«Ο λόγος μας αναγκάζει με φρέσκο μυαλό και καινούργιο ζήλο να ασχοληθούμε με το μπαγιατεμένο θέμα της σαρκοφαγίας. Είναι δύσκολο βέβαια, όπως είπε ο Κάτων, να μιλάει κάποιος σε κοιλιές που δεν διαθέτουν αυτιά» Με αυτόν τον τρόπο ξεκινάει ο Πλούταρχος το δεύτερο από τα δύο έργα του με τον κοινό τίτλο «Περί Σαρκοφαγίας» δύο λόγους πάνω στο ίδιο θέμα που απευθύνονται στον ακροατή με δύο μέρες διαφορά. Ήδη από την αρχαιότητα, διαπιστώνουμε ένα φιλοσοφικό προβληματισμό και αρκετές επιστημονικές μελέτες για το ποια είναι η φύση των ζώων και ποια είναι η σχέση τους με τους ανθρώπους με αποκορύφωμα τις αναφορές φανερές ή συγκεκαλυμμένες σχετικά με την αποχή από την κρεοφαγία είτε σε σχέση με την υγιεινή διατροφή είτε στα πλαίσια ενός απλού και απέριττου βίου.
Στον αντίποδα αυτής της άποψης υπήρχαν και φωνές, όπως αυτές των Στωικών φιλοσόφων που θεωρούσαν ότι τα ζώα είναι κατώτερα από τη φύση τους χωρίς νου και αισθήματα, δεν αισθάνονται πόνο και έτσι οι άνθρωποι έχουν κάθε δικαίωμα να τα εκμεταλλεύονται και να τα δολοφονούν.Έχουν χυθεί τόνοι μελανιού από τότε μέχρι ακόμα και σήμερα σχετικά με θέματα που αφορούν ζητήματα όπως κατά πόσο τα ζώα έχουν λογική, για το αν οι άνθρωποι μπορούν να διατηρήσουν μία ισότιμη σχέση μεταξύ τους, για το αν είναι ικανά να νιώσουν την ευχαρίστηση ή τον πόνο και κατά πόσο οι πράξεις των ανθρώπων απέναντί τους έχουν μία ηθική διάσταση.
Με λίγα λόγια δικαιολογείται ο άνθρωπος με τον έναν ή τον άλλο τρόπο να καταναλώνει κρέας ή μήπως η ακρεοφαγία δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας τρόπος ζωής που κάποιοι τον υιοθετούν και άλλοι όχι; Έχουμε αναφέρει σε άλλα άρθρα μας, τι είναι το ανθρώπινο ζώο που καταναλώνει τροφές αίματος και αν θυμάστε οι αρχαίες πηγές που αναφέρονται σε Πνευματικούς Ανθρώπους δίνουν πάρα πολύ εύστοχα επιχειρήματα για το θέμα.
Με εξαίρεση ίσως το έργο του νεοπλατωνικού φιλοσόφου Πορφύριου, «Περί αποχής εμψύχων» και το «Περί Ευσεβείας» του Θεόφραστου κανείς άλλος συγγραφέας της αρχαιότητας εκτός από τον Πλούταρχο δεν έχει γράψει τόσο περιεκτικά και τόσο ένθερμα για την ανάγκη αποχής από την κατανάλωση κρέατος βασιζόμενος σε αισθητικούς, πνευματικούς, ηθικούς λόγους, αλλά και λόγους υγιεινής. Το έργο του Περί κρεοφαγίας μαζί με αυτό του Πορφύριου, ο οποίος φαίνεται να χρησιμοποιεί αρκετά το κείμενο του Πλουτάρχου, αποτελούν την πιο ολοκληρωμένη και εκτενή πρόταση υπέρ της αναίμακτης διατροφής από την αρχαιότητα.
Πριν προχωρήσουμε στην παράθεση αποσπασμάτων από το «Περί Κρεοφαγίας» ας δούμε μερικές απόψεις του συγγραφέα για τα ζώα που βρίσκονται σε άλλα έργα του. Στο Βίο του Μάρκου Κάτωνα, για παράδειγμα ο Πλούταρχος σημειώνει ότι ο δίκαιος άνθρωπος θα συμπεριφερθεί με καλοσύνη σε όλα τα στάδια ζωής ενός ζώου. Η ίδια συμπεριφορά αντικατοπτρίζεται και στο έργο του «Περὶ τῆς εἰς τὰ ἔκγονα» φιλοστοργίας όπου περιγράφει ότι τα ζώα δεν υπερβάλλουν τόσο στις υποθέσεις τους όσο ο άνθρωπος.
Ομοίως, στο «Υγιεινά παραγγέλματα» αγγίζει το θέμα γιατί μία διατροφή χωρίς την κατανάλωση κρέατος είναι περισσότερο υγιεινή. Εκτός από το Περί Κρεοφαγίας, ο Πλούταρχος ασχολείται με το θέμα των ζώων σε δύο ακόμα μελέτες που συμπεριλαμβάνονται στη συλλογή Ηθικά: η μεγαλύτερη σε έκταση είναι η Πότερα τῶν ζῷων φρονιμώτερα τὰ χερσαῖα ἣ τὰ ἔνυδρα, όπου εξετάζει το θέμα ποια ζώα είναι πιο έξυπνα, τα θαλάσσια ή τα υπέργεια. Το δεύτερο έργο είναι ένας μικρό χιουμοριστικός διάλογος με τίτλο «Περὶ τοῦ τὰ ἄλογα λόγῳ χρῆσθαι»στον οποίο παρουσιάζεται ο Οδυσσέας στο νησί της Κίρκης με σκοπό να την μεταπείσει για να ξαναμεταμορφώσει σε ανθρώπους τους συντρόφους του. Εκεί, ένας από αυτούς αρνείται την προσφορά εξηγώντας ότι οι ζωές των ζώων είναι ελεύθερες από τις έγνοιες που έχουν οι άνθρωποι. Και στα τρία αυτά έργα κυριαρχούν δύο ιδέες: η ψυχολογία των ζώων και αυτό που θα ονομάζαμε σήμερα «φιλοσοφική χορτοφαγία» δηλαδή η άποψη ότι η επιλογή μη κατανάλωση κρέατος έχει και λογικές και ηθικές βάσεις.
Για να προλάβω όσους τυχόν σχολιάσουν και να αμφισβητήσουν ότι ο Πλούταρχος δεν ακολούθησε έως το τέλος της ζωής του την αποχή από το κρέας και ότι απλά ήταν μία μόδα (αγγλιστί lifestyle) που υιοθέτησε κατά τη διάρκεια των πρώτων ετών συγγραφής των κειμένων του, να τους θυμίσω ότι για τη συλλογή Ηθικά, στην οποία ανήκει και το συγκεκριμένο έργο δεν έχει προταθεί μία ασφαλής χρονολογική κατάταξη των έργων που περιλαμβάνει. Είναι απίστευτο πως ακόμα και σήμερα μελέτες που δημοσιεύονται ασκούν κριτική στη στάση αυτή του Πλουτάρχου και λίγο ή πολύ θεωρούν πως είχε εμμονές.
Αλλά ακόμα όμως και αν όντως στο τέλος του βίου του άλλαξε τη στάση του (πράγμα που είναι δύσκολο να επιβεβαιωθεί) σκοπός είναι να επικεντρωθείς σε πράξεις δικές σου και όχι των άλλων βρίσκοντας παρηγορητικές δικαιολογίες για τον εαυτό σου. Στην ίδια παγίδα έχουν πέσει κατά καιρούς και φιλόλογοι ή ιστορικοί οι οποίοι αντί να εστιάσουν στα επιχειρήματα και στους τρόπους που Πλούταρχος υποστηρίζει τις θέσεις του προτιμούν να επιδίδονται σε ένα κυνήγι των πηγών ή των φιλοσοφικών ρευμάτων που τον επηρέασαν. Επιπλέον, η αδυναμία των μελετητών να ξεπεράσουν τις προσωπικές τους θέσεις για το θέμα τούς οδήγησαν σε διαστρεβλωμένα συμπεράσματα που μειώνουν την αξία των συγκεκριμένων έργων του συγγραφέα, φθάνοντας να υποστηρίξουν, όπως αναφέραμε και πιο πάνω, ότι αυτά δεν ήταν επίσημα έργα του Πλουτάρχου, αλλά συγγραφικές ασκήσεις ή ακόμα και ότι τα έγραψαν οι μαθητές του.
Πέρα από αυτές τις προκατειλημμένες θέσεις, το πιθανότερο είναι ότι ο Πλούταρχος να βασίστηκε στη φιλοσοφική σχολή των Πυθαγορείων που στις μέρες του ήταν αρκετά διαδεδομένη, καθώς και στον Ορφισμό εφόσον και τα δύο παροτρύνουν αποχή από το κρέας. Αν όμως διαβάσει κάποιος προσεκτικά το κείμενο θα διαπιστώσει ότι οι επιρροές αυτές παίζουν δευτερεύοντα ρόλο. Γράφει για παράδειγμα στο Πότερα τῶν ζῷων φρονιμώτερα τὰ χερσαῖα ἣ τὰ ἔνυδρα ότι η αποχή από το κρέας και η κατανάλωση καρπών και λαχανικών είναι τόσο παλιά όσο και ο άνθρωπος πάνω στη Γη. Αργότερα, αυτού του είδους η διατροφή ξεχάστηκε μέχρι που την επανέφερε ο Πυθαγόρας. (946Ε). Επιπλέον, ήδη από την πρώτη παράγραφο του έργου φαίνεται να μην ενδιαφέρει και τόσο τον Πλούταρχο ποιος ήταν ο λόγος που ο Πυθαγόρας δεν έτρωγε κρέας, όσο ότι είναι πιο σημαντικό να αναρωτηθεί κάποιος τι ήταν αυτό που παρακίνησε τον πρώτο άνθρωπο να το εντάξει στη διατροφή του.
«Εσύ ρωτάς για ποιο λόγο ο Πυθαγόρας απέφευγε να τρώει κρέας, εγώ, αντίθετα, απορώ τι έπαθε και τι ένιωθε ο πρώτος άνθρωπος και ακούμπησε το στόμα του σε αίμα σκοτωμένου πλάσματος, πλησίασε τα χείλη του σε σάρκα πεθαμένου ζώου και, παραθέτοντας σε τραπέζι μπαγιατεμένα πτώματα, ονόμασε λιχουδιές και νοστιμιές τα μέρη που λίγο πριν βρυχόνταν, μιλούσαν, κινούνταν και έβλεπαν. Πώς τα μάτια του άντεξαν να δουν αίμα πλασμάτων που σφάζονταν, γδέρνονταν, διαμελίζονταν, πώς η όσφρησή του άντεξε την αποφορά, πώς η σκέψη του μιάσματος δεν απέτρεψε τη γλώσσα να αγγίζει ξένα έλκη και να απολαμβάνει τους χυμούς και τα υγρά θανάσιμων τραυμάτων.
Τα δέρματα ανατρίχιασαν και τα κρέατα γύρω στις σούβλες μούγκρισαν ψημένα και ωμά, όταν ακούστηκε η φωνή των βοδιών (απόσπασμα από μία ωδή του Πινδάρου). Τούτο βέβαια είναι πλάσμα της φαντασίας και μύθος, το δείπνο όμως είναι στ’ αλήθεια τερατώδες, να πεινάει κάποιος για ζώα που μουγκρίζουν ακόμα, να υποδεικνύει με ποια ζώα πρέπει να τρεφόμαστε, και να επινοεί μεθόδους για την άρτυση, το ψήσιμο και το σερβίρισμα των φαγητών. Την περίπτωση εκείνου που εγκαινίασε την τακτική τούτη πρέπει να εξετάσει κάποιος και όχι αυτού που τη σταμάτησε έστω και αργά» [Περί κρεοφαγίας, 933 B-C].
Ο Πλούταρχος λοιπόν θεωρούσε ότι στα πρώτα στάδια της ζωής του ο άνθρωπος ήταν αποκλειστικά χορτοφάγοςκαι αυτό που τον απασχολεί ιδιαίτερα, αλλά και ουσιαστικά είναι ότι από τη στιγμή που έβαλε το κρέας στη διατροφή του διαπράχθηκε παραβίαση μεταξύ της ισότιμης και δίκαιης σχέση που πίστευε ότι υπήρχε μεταξύ ανθρώπων και ζώων. Ο Πλούταρχος ακόμα δικαιολόγησε τον πρώτο άνθρωπο που έφαγε κρέας εξαιτίας απολύτου ανάγκης εφόσον οι αφιλόξενες κλιματολογικές συνθήκες τον ανάγκασαν να στραφεί αλλού για τροφή υπομένοντας έτσι τις κραυγές των ζώων κατά τη διάρκεια της σφαγής τους και την αποφορά από τις ανοικτές πληγές τους. Αυτό όμως που τον προβληματίζει σε αυτή την εξέλιξη είναι το γεγονός ότι από τη στιγμή που ο άνθρωπος δοκίμασε τη σάρκα των ζώων και έγινε αναίσθητος στο σκηνικό της σφαγής, εξακολούθησε να διατηρεί το κρέας στη διατροφή του.
«Ή μήπως, όσον αφορά εκείνους που πρώτοι δοκίμασαν να φάνε κρέας, θα πρέπει να πούμε πως τους έσπρωξε η φτώχεια, διότι ούτε τον καιρό τους περνούσαν με την εκπλήρωση άνομων επιθυμιών ούτε, έχοντας σε υπεραφθονία τα αναγκαία, ξεπέρασαν τα όρια προς τις ηδονές παρά φύση, αδιαφορώντας για τα άλλα ζωντανά πλάσματα και κατέληξαν σε αυτή την πρακτική, αλλά θα έλεγαν, αν τώρα δα ανακτούσαν αίσθηση και φωνή: Ευλογημένοι κι αγαπημένοι των θεών εσείς οι τωρινοί, τι εποχή σας έλαχε να ζήσετε, να καρπώνεστε και να απολαμβάνετε κληρονομιά τα άφθονα αγαθά! Πόσα φυτρώνουν για σας και πόσα τρυγάτε! Πόσο πλούτο από τους κάμπους, πόσες ηδονές μπορείτε να δρέπετε από τα φυτά! Έχετε τη δυνατότητα να καλοπερνάτε χωρίς να λερώνετε τα χέρια σας με αίμα!
Εμάς όμως δέχτηκε μέρος του χρόνου ζωής πολύ σκυθρωπό και φοβερό, αφού από την ώρα που γεννηθήκαμε πέσαμε σε μεγάλη και πνιγηρή φτώχεια. Συγκομιδή ήμερων καρπών δεν υπήρχε, ούτε εργαλείο τέχνη ούτε ίχνος επινοητικότητας. Η πείνα δεν μας έδινε χρονικά περιθώρια ούτε ο σπόρος μπορούσε τότε να περιμένει τις εποχές τους έτους. Πού το παράξενο λοιπόν, αν φάγαμε σάρκες ζώων παρά τις επιταγές της φύσης, τότε που και η λάσπη τρωγόταν και ο φλοιός του δέντρου φαγώθηκε και το να βρεις άγρωστη με βλαστάρια ή καλαμιού ρίζα ήταν ευτύχημα; Όταν γευτήκαμε και φάγαμε βελανίδια, χορέψαμε από τη χαρά μας γύρω από μια βελανιδιά, αποκαλώντας τη δωρήτρια ζωής, μητέρα και τροφό.
Αυτή ήταν η γιορτή που γνώριζε τότε η ζωή, ενώ όλα τα άλλα ήταν μελαγχολικά και άγρια. Εσάς τους τωρινούς όμως ποια λύσσα και ποια αχόρταγη λαχτάρα σάς οδηγεί να βάφετε τα χέρια σας με αίμα τη στιγμή που σας προσφέρονται τόσα για τις ανάγκες σας; Γιατί κατηγορείτε άδικα τη γη ότι πως δεν μπορεί να σας τρέφει; Γιατί ασεβείτε προς τη θεσμοφόρο Δήμητρα και προσβάλλετε τον ήμερο και μειλίχιο Διόνυσο, λες και δεν παίρνετε αρκετά από αυτούς; Δεν ντρέπεστε να ανακατεύετε τους ήμερους καρπούς με αίμα από σφαγή; Αποκαλείτε άγρια ζώα τα φίδια, τις λεοπαρδάλεις και τα λιοντάρια, ενώ οι ίδιοι σφάζετε και σκοτώνετε χωρίς να τους αφήνετε περιθώρια να σας ξεπεράσουν σε ωμότητα. Για εκείνα, τα σκοτωμένα ζώα είναι τροφή, για εσάς λιχουδιά» [Περί κρεοφαγίας, 393 D-F].
Στο σημείο αυτό ο συγγραφέας αναφέρει πως το επίπεδο της γεωργίας στις μέρες του είχε αναπτυχθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε η κατανάλωση κρέατος να μην είναι πλέον αναγκαία. Ο Πλούταρχος επικεντρώνεται στην αφθονία των τροφών που προσφέρει η γη για να καταρρίψει ένα από συνήθη επιχειρήματα των Στωικών -κι όχι μόνο- των οποίων τα λόγια δεν συμφωνούν με τις πράξεις. Εφόσον λοιπόν οι ζωικές τροφές δεν είναι απαραίτητες αφού οι γη παρέχει μία πληθώρα άλλων τροφών, οι Στωικοί που κατά τα άλλα απορρίπτουν κάθε μορφής πολυτέλεια θα έπρεπε να καταδικάζουν την κατανάλωση σάρκας αντί να την επιβραβεύουν. Συγκεκριμένα:
«Ισότιμη δεν είναι ούτε τούτη η αντιπαράθεση με τους Στωικούς για τη σαρκοφαγία. Στ’ αλήθεια, γιατί ο τόσος τόνος στην κοιλιά και στις κουζίνες; Γιατί, εφόσον θεωρούν θηλυπρεπή την ηδονή και την κατηγορούν ως κάτι που δεν είναι ούτε αγαθό ούτε πρηγμένον ούτε οικείο, δείχνουν τέτοια έγνοια για το περιττό στην ηδονή; Ωστόσο, θα ήταν συνεπές με τη θεωρία τους, αν διώχνουν τα αρώματα και τα γλυκά από τα συμπόσια, να δυσανασχετούν περισσότερο με το αίμα και τη σάρκα. Έτσι όπως έχουν τώρα τα πράγματα, φιλοσοφούν σαν να συντάσσουν το ημερήσιο πρόγραμμα και αφαιρούν τις δαπάνες στα δείπνα για τα άχρηστα και τα περιττά, δεν αποδιώχνουν όμως την απάνθρωπη και δολοφονική αγάπη για την καλοπέραση. Πράγματι, λέει [δηλ. ο Στωικός] δεν υπάρχει καμιά συγγένεια ανάμεσα σε εμάς και τα πλάσματα χωρίς λογικό. Ούτε όμως ανάμεσα σε εμάς και το μύρο, θα μπορούσε να πει κάποιος, ούτε ανάμεσα σε εμάς και τα ξενικά γλυκίσματα. Μείνετε λοιπόν μακριά από τα ζώα, εφόσον εκδιώκετε από παντού ό,τι μη χρήσιμο και μη αναγκαίο στην ηδονή.» [Περί κρεοφαγίας, 399 Α-Β].
Όπως βλέπουμε ο Πλούταρχος πίστευε πως η επιλογή αυτού του τρόπου ζωής είχε μειονεκτήματα από όλες τις πλευρές για αυτό και στη συνέχεια του έργου απαριθμεί μία σειρά από λόγους που το κρέας δεν θα πρέπει να αποτελεί μέρος της διατροφής του ανθρώπου. Ξεκινάει λοιπόν από την ίδια την ανατομία του ανθρώπου που δεν είναι σχεδιασμένη από τη φύση τόσο για την κατανάλωση όσο και για την αφομοίωση κρέατος.
Σε ένα εκτενές απόσπασμα του έργου μιλάει εμπεριστατωμένα για το πώς είναι έξω από τη φύση του ανθρώπου να τρώει τροφές αίματος εφόσον η ίδια του η φυσιολογία δεν μπορεί να υποστηρίξει μία τέτοια διατροφή. Ο άνθρωπος σε αντίθεση με τα σαρκοφάγα ζώα δεν μπορεί να δολοφονήσει ένα ζώο με τα χέρια του και μόνο χωρίς τη βοήθεια όπλων ή εργαλείων που έχει κατασκευάσει ο ίδιος. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να αφομοιώσει εύκολα το αίμα και είναι αναγκασμένος να πρέπει να μαγειρέψει το κρέας του αντί να το καταναλώσει ωμό, όπως κάνουν στη φύση τα ζώα που τρέφονται με άλλα ζώα. Ας δούμε το κείμενο από κοντά:
«Ωστόσο, επιτρέψαμε στους άνδρες εκείνους να πουν ότι η αρχή είναι στη φύση. Το ότι δεν είναι στη φύση του ανθρώπου να τρώει κρέας φαίνεται κατ’ αρχάς από την κατασκευή των σωμάτων. Πράγματι, το ανθρώπινο σώμα δεν μοιάζει με κανενός ζώου απ’ όσα έχουν φτιαχτεί για να τρώνε κρέας, δεν υπάρχουν προτεταμένα χείλη, μυτερά νύχια, κοφτερά δόντια, γερό στομάχι και θερμή πνοή ικανή να μετατρέψει και να επεξεργαστεί τα βαριά συστατικά του κρέατος. Ως εκ τούτου η φύση με τα λεία δόντια, το μικρό στόμα, τη μαλακιά γλώσσα και την αδυναμία της πνοής για πέψη αποκλείει τη σαρκοφαγία. Αν υποστηρίζεις ότι είσαι φτιαγμένος για τέτοιου είδους τροφή, πρώτα σκότωσε ο ίδιος αυτό που θέλεις να φας, από μόνος σου, χωρίς να χρησιμοποιήσεις κοπίδι, ρόπαλο ούτε πελέκι. Αντίθετα, όπως οι λύκοι, οι αρκούδες και τα λιοντάρια σκοτώνουν μόνα τους τα ζώα που τρώνε, σκότωσε με δάγκωμα βόδι ή με το στόμα γουρούνι, ξέσκισε αρνί ή λαγό και πέσε πάνω του να το φας όσο είναι ακόμα ζωντανό, όπως εκείνα.
Αν περιμένεις να βρεθεί νεκρό αυτό που τρως και η παρουσία ψυχής σε κάνει να ντρέπεσαι στο να φας τη σάρκα, γιατί τρως το άψυχο πηγαίνοντας ενάντια στη φύση; Ωστόσο, ούτε άψυχο και νεκρό το τρώνε όπως είναι, αλλά το βράζουν, το ψήνουν, το μεταβάλλουν με φωτιά και χημικές ουσίες, αλλοιώνοντας, μετατρέποντας και σβήνοντας με μύρια καρυκεύματα τη γεύση του αίματος, ώστε το γευστικό όργανο να εξαπατηθεί και να δεχτεί ό,τι του είναι ξένο. Εμείς όμως είμαστε τόσο λεπτεπίλεπτοι, μολονότι μολύνουμε τα χέρια μας με αίμα, ώστε αποκαλούμε το κρέας προσφάγι κι έπειτα χρειαζόμαστε άλλα συμπληρώματα για το ίδιο το κρέας, ανακατεύοντας λάδι, κρασί, μέλι, ψαρόζουμο, ξίδι μαζί με μυρωδικά από τη Συρία και την Αραβία, σαν να ενταφιάζουμε πράγματι νεκρό. Μα ακόμη και αφού αυτά διαλυθούν, μαλακώσουν και υποστούν προκαταβολικά πέψη, είναι δύσκολο στην πέψη να επικρατήσει και, αν νικηθεί προκαλεί φοβερό βάρος και νοσηρές μορφές δυσπεψίας. Τα κρέατα που τρώμε δεν είναι μόνο για τα σώματα παρά φύση, αλλά χοντραίνουν τις ψυχές με υπεραφθονία και κορεσμό.» [Περί κρεοφαγίας, 995A-D].
Για τον Πλούταρχο όμως ο πιο σημαντικός λόγος αποχής από το κρέας έχει να κάνει με το τι είναι δίκαιο. Οι άνθρωποι έχουν την τάση να κλείνουν τα μάτια τους σε αυτό που είναι ολοφάνερο και εξορθολογούν κάθε τους ενέργεια ακόμα και αν αυτή καταστρατηγεί θεμελιώδεις αλήθειες που έχουν σχέση με την ίδια τους την ύπαρξη. Αυτό που υπονοεί ο συγγραφέας είναι ότι ένα ζώο που οδηγείται προς σφαγή καταλαβαίνει πολύ περισσότερο από τον άνθρωπο ότι το δικαίωμά του προς ίση μεταχείριση απλά αγνοείται παντελώς. Να λοιπόν πώς βλέπει ο Πλούταρχος την ανθρωπότητα στις μέρες του πράγμα που είναι αλήθεια ότι δεν απέχει πολύ από το σήμερα:
«Τίποτε δεν μας συγκινεί, ούτε η ανθηρή όψη της σάρκας ούτε η γοητευτική μελωδική φωνή ούτε η επινοητικότητα της ψυχής ούτε ο καθαρός τρόπος ζωής και η ξεχωριστή νοημοσύνη των άμοιρων ζώων, αλλά για μικρό κομμάτι σάρκας αφαιρούμε την ψυχή, το φως του ήλιου, τα χρόνια της ζωής, για τα οποία έχει γεννηθεί και έχει φτιαχτεί από τη φύση (το ζωντανό πλάσμα). Ακόμη, τις φωνές και τα γρυλίσματά του θεωρούμε άναρθρους ήχους και όχι παρακλήσεις, δεήσεις και επικλήσεις για δικαιοσύνη του καθενός τους που λέει:
Δεν σου ζητώ να με λυπηθείς στην ανάγκη σου αλλά να μην προχωρήσεις σε ύβρη. Αν είναι για να φας, σκότωσέ με, αν είναι για να φας πιο ευχάριστα, μη με σκοτώνεις. Τι ωμότητα! Είναι τρομακτικό να βλέπεις να στρώνεται τραπέζι πλουσίων, που έχουν νεκροστόλιστες μάγειρες και παρασκευαστές περίπλοκων φαγητών, ακόμη πιο φοβερό όμως (να το βλέπεις) όταν ξεστρώνεται διότι όσα έχουν μείνει είναι περισσότερα απ’ όσα έχουν φαγωθεί. Επομένως τα ζώα μάταια πέθαναν. Αλλά πάλι από τα σερβιρισμένα τα λυπούνται, δεν θέλουν να τα δουν κομμένα και τεμαχισμένα και δεν τα αγγίζουν νεκρά, αν ήταν όμως ζωντανά δεν θα δίσταζαν» [Περί κρεοφαγίας, 995F].
Την ίδια γραμμή σκέψης εκφράζει ο Πλούταρχος και στο έργο του «Περὶ τοῦ τὰ ἄλογα λόγῳ χρῆσθαι» (991-992D) όπου περιγράφονται μεταξύ των άλλων τα σημεία που τα ζώα υπερέχουν των ανθρώπων και πώς μερικά από αυτά θα ήταν καλό να τα υιοθετούσαν και οι ίδιοι. Τα ζώα είναι θαρραλέα, γενναία και δείχνουν εγκράτεια, όπως ένας Πλατωνικός φιλόσοφος.
Σε αντίθεση με τους ανθρώπους περιορίζουν τη διατροφή τους μόνο στα βασικά και δεν αναζητούν περιττή ποικιλία. Όλα αυτά οδηγούν τον ήρωα αυτού του σύντομου έργου να συμπεράνει ότι και στη φύση των ζώων μπορεί κάποιος να αναγνωρίσει τη λογική και τη διάνοια, αλλά παρόλο αυτά οι άνθρωποι δεν μπορούν να δείξουν εγκράτεια να μην τα θανατώνουν και να τα τρώνε αν και τα χωνεύουν αρκετά δύσκολα.
Μπορεί ήδη μερικοί από εσάς να θεωρείτε τα παραπάνω απλές σοφιστίες ή υπεραπλουστευμένα λόγια, αλλά δεν είναι δυνατό να μην αντιλαμβάνεται κάποιος τι πετυχαίνει εδώ ο Πλούταρχος δεδομένου ότι έζησε και σε μία εποχή που δεν υπήρχαν τα μέσα που έχουμε διαθέσιμα σήμερα. Ο Πλούταρχος καταφέρνει με άψογο τρόπο να παρουσιάσει ότι το θέμα της μεταχείρισης των ζώων βασίζεται σε απόλυτα λογικά επιχειρήματα.
Οι αποδείξεις μέσω της παρατήρησης για την εποχή του σχετικά με διάνοια και τη διαισθητικότητα των ζώων με όποια μορφή και αν αυτές εκδηλώνονταν ήταν τόσο μεγάλες ώστε να της παραβλέψει και να δικαιολογήσει την οποιαδήποτε κακομεταχείρισή τους. Με άλλα λόγια, ο Πλούταρχος διατυπώνει μία βασική ηθική αρχή ίσης μεταχείρισης που δεν περιορίζεται αυθαίρετα μόνο σε μέλη του ιδίου είδους. Ίσως να είναι και μία από τις πρώτες αναφορές στη λογοτεχνία της Δύσης κατά της διάκρισης μεταξύ των ειδών, δηλ. του σπισισμού (speciesism). Όσον αφορά τη διατύπωση ότι τα ζώα αισθάνονται φαίνεται όχι έχει σημαντικές προεκτάσεις τις οποίες για άλλη μία φορά ο Πλούταρχος φαίνεται ότι είναι ένας από τους πρώτους που τις θίγει με αυτό τον τρόπο. Πολλοί ηθικοί φιλόσοφοι θα συμφωνούσαν με τον Πλούταρχο ότι αυτό το χαρακτηριστικό απαιτεί μία δίκαιη συμπεριφορά απέναντι στα ζώα που σημαίνει ότι κάθε πράξη που εμποδίζει τα ζώα από το να εξασκήσουν τα δικαιώματά τους είναι πράξη βλαπτική και υποβιβαστική για την ίδια τη φύση τους.
Έτσι λοιπόν το να εμποδίσουμε ένα κοτοπουλάκι να μεγαλώσει σε φυσιολογικούς ρυθμούς ή μία αγελάδα να βοσκήσει ελεύθερη είναι πράξη αδικίας καθώς η ίδια η εικόνα για το πώς το ζώο αντιλαμβάνεται τον εαυτό του καταστρατηγείται. Αν προχωρήσουμε ένα βήμα παρακάτω είναι λογικό να μην υποστηρίζεται ηθικά και η πράξη της θανάτωσης του ζώου, εφόσον κάτι τέτοιο θέτει οριστικό τέλος σε όλα τα δικαιώματά του. Ο Πλούταρχος παρουσιάζει αυτή τη θέση πολύ παραστατικά στο παραπάνω απόσπασμα όταν αναφέρει ότι αφαιρούνται με τη θανάτωση του ζώου «το φως του ήλιου, τα χρόνια της ζωής, για τα οποία έχει γεννηθεί και έχει φτιαχτεί από τη φύση»
Ακόμα, στο σημείο αυτό που αναφέρεται ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν να καταλάβουν τη γλώσσα των ζώων, όταν εκείνα βρίσκονται λίγο πριν το θάνατο ο Πλούταρχος γίνεται κάτι παραπάνω από σύγχρονος. Μπορούμε να δούμε πόσο λάθος είναι η άποψη κάποιων ότι μπορεί να υπάρξει «αξιοπρεπής και ανώδυνος θάνατος σε σφαγεία» σήμερα, όταν τα ζώα βρίσκονται στη σειρά βλέποντας και ακούγοντας τα άλλα ζώα να χάνουν τη ζωή τους. Στο δεύτερο μέρος του Περί σαρκοφαγίας, ο Πλούταρχος συνεχίζει στην ίδια γραμμή περιγράφοντας σκηνές που δεν δεν συμφωνούν καθόλου με την ίση μεταχείριση των ζώων, και καταλήγει ότι αυτό που οδηγεί τον άνθρωπο σε αυτές τις πράξεις δεν είναι τίποτα άλλο παρά η ροπή του προς τη φιληδονία και την απληστία.
«Δεν είναι εύκολο να βγάλει κάποιος το αγκίστρι της σαρκοφαγίας μπηγμένο και σφηνωμένο στη φιληδονία καθώς είναι. Στ’ αλήθεια, δεν θα ήταν άσχημο, όπως ακριβώς οι Αιγύπτιοι, αφού αφαιρέσουν τα σπλάχνα και τα σηκώσουν προς τον ήλιο, τα πετούν ως αίτια όλων των αμαρτημάτων που έκανε ο άνθρωπος, έτσι και εμείς, αφού αποκόψουμε τη γαστριμαργία και τη δίψα μας για αίμα, να μείνουμε αγνοί στην υπόλοιπη ζωή μας. Στην πραγματικότητα, δεν είναι τα σπλάχνα που ζητούν να μολυνθούν με αίμα, αλλά μολύνονται λόγω ασωτίας. Ωστόσο, αν είναι αδύνατον πια εξαιτίας της συνήθειας να μην αμαρτάνουμε, νιώθοντας ντροπή για την αμαρτία ας καταφεύγουμε σε αυτή μόνο όταν υπάρχει λόγος, επειδή όμως πεινάμε, όχι για να καλοπερνάμε.
Ας σκοτώσουμε το ζώο νιώθοντας λύπη και πόνο, όχι αντιμετωπίζοντάς το με έλλειψη σεβασμού και βασανίζοντάς το, σαν τα πολλά που κάνουν τώρα ορισμένοι, μπήγοντας πυρωμένες σούβλες στο λαιμό των γουρουνιών, έτσι, ώστε, με την εμβάπτιση του σιδήρου μέσα του, το αίμα, αφού πήξει και διαχυθεί, να κάνει τη σάρκα εύθρυπτη και μαλακή, άλλοι πηδώντας πάνω στους μαστούς των επίτοκων θηλυκών γουρουνιών και κλοτσώντας τους, έτσι ώστε, αφού βγει αίμα με γάλα και άλλα υγρά αφού πεθάνουν ταυτόχρονα τα έμβρυα με τους πόνους του τοκετού, να φάνε, Δία καθάριε, το πιο ερεθισμένο μέρος του ζώου. Άλλοι, αφού ράψουν τα μάτια των γερανών και των κύκνων και του κλείσουν στο σκοτάδι, τους παχαίνουν νοστιμίζοντας το κρέας τους με παράξενα μείγματα και σάλτσες. Από τούτα είναι ολοφάνερο πως όχι για τροφή ούτε από ένδεια ή από ανάγκη, αλλά από κορεσμό, αναισχυντία και αγάπη για την πολυτέλεια έχουν κάνει την ανομία ηδονή.» [Περί κρεοφαγίας, 997Α-Β].
Αναφέραμε στην αρχή ότι είναι αρκετά πιθανόν ο Πλούταρχος να έχει επηρεαστεί σε ένα βαθμό από τον Πυθαγόρα πάνω στο θέμα της αποχής από το κρέας. Λίγο παραπάνω ο Πλούταρχος παραθέτει πολλά αποσπάσματα από τον Εμπεδοκλή που δεν σώζονται σήμερα, τα οποία υποστηρίζουν ότι η κατανάλωση κρέατος συνιστά κανιβαλισμό γιατί οι ανθρώπινες ψυχές παγιδεύονται μέσα στα θνητά σώματα σαν τιμωρία για το φόνο που διαπράττουν, πράγμα που αντανακλά σε μεγάλο βαθμό τις ιδέες των Πυθαγορείων για την μετεμψύχωση. Παρομοίως, δηλώνει πως το κρέας στη διατροφή των ανθρώπων όπως χοντραίνει τα σώματά τους με τον ίδιο τρόπο φουσκώνει τις ψυχές τους με υπεραφθονία και κορεσμό. Συμφωνεί ότι σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί το σώμα να δείχνει δυνατό και ρωμαλέο, όμως η ψυχή γίνεται ασθενική.
«Έτσι επομένως και μέσα από σώμα ταραγμένο, παραφορτωμένο και βαρύ από τροφές αταίριαστες η λάμψη της ψυχής και το φέγγος της φτάνουν κατ’ ανάγκην αδύναμα και θολά, πλανιούνται και είναι ασταθή, εφόσον η ψυχή δεν διαθέτει φως και ένταση για να εισχωρήσει στα λεπτά και αδιόρατα σημεία της πραγματικότητας.» [Περί κρεοφαγίας, 996Α].
Τα λόγια αυτά θυμίζουν αρκετά την Πλατωνική φιλοσοφία για την ανάγκη ελευθερία από ό,τι κρατάει κάποιον δέσμιο των αναγκών του σώματος για να πετύχει μία πνευματική ανάταση. Συνεχίζει να αναφέρεται στις ιδέες του Πυθαγόρα και του Εμπεδοκλή, οι οποίοι και οι δύο πρότειναν μία διατροφή χωρίς κρέας θεωρώντας ότι η καλοσύνη απέναντι στα ζώα θα φέρει και την καλοσύνη μεταξύ των ανθρώπων ανεξάρτητα αν δεχθούμε ή όχι ότι τα ζώα μπορούν να αισθάνονται. Στο σημείο αυτό, ο Πλούταρχος αναφέρει τις απόψεις των προγενέστερών του φιλοσόφων, οι οποίες θυμίζουν αρκετά τη θέση πως οτιδήποτε συμβαίνει στα ζώα αυτό έχει άμεσο αντίκτυπο και στις σχέσεις των ανθρώπων , και ότι είναι υποχρέωση των ανθρώπων να σέβονται αυτό που δεν ανήκει στο δικό τους είδος.
«Στ’ αλήθεια, ποιο δείπνο, για το οποίο θανατώνεται κάποιο έμψυχο ον, δεν είναι ακριβό; Λίγο θεωρούμε ότι κοστίζει η ζωή; Και δεν εννοώ βέβαια τη ζωή της μητέρας, του πατέρα, κάποιου αγαπημένου προσώπου ή παιδιού, όπως έλεγε ο Εμπεδοκλής, αλλά αυτή που έχει τουλάχιστον μερίδιο στην αίσθηση, στην όραση, στην ακοή, στη φαντασία, στη νοημοσύνη, την οποία έχει παραλάβει κάθε ζωντανό πλάσμα από τη φύση για να αποκτά ό,τι του είναι οικείο και αποφεύγει ό,τι του είναι ξένο. Εξέτασε ποιοι από τους φιλοσόφους μάς εξημερώνουν περισσότερο, εκείνοι που μας καλούν να τρώμε τα παιδιά, τα αγαπημένα πρόσωπα, τους πατεράδες και τις γυναίκες μας όταν πεθαίνουν, ή ο Πυθαγόρας και ο Εμπεδοκλής που μας συνηθίζουν να είμαστε και προς πλάσματα άλλου γένους δίκαιοι. Τα δόγματα του Πυθαγόρα και του Εμπεδοκλή, αντίθετα, ήταν νόμοι για τους παλιούς Έλληνες, τα δημητριακά και οι τρόποι ζωής. [επειδή δεν έχουμε κανένα δικαίωμα απέναντι στα άλογα ζώα].
Ποιοι λοιπόν αποφάσισαν τούτα αργότερα;
Εκείνοι που πρώτοι σφυρηλάτησαν το μαχαίρι των κακούργων του δρόμου, εκείνοι που πρώτοι έφαγαν τα βόδια τα καματερά. Έτσι, βέβαια, αρχίζουν και οι τύραννοι τις σφαγές. Όπως ακριβώς την πρώτη φορά σκότωσαν στην Αθήνα τον χειρότερο συκοφάντη, ο οποίος επονομάστηκε άξιος (για να πεθάνει), κι έπειτα το δεύτερο και τον τρίτο. Μετά από τούτο συνήθισαν και δέχονταν να θανατώνεται ο Νικήρατος, ο γιος του Νικία, ο στρατηγός Θηραμένης και ο φιλόσοφος Πολέμαρχος. Κατά τον ίδιο τρόπο στην αρχή φαγώθηκε κάποιο άγριο και φονικό ζώο κι έπειτα κατασπαράχθηκε κάποιο πουλί ή ψάρι. Αφού γεύτηκε έτσι αίμα και δοκιμάστηκε πάνω τους η φονική μας διάθεση, στράφηκε προς το καματερό βόδι, το πρόβατο που μας στολίζει και τον κόκορα που μένει στο σπίτι.
Σιγά σιγά, αφού ακόνισαν έτσι οι άνθρωποι την απληστία τους, προχώρησαν σε σφαγές ανθρώπων, σε πολέμους και δολοφονίες. Αν όμως κάποιος δεν αποδείξει πρώτα ότι μπαίνουν σε κοινά σώματα οι ψυχές κατά τις παλιγγενεσίες, και αυτό που τώρα είναι λογικό γίνεται έπειτα άλογο και ξαναγίνεται ήμερο το τώρα άγριο, ότι η φύση αλλάζει τα πάντα και τα εγκαθιστά σε άλλες κατοικίες, ντύνοντάς τα με ασυνήθιστο χιτώνα σάρκας, τούτα δεν θα αποτρέψουν το ανήμερο, το ακόλαστο στοιχείο μέσα μας, αυτό που και στο σώμα δημιουργεί αρρώστιες και βάρος και την ψυχή διαφθείρει, εφόσον την τρέπει σε πόλεμο και ακόμη πιο άνομο, αφού συνηθίσαμε πια να μην προσφέρουμε σε φιλοξενούμενο τραπέζι, να μη γιορτάζουμε σε γάμο, να μη συναντιόμαστε με φίλους χωρίς αίμα και σφαχτό.
Ωστόσο, ακόμη κι αν το επιχείρημα για τις ψυχές και τον ερχομό τους πάλι σε άλλα σώματα μένει αναπόδεικτο και είναι αναξιόπιστο, η αμφιβολία μάς κάνει να είμαστε επιφυλακτικοί και να φοβόμαστε. Είναι σαν κάποιος σε πολεμική νυχτερινή σύγκρουση ορμούσε με το ξίφος να χτυπήσει άντρα τραυματισμένο, που το σώμα του έκρυβε ο θώρακας, και άκουγε άλλον να του λέει πως, χωρίς να είναι σίγουρος, πιστεύει και νομίζει ότι ο πεσμένος άνδρας είναι ο γιος του πρώτου, αδελφός, πατέρας ή σύσκηνος. Τι είναι καλύτερο; Να συνταχθεί με υποψία όχι αληθινή και να αφήσει ήσυχο τον εχθρό ως φίλο ή να μη λάβει υπόψη του κάτι αβέβαιο και να σκοτώσει τον οικείο ως εχθρό; Το τελευταίο θα χαρακτηρίσετε όλοι τρομερό. Κοίταξε επίσης τη Μερόπη της τραγωδίας, που σηκώνει απέναντι στον ίδιο της το γιο πελέκι, θεωρώντας τον ως φονιά του γιου της, και λέει: «Πιο αποτελεσματικό χτύπημα θα σου καταφέρω εγώ τώρα»
Πόση συγκίνηση προκαλεί στους θεατές και τους σηκώνει όρθιους από το φόβο μήπως τυχόν και χτυπήσει το παλικάρι, προτού τη σταματήσει ο γέροντας. Αν ένας γέροντας στεκόταν δίπλα και της έλεγε: «Χτύπα τον! Είναι εχθρός» και ένας άλλος: «Μην τον χτυπάς! Είναι ο γιος σου», ποιο αδίκημα θα ήταν μεγαλύτερο, το να μην προχωρήσει στην τιμωρία του εχθρού για χάρη του γιου ή να σκοτώσει το παιδί της από την οργή της προς τον εχθρό; Αν, επομένως, δεν είναι μίσος ούτε θυμός, δεν είναι άμυνα ούτε φόβος για τη ζωή μας που μας σπρώχνει στο φόνο, αλλά προς χάρη της ηδονής στεκόταν εκεί έτοιμο σφαχτάρι με το κεφάλι γερμένο προς τα πίσω, κι έπειτα ο ένας φιλόσοφος μας έλεγε: «Σφαξ’ το, είναι ζώο χωρίς λογικό», ενώ ο άλλος: «Σταμάτα! Κι αν η ψυχή κάποιου συγγενή ή γνωστού έχει μπει μέσα στο σώμα αυτό;» Ίσος τουλάχιστον είναι, θεοί, κι όμοιος ο κίνδυνος, στην πρώτη περίπτωση, αν δείξω απάθεια, να μη φάω κρέας, και στη δεύτερη, αν δεν πιστέψω, να σκοτώσω παιδί ή άλλον οικείο.
Ισότιμη δεν είναι ούτε τούτη η αντιπαράθεση με τους Στωικούς για τη σαρκοφαγία. Στ’ αλήθεια, γιατί ο τόσος τόνος στην κοιλιά και στις κουζίνες; Γιατί, εφόσον θεωρούν θηλυπρεπή την ηδονή και την κατηγορούν ως κάτι που δεν είναι ούτε αγαθό ούτε προηγμένον ούτε οικείο, δείχνουν τέτοια έγνοια για το περιττό στην ηδονή; Ωστόσο θα ήταν συνεπές με τη θεωρία τους, αν διώχνουν τα αρώματα και τα γλυκά από τα συμπόσια, να δυσανασχετούν περισσότερο με το αίμα και τη σάρκα. Έτσι όπως έχουν τώρα τα πράγματα, φιλοσοφούν σαν να συντάσσουν το ημερήσιο πρόγραμμα και αφαιρούν τις δαπάνες στα δείπνα για τα άχρηστα και τα περιττά, δεν αποδιώχνουν όμως την απάνθρωπη και δολοφονική αγάπη για την καλοπέραση.
«Πράγματι, λέει, δεν υπάρχει καμιά συγγένεια ανάμεσα σε εμάς και στα πλάσματα χωρίς λογικό. Ούτε όμως ανάμεσα σε εμάς και στο μύρο, θα μπορούσε κάποιος να πει, ούτε ανάμεσα σε εμάς και στα ξενικά γλυκίσματα. Μείνετε λοιπόν μακριά και από τα ζώα, εφόσον εκδιώκετε από παντού ό,τι μη χρήσιμο και μη αναγκαίο στην ηδονή. Ας εξετάσουμε, ωστόσο, και το εξής, αν δεν υπάρχει ανάμεσα σε εμάς και στα ζώα η παραμικρή σχέση δικαιοσύνης, είτε μιλάμε με τεχνικούς είτε με σοφιστικούς όρους. Αφού κοιτάξουμε μέσα μας τα ίδια τα συναισθήματά μας, αφού μιλήσουμε τον εαυτό μας με λόγια ανθρωπιάς και εξετάσουμε» … [Περί κρεοφαγίας, 997Ε-998C].
Δυστυχώς το υπόλοιπο κείμενο του δεύτερου μέρους του έργο δεν σώζεται καθώς θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να δούμε τις απόψεις του Πλουτάρχου για ένα θέμα που φαίνεται να ήταν η σχέση που υπάρχει ανάμεσα στις διατροφικές συνήθειες του ανθρώπου και τη δικαιοσύνη, για το οποίο φαίνεται από το παραπάνω απόσπασμα ότι είχε απασχολήσει τόσο τον Πυθαγόρα όσο και τον Εμπεδοκλή. Σε γενικές γραμμές ο Πλούταρχος προωθεί την ηθική διάσταση που έχει η ακρεοφαγία, παρόλο που και ο ίδιος αναγνωρίζει πως οι άνθρωποι δεν έχουν τη δύναμη να υιοθετήσουν μία ανάλογη διατροφή παρά μόνο όσοι διακατέχονται από ηθικές αξίες ή θα λέγαμε σήμερα οι πνευματικοί άνθρωποι που αναζητούν τροφές δύναμης και όχι τροφές που μολύνουν τόσο το σώμα τους όσο και το πνεύμα τους.
Αυτή τη θέση τη συναντάει κανείς και σε άλλα του έργα που αγγίζουν το θέμα της ακρεοφαγίας και βρίσκονται στη συλλογή Ηθικά. Στο «Υγιεινά παραγγέλματα» ο Πλούταρχος συμπεραίνει ότι η κατανάλωση κρέατος έχει γίνει για τον άνθρωπο κατά κάποιο τρόπο η δεύτερή του λάθος φύση και πρέπει να υποστηρίζεται μάλλον περισσότερο σαν κάτι συμπληρωματικό, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της διατροφής του θα πρέπει να είναι εναρμονισμένο με τις επιταγές της φύσης. Σε μία άλλη συζήτηση που περιλαμβάνεται στο Συμποσιακών προβλημάτων ότι όσο εύκολα η ανάγκη έφερε το κρέας στην ανθρώπινη διατροφή τόσο δύσκολο είναι να εγκαταλειφθεί σήμερα.
Σε ένα άλλο του έργο, το «Τῶν ἐπτὰ σοφῶν συμπόσιον» παρουσιάζει το νομοθέτη Σόλων να υποστηρίζει πως είναι αλήθεια ότι όλος ο τρόπος που διατρέφεται ο άνθρωπος από τη φύση του ενέχει την ιδέα της αδικίας είτε καταναλώνει ένα ζώο ή φυτό. Καθώς λοιπόν δεν είναι δυνατόν ο άνθρωπος να απέχει εξολοκλήρου από την τροφή για να είναι δίκαιος, το αμέσως καλύτερο πράγμα που μπορεί να κάνει είναι να σταματήσει να αναζητά λιχουδιές και να ζήσει μόνο με απλές τροφές γιατί η επιθυμία για τα μη αναγκαία πράγματα όπως το κρέας γίνεται πια συνήθεια.
Ο Πλούταρχος υποτιμά όσους ανθρώπους δεν μπορούν να ξεκόψουν από τα δεσμά της συνήθειας και του βολέματος και τους παρακινεί να απέχουν από την κατανάλωση κρέατος στο μέγιστο βαθμό. Για τους περισσότερους ανθρώπους η χορτοφαγία σύμφωνα με τον συγγραφέα είναι μία ηθική πράξη άνευ ορίων και πολύ πιθανόν να υπονοεί ότι είναι χρέος όλων των φιλοσόφων, των πνευματικών ανθρώπων και των πραγματικών πολεμιστών.
Η απόδειξη ότι τόσο οι άνθρωποι όσο και τα ζώα μοιράζονται τις ίδιες αισθήσεις και νου είναι μία από τις κεντρικές θέσεις τους συγγραφέα και φαίνεται ότι πρέπει να είναι επιθυμία και για τον πραγματικό πνευματικό άνθρωπο και λάτρη της φιλοσοφίας να υιοθετήσει μία αίσθηση συνέχειας και συνοχής σε όλες της πράξεις της ζωής του, συμπεριλαμβανομένων και των διατροφικών του συνηθειών. Για κάθε άνθρωπο που υιοθετεί τη θέση του Πλούταρχου ότι είμαστε μαζί με τα ζώα μέλη μίας ενιαίας συνειδητότητας το να μην τους αφαιρούμε τη ζωή δεν είναι ηρωική πράξη, αλλά απλά το λογικό πράγμα που μπορεί να κάνει κάποιος. Αν αγαπάς τα ζώα, δεν τα φυλακίζεις και πάνω από όλα δεν τα τρως.
S.T. Newmyer, Animals, rights, and reason in Plutarch and modern ethics (2006)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου