαι ο σεληνικακός αφέντης του κάθε ονείρου, ο επίσημος μουσικός της κάθε σιωπής. Θυμάστε τι σκέφτεστε όταν είστε μόνη μπροστά σ’ ένα απέραντο τοπίο από δέντρα και φεγγαρόφωτο; Δε θυμάστε, γιατί έχετε σκεφτεί εμένα, αλλά οφείλω να σας το πω, δεν υπάρχω στ’ αλήθεια. Δεν έχω ιδέα αν υπάρχει οτιδήποτε. Οι αόριστοι πόθοι, οι μάταιες επιθυμίες, η αηδία που προκαλούν τα τετριμμένα, ακόμα κι αν τα αγαπάμε, η ενόχληση από κάτι που δεν ενοχλεί, όλα αυτά είναι έργα δικά μου, που γεννιούνται όταν, ξαπλωμένος στις όχθες των μεγάλων ποταμών της αβύσσου, σκέφτομαι ότι κι εγώ ο ίδιος δεν ξέρω τίποτα. Και τότε η σκέψη μου κατεβαίνει, σαν γάργαρο κύμα, στις ψυχές των ανθρώπων, κι εκείνοι νιώθουν διαφορετικοί από τον εαυτό τους.
Είμαι το αιώνιο Διαφορετικό, το αιώνιο Αναβληθέν, το Περιττό της Αβύσσου. Έμεινα έξω από τη Δημιουργία. Είμαι ο Θεός των κόσμων που υπήρξαν πριν τον Κόσμο, οι βασιλείς του Εδώμ που βασίλεψαν άσχημα πριν από τον Ισραήλ. Η παρουσία μου σ’ αυτό το σύμπαν είναι παρουσία απρόσκλητου. Κουβαλάω μέσα μου τις αναμνήσεις πραγμάτων που δεν κατόρθωσαν να υπάρξουν, κι όμως είναι έτοιμα να υπάρξουν. (Τότε δεν υπήρχε καμιά αντιπαράθεση, ούτε καμιά ισορροπία). Η αλήθεια, όμως, είναι ότι δεν υπάρχω, ούτε εγώ, ούτε τίποτ’ άλλο. Όλο αυτό το σύμπαν, και τα άλλα σύμπαντα, με τους διάφορους Πλάστες και τους διάφορους Σατανάδες τους, περισσότερο ή λιγότερο τέλειους και εκπαιδευμένους, είναι κενά μέσα στο κενό, μηδενικά που περιστρέφονται, δορυφόροι στην άχρηστη τροχιά του τίποτα. Αυτή τη στιγμή δε μιλάω με σένα αλλά με το γιο σου…
-Δεν έχω γιο… Δηλαδή, θα τον αποκτήσω σε έξι μήνες, Θεού θέλοντος…
-Μ’ αυτόν μιλάω… Σε έξι μήνες; Τι έξι μήνες;
-Τι έξι μήνες; Έξι μήνες….
-Έξι ηλιακούς μήνες; Α ναι. Όμως η εγκυμοσύνη μετριέται σε σεληνιακούς μήνες, κι ακόμα κι εγώ μπορώ να μετράω μόνο με μήνες της Σελήνης, που είναι κόρη μου, δηλαδή το πρόσωπό μου που καθρεφτίζεται στα νερά του χάους. Δεν έχω καμιά σχέση με την εγκυμοσύνη κι όλες αυτές τις γήινες βρομιές, και ξέρω με ποιο δικαίωμα ο κόσμος βάλθηκε να μετράει αυτά τα πράγματα με τους νόμους της σελήνης, την οποία εγώ του προσέφερα. Γιατί δε βρήκαν κάποιο άλλο μέτρο; Γιατί ο Παντοδύναμος είχε ανάγκη τη δική μου δουλειά;
Από τις απαρχές του κόσμου με προσβάλλουν και με συκοφαντούν. Ακόμα και οι ποιητές· εκ φύσεως φίλοι μου, που με υπερασπίζονται, δε με υπερασπίστηκαν καλά. Ένας απ’ αυτούς, ένας Άγγλος ονόματι Μίλτον, προκάλεσε την ήττα τη δική μου και των οπαδών μου σε μια αόριστη μάχη που δε δόθηκε ποτέ. Ένας άλλος, ένας Γερμανός ονόματι Γκαίτε, μου έδωσε το ρόλο της προξενήτρας σε μια χωριάτικη τραγωδία. Όμως δεν είμαι αυτός που πιστεύουν. Οι Εκκλησίες με απεχθάνονται. Οι πιστοί τρέμουν στο άκουσμα του ονόματός μου. Όμως, είτε το θέλουν είτε όχι, έχω ένα ρόλο στον κόσμο. Δεν είμαι ούτε ο επαναστάτης ενάντια στον Θεό, ούτε το πνεύμα της άρνησης.
Είμαι ο Θεός της Φαντασίας και είμαι χαμένος αφού δεν δημιουργώ. Εξαιτίας μου, γυναίκα πια, αγκάλιαζες τη νύχτα τους πρίγκιπες και τους αφεντάδες που κοιμούνται στο βάθος αυτών των ονείρων. Είμαι το Πνεύμα που δημιουργεί χωρίς να δημιουργεί, που η φωνή του είναι καπνός και η ψυχή του ένα λάθος. Ο Θεός μ’ έπλασε για να τον μιμούμαι τη νύχτα. Εκείνος είναι ο Ήλιος, εγώ η Σελήνη. Το φως μου πλέει πάνω από καθετί που είναι μάταιο ή τετελεσμένο, ασύλληπτο σαν φλόγα, όχθες ποταμών, έλη και σκιές.
Ποιος άντρας ακούμπησε στα στήθη σου το χέρι που ήταν το χέρι μου; Ποιό φιλί πήρες και ήταν όμοιο με το δικό μου; Τα ατέλειωτα ζεστά απογεύματα, όταν ονειρευόσουν τόσο πολύ που ονειρευόσουν ότι ονειρεύεσαι, δεν είδες να περνάει στο βάθος των ονείρων σου μια καλυμμένη με πέπλο και φευγαλέα μορφή, αυτή που θα σου έδινε όλη την ευτυχία, που θα σ’ αγκάλιαζε αιώνια;
Ήμουν Εγώ.
Είμαι Εγώ.
Είμαι αυτός που πάντα έψαχνες και ποτέ δεν θα καταφέρεις να βρεις. Ίσως στα απέραντα βάθη της αβύσσου, να με ψάχνει και ο ίδιος ο Θεός για να τον συμπληρώσω, αλλά η κατάρα του Πανάρχαιου Θεού, του Κρόνου του Ιεχωβά, πλανιέται πάνω του και πάνω μου, μας χωρίζει, ενώ θα έπρεπε να μας ενώνει, έτσι ώστε η ζωή κι όλα όσα ευχόμαστε γι’ αυτή να ήταν ένα και μόνο πράγμα.
Η βέρα που φοράς και την αγαπάς, η χαρά μιας αόριστης σκέψης, το γεγονός ότι νιώθεις καλά όταν βλέπεις τον εαυτό σου στον καθρέφτη· μην τρέφεις ψευδαισθήσεις: δεν είσαι εσύ, είμαι εγώ. Εγώ είμαι που δένω σφιχτά όλες τις κορδέλες με τις οποίες στολίζουν τα πράγματα, που διαλέγω τα χρώματα που κοσμούν τα πράγματα. Απ’ όλα όσα δεν αξίζει τον κόπο να υπάρχουν φτιάχνω την ιδιοκτησία και την αυτοκρατορία μου, απόλυτος κύριος του διάκενου και του μεσοδιαστήματος, αυτού που μέσα στη ζωή δεν είναι ζωή. Όπως η νύχτα είναι το βασίλειό μου, το όνειρο είναι το κτήμα μου. Ό,τι δεν έχει ούτε βάρος ούτε μέτρο είναι δικό μου.
Τα προβλήματα που ταλανίζουν τους ανθρώπους είναι οι ίδιες έγνοιες που βασανίζουν τους Θεούς.Ό,τι είναι χαμηλά είναι σαν αυτό που είναι ψηλά, λέει ο Τρισμέγιστος Ερμής που, όπως όλοι οι ιδρυτές των θρησκειών, θυμήθηκε τα πάντα εκτός από το να υπάρξει.
Πόσες φορές δε μου είπε ο Θεός, χρησιμοποιώντας μια φράση του Αντέρο ντε Κεντάλ: «Αλίμονό μου! Αλίμονό μου! Ποιος είμαι λοιπόν;».
Όλα είναι σύμβολα και παλινδρομήσεις, κι εμείς, που είμαστε Θεοί, δεν έχουμε τίποτ’ άλλο παρά έναν υψηλό βαθμό σ’ ένα τάγμα του οποίου αγνοούμε τους Ανώτερους Αγνώστους. Ο Θεός είναι δεύτερος στην ιεραρχία του φανερού Τάγματος, και δε μου λέει ποιος είναι ο Αρχηγός του Τάγματος, ο μόνος που γνωρίζει -αν γνωρίζει- τους Μυστικούς Αρχηγούς. Πόσες φορές δε μου είπε ο Θεός: “Αδελφέ μου, δεν ξέρω ποιος είμαι”.
Εσείς έχετε το προνόμιο να είστε άνθρωποι, και, καμιά φορά, μέσα στην κούρασή μου απ’ όλες αυτές τις αβύσσους, μου φαίνεται πως καλύτερη είναι η ηρεμία και η γαλήνη μιας οικογενειακής νύχτας γύρω από τη φωτιά απ’ όλη τούτη τη μεταφυσική των μυστηρίων στην οποία εμείς, οι Θεοί και οι άγγελοι, είμαστε κατ’ ουσίαν καταδικασμένοι. Όταν, καμιά φορά, σκύβω πάνω από τον κόσμο, βλέπω μακριά να έρχονται από το λιμάνι ή να επιστρέφουν σ’ αυτό τα πανιά των ψαροκάικων και η καρδιά μου νιώθει μια φανταστική νοσταλγία για έναν τόπο που δε γνωρίζει. Μακάριοι όσοι κοιμούνται μέσα στη ζωώδη ζωή τους· ένα ιδιαίτερο ψυχικό σύστημα κάτω από ένα πέπλο ποίησης και εκπεφρασμένο με λέξεις.
-Αυτή η συζήτηση ήταν από τις πλέον ενδιαφέρουσες…
-Αυτή η συζήτηση κυρία; Μα αυτή η συζήτηση, αν και ίσως είναι το πιο σημαντικό γεγονός της ζωής σας, δε συνέβη ποτέ στην πραγματικότητα. Πρώτον, είναι γνωστό τοις πάσι ότι δεν υπάρχω. Δεύτερον, όπως συμφωνούν οι θεολόγοι που με αποκαλούν Διάβολο και οι ελεύθεροι στοχαστές που με αποκαλούν Αντίδραση, καμιά από τις συζητήσεις μου δεν μπορεί να είναι ενδιαφέρουσα. Είμαι ένας φτωχός μύθος, κυρία μου, και, το χειρότερο, ένας μύθος ακίνδυνος. Μόνη παρηγοριά μου είναι ότι το σύμπαν -ναι, αυτό το πράγμα που είναι γεμάτο από διάφορες μορφές φωτός και ζωής, είναι κι αυτό ένας μύθος.
Μου λένε πως όλα αυτά μπορούν να εξηγηθούν στο φως της Καβάλα και της Θεοσοφίας, όμως αυτά είναι ζητήματα για τα οποία δε γνωρίζω τίποτα. Κι ο Θεός, με τον οποίο είχα την ευκαιρία να μιλήσω, μου είπε πως ούτε κι εκείνος τα πολυκαταλαβαίνει, γιατί αυτά τα ζητήματα, με τα αινίγματά τους, είναι αποκλειστικά κτήμα των μεγάλων μυστών της Γης· που, απ’ ό,τι έχω διαβάσει στα βιβλία και τις εφημεριδες, ήταν πάντα ουκ ολίγοι.
Εδώ, σε τούτες τις ανώτερες σφαίρες, όπου ο κόσμος δημιουργήθηκε και μεταμορφώθηκε, εμείς, για να πούμε την αλήθεια, δεν καταλαβαίνουμε τίποτα. Καμιά φορά σκύβω πάνω από την απέραντη Γη, ξαπλωμένος στην άκρη του οροπεδίου μου που στέκει πάνω από τα πάντα· το οροπέδιο του Όρους Ερεδώμ, όπως έχω ακούσει να το λένε και κάθε φορά που σκύβω βλέπω νέες θρησκείες, νέες μεγάλες μυήσεις, νέες μορφές, όλες αντιφατικές, της αιώνιας αλήθειας, που ούτε καν ο Θεός δεν τη γνωρίζει.
Σας ομολογώ ότι είμαι κουρασμένος από το σύμπαν. Τόσο ο Θεός όσο κι Εγώ θα κοιμόμασταν ευχαρίστως έναν ύπνο που θα μας ελευθέρωνε από τις υπερβατικές ευθύνες που ούτε ξέρουμε πως μας ανατέθηκαν. Όλα είναι πιο μυστηριώδη απ’ ό,τι πιστεύουμε, κι όλα εδώ – ο Θεός, το σύμπαν κι Εγώ· δεν είναι παρά μια απατηλή γωνιά της απρόσιτης αλήθειας.
-Δεν φαντάζεστε πόσο εκτίμησα τη συζήτηση μαζί σας. Ποτέ δεν άκουσα να μιλάνε έτσι.
Είχαν βγει στο δρόμο, τον φωτισμένο από το φεγγαρόφωτο, που εκείνη δεν είχε προσέξει.
Σώπασε για μια στιγμή.
-Μα, ξέρετε, είναι περίεργο, ξέρετε στ’ αλήθεια τι αισθάνομαι, μετά απ’ όλα αυτά;
-Τι αισθάνεστε, λοιπόν; ρώτησε ο Διάβολος.
Επέστρεψε προς το μέρος του τα μάτια της, πλημμυρισμένα με δάκρυα.
-Απέραντο οίκτο για σας!
Μια έκφραση αγωνίας που κανείς δεν θα περίμενε, εμφανίστηκε στο πρόσωπο και τα μάτια του κοκκινοντυμένου άντρα. Ξαφνικά άφησε το μπράτσο του, που αγκάλιαζε το δικό της να πέσει. Εκείνη έκανε μερικά βήματα, νιώθοντας άβολα. Έπειτα γύρισε για να πει κάτι· δεν ήξερε τι, αφού δεν είχε καταλάβει τίποτα, για να δικαιολογηθεί για τον πόνο που έβλεπε πως του είχε προκαλέσει. Έμεινε άναυδη. Ήταν ολομόναχη.
«Το Βιβλίο της Ανησυχίας»
Υπογεγραμμένο ως Μπερνάρντο Σοάρες· βοηθός λογιστή στην πόλη της Λισαβόνας,
ετερώνυμος συνοδοιπόρος του Φερνάντο Πεσσόα.
»Υποκρίνομαι σημαίνει αγαπώ. Δεν μπορώ ποτέ να αντικρίσω ένα όμορφο χαμόγελο ή ένα όλο νόημα βλέμμα χωρίς αυτόματα να αναρωτηθώ (και λίγο με ενδιαφέρει ποιος χαμογελάει ή κοιτάζει), ποιος μπορεί να κρύβεται στο βάθος της ψυχής της οποίας το πρόσωπο χαμογελά ή κοιτάζει — ο πολιτικός που θέλει να μας αγοράσει ή η πόρνη που θέλει να την αγοράσουμε. Αλλά ο πολιτικός αγαπά τουλάχιστον την πράξη της αγοράς μας κι η πόρνη αγαπά τουλάχιστον να αγοράζεται. Δεν μπορούμε να ξεφύγουμε, όσο κι αν το θέλουμε, από την παγκόσμια αδερφοσύνη. Αγαπάμε ο ένας τον άλλο, και το ψέμα είναι το φιλί που ανταλλάσσουμε.
»Δεν έκανα τίποτα άλλο από το να ονειρεύομαι. Αυτό ήταν, και μόνο αυτό, το νόημα της ζωής μου. Ποτέ δεν είχα άλλη πραγματική ενασχόληση πέρα από την εσωτερική μου ζωή. Οι μεγαλύτερες συμφορές της ζωής μου σβήνουν όταν ανοίγοντας το παράθυρο μέσα μου μπορώ και τις ξεχνώ κοιτάζοντας την αδιάλειπτη κίνηση εντός μου.
Ποτέ δεν θέλησα να είμαι τίποτα άλλο πέρα από ονειροπόλος. Σε όποιον μου είπε να ζήσω δεν έδωσα ποτέ σημασία. Ανήκα ανέκαθεν σ’ αυτό που δεν είναι όπου είμαι και σ’ αυτό που ποτέ δεν μπόρεσα να είμαι. Ό,τι δεν είναι δικό μου, όσο ταπεινό και να είναι, είχε πάντα ποίηση για μένα. Ποτέ δεν αγάπησα άλλο από το τίποτα. Ποτέ δεν επιθύμησα άλλο από αυτό που δεν μπορούσα να φανταστώ.
Από τη ζωή τίποτα άλλο δεν ζήτησα πέρα από το να περάσει από μέσα μου χωρίς να την αισθανθώ. Από την αγάπη το μόνο που ζήτησα ήταν να μείνει για πάντα ένα όνειρο μακρινό. Από τα εσωτερικά μου τοπία, όλα τους μη πραγματικά, αυτό που με είλκυε ήταν το μακρινό, και τα τοξωτά γεφύρια που έσβηναν, σχεδόν στην απόσταση των τοπίων των ονείρων μου, είχαν μια γλυκύτητα ονείρου σε σχέση με άλλα μέρη του τόπου-μια γλυκύτητα που μ’ έκανε να τ’ αγαπώ. Η μανία μου να δημιουργώ έναν κόσμο ψεύτικο με συνοδεύει ακόμα και μόνο με το θάνατό μου θα μ’ εγκαταλείψει.
Ζήτησα τόσο λίγα απ’ τη ζωή, αλλά ακόμα κι αυτά τα λίγα η ζωή μου τα αρνήθηκε. Ένα υπόλειμμα από ένα κομμάτι ήλιου, λίγη ύπαιθρο, λίγη ησυχία κι ένα κομμάτι ψωμί, να μη με βαραίνει πολύ η γνώση ότι υπάρχω, να μην έχω καμιά απαίτηση από τους άλλους ούτε κι αυτοί από μένα. Ακόμα κι αυτό μού το αρνήθηκαν, όπως αυτός που αρνείται να δώσει ελεημοσύνη όχι γιατί τού λείπει η καλοσύνη, αλλά γιατί βαριέται να ξεκουμπώσει το παλτό του.
Γράφω, λυπημένος, στο ήσυχο δωμάτιό μου, μόνος όπως υπήρξα πάντα, μόνος όπως θα υπάρχω πάντα. Κι αναρωτιέμαι αν η φωνή μου, φαινομενικά τόσο ασήμαντη, δεν ενσαρκώνει την ουσία χιλιάδων φωνών, τη δίψα να μιλήσουν χιλιάδων ζωών, την υπομονή εκατομμυρίων ψυχών υποταγμένων σαν τη δική μου στο καθημερινό πεπρωμένο, στο ανώφελο όνειρο, στην ελπίδα που δεν αφήνει ίχνη.
Αυτές τις στιγμές η καρδιά μου χτυπά πιο δυνατά γιατί έχω συνείδηση πως υπάρχει. Ζω περισσότερο γιατί ζω πιο μεγάλα. Νιώθω στο άτομό μου μια θρησκευτική δύναμη, κάτι σαν προσευχή, σαν κραυγή. Αλλά η αντίδρασή μου κατεβαίνει από το πνεύμα μου. Βλέπω τον εαυτό μου στον τέταρτο όροφο της Ρούα ντος Ντοραδόρες, με παρατηρώ μέσ’ από τον ύπνο.
Κοιτάζω πάνω από το μισογραμμένο χαρτί τη μάταιη και χωρίς ομορφιά ζωή και το φτηνό τσιγάρο που καίγεται καθώς γράφω πάνω στο παλιό στυπόχαρτο. Βρίσκομαι εδώ στον τέταρτο όροφο, να καλώ τη ζωή, να εκφράζω τι νιώθουν οι ψυχές, να κάνω πρόζα όπως οι μεγαλ0φυίες και οι διασημότητες! Ναι, εδώ βρίσκομαι!
»Δεν μπορώ να αντιληφθώ παρά σαν ένα είδος έλλειψης καθαριότητας αυτήν την αδρανή μονιμότητα μέσα στην οποία κείμαι την ίδια κι απαράλλακτη ζωή μου, εγκαταστημένη σαν τη σκόνη ή τη βρωμιά, στην επιφάνεια του αμετάβλητου. Με τον ίδιο τρόπο που πλένουμε το κορμί μας, θα έπρεπε να πλένουμε και το πεπρωμένο μας, να αλλάζουμε ζωή όπως αλλάζουμε ρούχα, όχι για λόγους επιβίωσης, όπως κάνουμε όταν τρώμε ή κοιμόμαστε, μα με εκείνο το σεβασμό που έχουμε σαν τρίτοι απέναντι στον εαυτό μας, με αυτό που κατεξοχήν ονομάζουμε καθαριότητα.
Υπάρχουν πολλοί για τους οποίους η έλλειψη καθαριότητας δεν αποτελεί την έκφραση μιας επιθυμίας όσο ένα ανασήκωμα των ώμων της εξυπνάδας. Και επίσης υπάρχουν πολλοί που η σβησμένη και ισοπεδωμένη ζωή τους δεν σημαίνει πως την θέλησαν έτσι ούτε σημαίνει μια φυσική παραίτηση από μια ζωή που δεν την επιδίωξαν, αλλά μια αδυναμία κατανόησης του εαυτού τους, μια αυτόματη ειρωνεία της γνώσης.
Υπάρχουν γουρούνια που οι ακαθαρσίες τους τα απωθούν, μα δεν απομακρύνονται, γιατί τα συγκρατεί εκείνο το ίδιο συναίσθημα, που στην ακραία του εκδοχή κάνει τον τρομοκρατημένο να μην απομακρύνεται από τον κίνδυνο. Υπάρχουν γουρούνια του πεπρωμένου, όπως εγώ, που δεν απομακρύνονται από την ισοπέδωση της καθημερινότητας εξαιτίας της έλξης που τους ασκεί η ίδια τους η αδυναμία.
Είναι πουλιά που γοητεύονται από την απουσία του φιδιού, μύγες που προσκολλώνται στον κορμό του δέντρου, χωρίς να βλέπουν τίποτα, μέχρις ότου αισθανθούν τη βλεννώδη γειτνίαση της γλώσσας του χαμαιλέοντα.
Έτσι περιφέρω αργά τη συνειδητή ασυνειδησία μου, στον κορμό του δέντρου της καθημερινότητάς μου. Έτσι περιφέρω το πεπρωμένο μου, που προχωρεί αφού εγώ δεν προχωρώ, το χρόνο μου που εξακολουθεί αφού εγώ δεν εξακολουθώ. Τίποτε άλλο δεν με σώζει από τη μονοτονία μου, εκτός από αυτά τα σύντομα σχόλια που κάνω γι’ αυτήν. Αρκούμαι στο κελί μου και στα τζάμια που έχει πίσω από τα κάγκελά του, όπου γράφω με τη σκόνη του αναγκαίου, το όνομά μου με κεφαλαία, καθημερινήυπογραφή των λογιστικών μου με το θάνατο.
Με το θάνατο; Όχι, ούτε και με το θάνατο. Όποιος ζει σαν κι εμένα δεν πεθαίνει, τελειώνει, μαραίνεται, ξεριζώνεται. Το μέρος όπου ήταν παραμένει χωρίς αυτός να είναι εκεί, ο δρόμος όπου πέρναγε μένει ίδιος χωρίς να τον βλέπουν να περνά, το σπίτι που κατοικούσε, κατοικείτε από έναν όχι-αυτόν. Αυτό είναι όλο. Το αποκαλούμε ‘μη είναι’ μια τραγωδία της άρνησης στην οποία δεν μπορούμε να παίξουμε ούτε και να χειροκροτήσουμε, γιατί δεν έχουμε καν τη βεβαιότητα πως δεν είναι ένα τίποτα, εμείς τα φυτά της αλήθειας, τα φυτά της ζωής, σκόνη πάνω στα τζάμια, απέξω κι από μέσα, εμείς τα εγγόνια του Πεπρωμένου, τα θετά παιδιά του Θεού, που παντρεύτηκε με την Αιώνια Νύχτα, όταν χήρεψε από το Χάος που μας έφερε στον κόσμο. […]
Αλμπέρτο Καέϊρο
Σύμφωνα με το «βιογραφικό» που του έφτιαξε ο Πεσσόα, περιγράφεται ως εξής: «Ο Α. Κ. γεννήθηκε το 1889 και πέθανε το 1915. Γεννήθηκε στη Λισαβόνα, αλλά πέρασε τη ζωή του στην εξοχή. Δεν είχε επάγγελμα αλλά ούτε και μόρφωση. Ήταν μετρίου αναστήματος και ασθενικός (πέθανε από φυματίωση). Ήταν ξανθός και γαλανομάτης. Όταν ήταν μικρός έχασε τον πατέρα και τη μητέρα του και έζησε με περιορισμένα έσοδα, κλεισμένος στο σπίτι με μια πολύ ηλικιωμένη θεία του.» Απ’ όλα τ’ άλλα ετερώνυμα, διάλεξα εκείνο του Α. Καέιρο, διότι είναι εκείνο που βρίσκεται πιο κοντά στη φύση, δίχως εξωραϊσμούς και περιγραφικές υπερβολές. Ο Α. Κ. και η φύση απλώς συνυπάρχουν. Η συνύπαρξη αυτή, δεν έχει ίχνος ρομαντισμού. Είναι άμεσα υπαρξιακή: ανάμεσα σ’ εκείνον και την Ζωή – Φύση, δεν φαίνεται να μεσολαβεί τίποτε άλλο εκτός από το ίδιο το βίωμα.
————–
Υπάρχουν ποιητές που είναι τεχνίτες
Και δουλεύουν τους στίχους
Όπως οι μαραγκοί το ξύλο!
Τι λυπηρό να μην ξέρεις ν’ ανθίζεις!
Να’ χεις να βάζεις στίχο σε στίχο, όπως αυτός
Που χτίζει έναν τοίχο
Και βλέπει αν στέκει καλά
Και τον γκρεμίζει αν δεν είναι έτσι!
Αλλά το μόνο έργο τέχνης είναι η Γη μας
Που αλλάζει, και πάντα η ίδια είναι και πάντα ωραία…
Το σκέφτομαι, όχι όπως ο οποιοσδήποτε σκέφτεται,
Αλλά όπως αυτός που αναπνέει.
Κοιτάζω τα λουλούδια και γελάω…
Δεν ξέρω αν με καταλαβαίνουν ούτε κι εγώ αν τα καταλαβαίνω…
Γνωρίζω όμως ότι η αλήθεια μαζί τους και μαζί μου είναι
Στην κοινή μας θεότητα
Που μας αφήνει να φύγουμε, να ζήσουμε για τη Γη,
Ευτυχισμένοι στα χέρια τις εποχές να σηκώνουμε
Ν’ αφήνουμε τον άνεμο να μας αποκοιμίζει
Και στα όνειρά μας, όνειρα να μην έχουμε.
Όποιος έχει λουλούδια ανάγκη τον Θεό δεν έχει.
————–
Αν θέλουν να έχω μυστικισμό, εντάξει, τον έχω.
Είμαι μυστικιστής, αλλά μονάχα με το σώμα.
Η ψυχή μου είναι απλή και δεν σκέφτεται.
Ο μυστικισμός μου συνίσταται στο να αρνείται τη γνώση.
Μόνο να ζω θέλω, κι αυτό να μην το σκέφτομαι.
Δεν ξέρω τι είναι φύση: την τραγουδώ.
Ζω στην κορφή ενός λοφίσκου,
Σ’ ένα ασβεστωμένο σπίτι, μοναχικό.
Κι αυτός είναι ο ορισμός μου.
————–
Μια πεταλούδα περνά από μπροστά μου
Και για πρώτη φορά παρατηρώ στη Δημιουργία
Ότι δεν έχουν χρώμα ή κίνηση οι πεταλούδες,
Κανονικά, όπως χρώμα ή άρωμα δεν έχουν τα λουλούδια.
Χρώμα είναι αυτό που χρωματίζει της πεταλούδας τα φτερά
Κίνηση είναι αυτό που υπεισέρχεται στην κίνηση της πεταλούδας
Άρωμα είναι αυτό που αρωματίζει του λουλουδιού τη μυρωδιά.
Η πεταλούδα είναι μονάχα πεταλούδα
Και το λουλούδι, απλά ένα λουλούδι.
————–
Η άμαξα πέρασε από το δρόμο κι έφυγε
Κι ο δρόμος δεν έγινε ούτε πιο άσχημος ούτε πιο όμορφος.
Έτσι και με των ανθρώπων τη δράση, σε όλο τον κόσμο.
Δεν αφαιρούμε και δεν προσθέτουμε τίποτα.
Περνάμε και ξεχνιόμαστε.
Κι ο ήλιος έρχεται κάθε μέρα στην ώρα του
————–
Όταν έρθει η Άνοιξη
Ίσως πια να μη βρίσκομαι στον κόσμο.
Σήμερα, να μπορούσα θα’ θελα
Την Άνοιξη σαν πρόσωπο να την σκεφτώ.
Θα μπορούσα έτσι να φανταστώ πως κλαίει για μένα
Βλέποντας πως το φίλο το μοναδικό της έχει χάσει.
Μα η Άνοιξη δεν είναι ούτε πράγμα,
ούτε ένας τρόπος να μιλάς.
Ούτε τα λουλούδια, ούτε τα πράσινα φύλλα επιστρέφουν
Υπάρχουν νέα φύλλα, νέα λουλούδια
Υπάρχουν νέες, μυρωδάτες μέρες.
Τίποτα δεν γυρίζει, δεν επαναλαμβάνεται
Επειδή είναι πραγματικό το κάθε τι.
————–
Ίσως αυτή να είναι
Η τελευταία μέρα της ζωής μου.
Το χέρι το δεξί μου σήκωσα τον ήλιο χαιρετώντας.
Μα δεν τον χαιρετούσα για αντίο.
Ήμουν χαρούμενος
Που να τον δω ακόμα μια φορά μπορούσα.
–Αυτό ήταν όλο.
Fernando Pessoa (1888-1935)
O Pessoa και τα ετερώνυμά του
Από παιδί είχα την τάση να δημιουργώ γύρω μου έναν κόσμο πλασματικό
Απόσπασμα επιστολής του Pessoa στον Adolfo Casais Monteiro (13 Ιανουαρίου 1935).
[…] Θα απαντήσω τώρα στην ερώτησή σας σχετικά με τη γένεση των ετερωνύμων μου. Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω να σας δώσω μια ικανοποιητική απάντηση. Θα ξεκινήσω από το ψυχιατρικό μέρος. Η γένεση των ετερωνύμων μου οφείλεται στο έντονο στοιχείο υστερίας που με χαρακτηρίζει. Δεν ξέρω αν είμαι απλώς υστερικός, ή αν είμαι, πιο συγκεκριμένα, υστερικονευρασθενής. Κλίνω προς τη δεύτερη αυτή υπόθεση, γιατί παρατηρώ στον εαυτό μου φαινόμενα αβουλίας τα οποία δεν εντάσσονται στην κλινική εικόνα των συμπρωμάτων της καθαρής υστερίας. Πάντως, η πνευματική γένεση των ετερωνύμων μου οφείλεται στη φυσική και διαρκή μου τάση προς την αποπροσωποποίηση και την προσποίηση.
Αυτά τα φαινόμενα – ευτυχώς για μένα και για τους άλλους – λαμβάνουν χώρα στη σφαίρα του πνεύματος, δηλαδή δεν εκδηλώνονται στην πρακτική πλευρά της ζωής μου, προς τα έξω, και στην επαφή μου με τους άλλους. Εκρήγνυνται μέσα μου και τα ζώ μόνος με τον εαυτό μου. Αν ήμουν γυναίκα, στις γυναίκες η υστερία εκδηλώνεται με κρίσεις και άλλα παρόμοια φαινόμενα, κάθε ποίημα του Άλβαρο ντέ Κάμπος (ο πιο υστερικά υστερικός του εαυτού μου) θα αναστάτωνε τη γειτονιά. Αλλά είμαι άντρας και στους άντρες η υστερία εκδηλώνεται κυρίως στο πνεύμα τους και όλα καταλήγουν στη σιωπή και την ποίηση…
Έτσι εξηγείται tant bien gue mal η οργανική γένεση της ετερωνυμίας μου. Τώρα θα σας διηγηθώ το ιστορικό των ετερωνύμων μου. Θα αρχίσω από αυτούς που έχουν πεθάνει, μερικούς δεν τους θυμάμαι πια – αυτούς που έχουν χαθεί στο μακρινό παρελθόν της σχεδόν ξεχασμένης παιδικής μου ηλικίας.
Από παιδί είχα την τάση να δημιουργώ γύρω μου έναν κόσμο πλασματικό, να περιβάλλομαι από φίλους και γνωστούς που ουδέποτε υπήρξαν. (Δεν ξέρω, βεβαίως, αν πραγματικά δεν υπήρξαν ή αν αυτός που δεν υπάρχει είμαι εγώ. Γι’ αυτά τα πράγματα, όπως και για όλα τ’ άλλα δεν πρέπει να είμαστε δογματικοί). Από τότε που με γνωρίζω ως αυτόν που αποκαλώ εαυτό μου, θυμάμαι ότι είχα με ακρίβεια στο μυαλό μου τη μορφή, τις κινήσεις, το χαρακτήρα και την ιστορία πολλών μη πραγματικών προσώπων που ήταν για μένα τόσο ορατά και δικά μου σαν τα αντικείμενα που αποτελούν αυτό που αποκαλούμε, καταχρηστικά ίσως, πραγματική ζωή. Αυτή η τάση που υπάρχει από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, με συνοδεύει πάντα, αλλάζοντας λίγο το είδος της μουσικής με την οποία με σαγηνεύει αλλά ουδόλως τον τρόπο της σαγήνης της.
Θυμάμαι, για παράδειγμα, αυτόν που νομίζω ότι υπήρξε στα έξι μου χρόνια το πρώτο μου ετερώνυμο, ή μάλλον ο πρώτος μου ανύπαρκτος γνωστός – κάποιος ονόματι Chevalier de Pas, εξ ονόματος του οποίου έγραφα γράμματα προς τον εαυτό μου. Η μορφή του, όχι εντελώς θολή, απολαμβάνει ακόμη εκείνου του μέρους της αγάπης μου που συνορεύει με τη νοσταλγία. Θυμάμαι, αλλά λιγότερο καθαρά, μιάν άλλη μορφή με όνομα ξένο πάλι το οποίο όμως μου διαφεύγει, που ήταν, δεν ξέρω ως προς τί, ο αντίπαλος του Chevalier de Pas…Πρόκειται για κάτι που συμβαίνει σε όλα τα παιδιά; Ασφαλώς ή ίσως. Αλλά τα έζησα τόσο έντονα ώστε να τα ζώ ακόμη και σήμερα, σε σημείο που χρειάζεται να καταβάλλω προσπάθεια για να πεισθώ πως δεν ήταν πραγματικότητα.
Αυτή μου η τάση να δημιουργώ γύρω μου έναν άλλο κόσμο, ίδιο με τον υπαρκτό αλλά με άλλους ανθρώπους, δεν έφυγε ποτέ από τη φαντασία μου. Πέρασε από διάφορα στάδια, μεταξύ των οποίων και αυτό που αντιστοιχεί στην ενήλικη ζωή μου. Μου ερχόταν στο νού μια έκφραση, εντελώς ξένη, για τον άλφα ή το βήτα λόγο, από αυτό που είμαι ή από αυτό που νομίζω ότι είμαι. Την έλεγα αμέσως, αυθόρμητα, σαν να ήταν κάποιου φίλου μου, του οποίου το όνομα εφεύρισκα, προσέθετα την ιστορία και πάραυτα έβλεπα μπροστά μου τη μορφή του -πρόσωπο, ανάστημα, ρούχα και κινήσεις. Κι έτσι κατασκεύασα και έκανα γνωστούς πολλούς φίλους και απλές γνωριμίες οι οποίοι δεν υπήρξαν ποτέ αλλά που ακόμη και σήμερα, σε απόσταση τριάντα χρόνων, ακούω, νιώθω, βλέπω. Επαναλαμβάνω: ακούω, νιώθω, βλέπω. Και τους νοσταλγώ.
Όταν αρχίζω να μιλάω, μου είναι δύσκολο να σταματήσω. Αρκετά σας ζάλισα, Καζάις Μοντέιρο! Θα συνεχίσω με τη γένεση των λογοτεχνικών μου ετερωνύμων που είναι τελικά αυτό που θέλετε να μάθετε. Πάντως, ό,τι είπα παραπάνω συνοψίζει την ιστορία της μητέρας που τους έδωσε το φως.
Γύρω στο 1912, αν δεν κάνω λάθος, που δεν μπορεί να είναι μεγάλο, μου ήρθε ιδέα να γράψω ορισμένα ποιήματα παγανιστικού περιεχομένου. Ξεκίνησα κάποια ποιήματα σε ελεύθερο στίχο (όχι στο στυλ του Άλβαρο ντέ Κάμπος, αλλά σ’ ένα στυλ ημι-ελεύθερο) και τα παράτησα. Ωστόσο, μέσα σ’ ένα ακαθόριστο ημίφως, άρχισε να σχηματίζεται το αβέβαιο πορτραίτο εκείνου που τα έγραφε. Χωρίς να το ξέρω, είχε γεννηθεί ο Ρικάρντο Ρέις.
Ενάμισυ ή δύο χρόνια αργότερα, μου ήρθε μια μέρα η ιδέα να κάνω μια πλάκα στον Σά Καρνέιρο – να εφεύρω έναν ποιητή βουκολικό, αρκετά πολύπλοκο, και να του τον παρουσιάσω, δεν θυμάμαι πια πως, σαν να ήταν πραγματικότητα. Για μέρες προσπαθούσα να κατασκευάσω τον ποιητή αλλά δεν τα κατάφερνα. Μια μέρα, ενώ τελικά είχα εγκαταλείψει την ιδέα – συγκεκριμένα στις 8 Μαρτίου 1914- πλησίασα ένα ψηλό κορμό και, παίρνοντας ένα φύλλο χαρτί, άρχισα να γράφω όρθιος, όπως κάνω κάθε φορά που μου δίνεται η ευκαιρία. έγραψα στη σειρά πάνω από τριάντα ποιήματα μέσα σ’ ένα είδος έκστασης, τη φύση της οποίας δεν θα κατάφερνα να εξηγήσω.
Ήταν η θριαμβική μέρα της ζωής μου που άλλη σαν κι αυτή δεν θα υπάρξει. Ξεκίνησα μ’ έναν τίτλο: Ο Φύλακας των κοπαδιών. Στη συνέχεια μέσα μου εμφανίστηκε κάποιος στον οποίο έδωσα πάραυτα το όνομα του Άλμπέρτο Καέιρο. Θα μου συγχωρέσετε το παράλογο της φράσης: εμφανίστηκε μέσα μου ο δάσκαλος μου. Αυτή ήταν η άμεση αίσθηση που ένιωσα. Σε τέτοιο βαθμό, που μόλις έγραψα αυτά τα τριάντα και πλέον ποιήματα, πήρα αμέσως άλλο χαρτί και έγραψα, πάλι χωρίς διακοπή, τα εξής ποιήματα που συνθέτουν την Πλάγια βροχή του Φερνάντο Πεσσόα Αλμπέρτο Καέιρο στον Φερνάντο Πεσσόα μόνο. Ή, μάλλον, ήταν η αντίδραση του Φερνάντο Πεσσόα για την ανυπαρξία του ως Αλμπέρτο Καέιρο.
Μετά την εμφάνιση του Αλμπέρτο Καέιρο, προσπάθησα να του βρώ -ενστικτωδώς και υποσυνείδητα- κάποιους μαθητές. Έβγαλα από τον ψεύτικο παγανισμό του τον λανθάνοντα Ρικάρντο Ρέις, του βρήκα όνομα, το οποίο το έφτιαξα στα μέτρα του, γιατί τον έβλεπα κιόλας μπροστά μου. Και ξαφνικά, από την αντίθετη κατεύθυνση του Ρικάρντο Ρέις, προέκυψε ορμητικά ένα νέο άτομο. Δια μιάς, στη γραφομηχανή, χωρίς διακοπή ούτε διόρθωση, ξεπήδησε η Θριαμβική ωδή του Άλβαρο ντέ Κάμπος – η ωδή που φέρει αυτόν τον τίτλο και ο άνθρωπος με το όνομα αυτό.
Δημιούργησα λοιπόν μια ανύπαρκτη coterie. Έδωσα σε όλον αυτόν τον κόσμο υπόσταση πραγματική. Διαβάθμισα τις επιρροές, γνώρισα τις φιλίες, άκουσα μέσα μου τις συζητήσεις και τις διαφορετικές απόψεις, και μέσα σ’ όλα αυτά νομίζω ότι ήμουν εγώ ο δημιουργός όλου αυτού του πράγματος, αν και ήμουν ο λιγότερο παρών. Φαίνεται πως όλα αυτά συνέβησαν ανεξάρτητα από μένα. Και πως έτσι εξακολουθούν να συμβαίνουν. Αν κάποτε μπορέσω να δημοσιεύσω μια συζήτηση περί αισθητικής μεταξύ του Ρικάρντο Ρέις και του Άλβαρο ντε Κάμπος, θα δείτε πόσο διαφορετικοί είναι και πως δεν ξέρω τίποτα επί του θέματος.
Όταν επρόκειτο να κυκλοφορήσει ο Orpheu, χρειάστηκε, την τελευταία στιγμή, να βρεθεί κάτι ώστε να συμπληρωθεί ο αριθμός των σελίδων. Πρότεινα τότε στον Σα Καρνέιρο να γράψω ένα «παλιό ποίημα» του Άλβαρο ντε Κάμπος – ένα ποίημα σαν αυτά που θα έγραφε ο Άλβαρο ντε Κάμπος πριν γνωρίσει τον Καέιρο και επηρεαστεί από αυτόν. Και έτσι έγραψα το Opiarium, στο οποίο προσπάθησα να δώσω όλες τις λανθάνουσες τάσεις του Άλβαρο ντε Κάμπος, όπως θα αποκαλύπτονταν αργότερα, αλλά χωρίς ακόμη να υπάρχει το παραμικρό στοιχείο επαφής με το δάσκαλό του Καέιρο. Από όλα τα ποιήματα που έχω γράψει, είναι αυτό για το οποίο κοπίασα το περισσότερο, λόγω της διπλής προσπάθειας αποπροσωποποίησης που κατέβαλα. Αλλά, τέλος, νομίζω πως δεν βγήκε κακό και πως βλέπουμε το ξεκίνημα του Άλβαρο…
Νομίζω πως σας εξήγησα τη γένεση των ετερωνύμων μου. Αν ωστόσο υπάρχει κάποιο σημείο που χρειάζεται μια ξεκάθαρη εξήγηση – γράφω γρήγορα, κι όταν γράφω γρήγορα δεν είμαι πολύ ξεκάθαρος- να μου το πείτε και ευχαρίστως θα το κάνω. Και, είναι αλήθεια, ιδού μια συμπληρωματική πληροφορία, αληθινή και υστερική, καθώς έγραφα ορισμένα σημεία των Σημειώσεων για το δάσκαλό μου Καέιρο του Άλβαρο ντέ Κάμπος, έχυσα αληθινά δάκρυα. Είναι για να ξέρετε με ποιον έχετε να κάνετε, αγαπητέ μου Καζάις Μοντέιρο.
Βλέπω μπροστά μου, στον άχρωμο αλλά πραγματικό χώρο του ονείρου, τα πρόσωπα, τις κινήσεις του Καέιρο, του Ρικάρντο Ρέις και του Άλβαρο ντέ Κάμπος. Τους κατασκεύασα ηλικία και ζωές. Ο Ρικάρντο Ρέις γεννήθηκε το 1887 (δεν θυμάμαι ημέρα και μήνα, αλλά κάπου τα έχω), στο Πόρτο, είναι γιατρός και ζει αυτή τη στιγμή στη Βραζιλία. Ο Αλμπέρτο Καέιρο γεννήθηκε το 1889 και πέθανε το 1915. Γεννήθηκε στη Λισαβώνα αλλά έζησε σχεδόν όλη τη ζωή του στην εξοχή. Δεν είχε επάγγελμα και σχεδόν καμιά παιδεία.
Ο Άλβαρο ντέ Κάμπος γεννήθηκε στην Ταβίρα, στις 15 Οκτωβρίου 1890 (στη 1:30 το μεσημέρι, μου λέει ο Φερνάντο Γκόμες. Είναι αλήθεια, γιατί το ωροσκόπιο που αντιστοιχεί στην ώρα αυτή το επιβεβαιώνει). Αυτός, όπως θα γνωρίζετε, είναι ναυπηγός μηχανικός (σπούδασε στη Γλασκώβη), αλλά τώρα βρίσκεται στη Λισαβώνα, χωρίς δουλειά. Ο Καέιρο ήταν μεσαίου αναστήματος, και αν και ήταν πραγματικά ασθενικός (πέθανε φυματικός), δεν το έδειχνε.
Ο Ρικάρντο Ρέις είναι ελάχιστα, αλλά πολύ ελάχιστα, κοντότερος, δυνατότερος, στεγνότερος. Ο Άλβαρο ντέ Κάμπος είναι ψηλός (1,75 ύψος, δηλαδή 2 εκατοστά ψηλότερός μου), λεπτός και σκύβει ελαφρώς. Όλοι είναι ξυρισμένοι – ο Καέιρο είναι ανοιχτόξανθος, με γαλάζια μάτια’ ο Ρέις μελαχρινός σταράτος’ ο Κάμπος ούτε καστανός ούτε μελαχρινός, μοιάζει αόριστα με πορτογάλο εβραίο, αλλά τα μαλλιά του είναι ίσια με χωρίστρα στο πλάι και μονόκλ. Ο Καέιρο, όπως είπα, δεν είχε καμιά μόρφωση – μόνο το δημοτικό. Έχασε από πολύ νωρίς τον πατέρα του και τη μητέρα του και ζούσε με κάποια μικρά εισοδήματα. Ζούσε με μια γριά θεία του, αδερφή της γιαγιάς του.
Ο Ρικάρντο Ρέις, ο οποίος ανατράφηκε σ’ ένα κολλέγιο Ιησουιτών, είναι, όπως είπα, γιατρός. Ζει στη Βραζιλία από το 1919, όπου εκπατρίστηκε γιατί ήταν φιλομοναρχικός. Είναι λατινιστής, λόγω της μόρφωσης που έλαβε, και αυτοδίδακτος ελληνιστής κατά το ήμισυ. Ο Άλβαρο ντέ Κάμπος φοίτησε σ’ ένα κοινό λύκειο, κι ύστερα τον έστειλαν στη Σκωτία να σπουδάσει μηχανικός, πρώτα μηχανολόγος και μετά ναυπηγός. Σε κάποιες διακοπές ταξίδεψε στην Ανατολή από όπου εμπνεύστηκε το Opiarium. Του έμαθε λατινικά ένας θείος του από την Μπέιρα που ήταν ιερέας.
Πώς γράφω εξ ονόματος αυτών των τριών; Στην περίπτωση του Καέιρο πρόκειται για απλή και καθαρή έμπνευση, χωρίς να ξέρω ούτε καν να φαντάζομαι τι θα έγραφα. Όσο για τον Ρικάρντο Ρέις, προέκυψε ύστερα από έναν αφηρημένο στοχασμό που ξαφνικά πήρε τη μορφή ωδής. Με το όνομα του Κάμπος γράφω όταν νιώθω μια ξαφνική διάθεση να γράψω και δεν ξέρω περί τίνος πρόκειται. Ο κατά ήμισυ ετερώνυμός μου Μπερνάρντο Σοάρες, ο οποίος άλλωστε μοιάζει σε αρκετά σημεία με τον Άλβαρο ντε Κάμπος, εμφανίζεται πάντα όταν είμαι κουρασμένος ή νυστάζω, με αποτέλεσμα να μη λειτουργεί πλήρως η σκέψη μου και ο έλεγχος.
Η πρόζα του είναι μια διαρκής περιπλάνηση. Πρόκειται για έναν κατά το ήμισυ ετερώνυμο γιατί η προσωπικότητά του δεν είναι η δικιά μου ούτε διαφορετική από τη δικιά μου, αλλά μέρος της δικιάς μου. Είμαι εγώ, αν εξαιρέσουμε τον τρόπο σκέψης και το συναίσθημα. Η πρόζα του, εκτός από αυτό που ο τρόπος σκέψης δίνει ως tenue στη δικιά μου, είναι ίδια, και η χρήση της πορτογαλικής γλώσσας ακριβώς η ίδια.
Αντιθέτως, ο Καέιρο γράφει σε κακά πορτογαλικά, ο Κάμπος μέτρια αλλά και με λάθη, όπως για παράδειγμα «eu proprio» αντί για «eu mesmo» κ.λ.π. και ο Ρέις καλύτερα από μένα αλλά με έναν καθαρευουσιανισμό που θεωρώ υπερβολικό. Το δύσκολο για μένα είναι να γράψω την πρόζα του Ρέις -ακόμα κι ανέκδοτη- ή του Κάμπος. Η προσποίηση είναι πιο εύκολη, καθότι είναι πιο αυθόρμητη, στο στίχο.
Αυτή τη στιγμή θα σκέφτεστε, αγαπητέ μου, ποια ατυχία σάς έριξε, διαβάζοντας, καταμεσής σ’ ένα τρελοκομείο. Πάντως, το χειρότερο απ’ όλα είναι η ασυναρτησία της γραφής μου. Σας επαναλαμβάνω και πάλι ότι γράφω σαν να μιλούσα μαζί σας, για να μπορώ να σας απαντήσω αμέσως. Διαφορετικά, θα περνούσαν μήνες χωρίς να καταφέρω να σας απαντήσω. […]
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου