Λαογραφικά του Μαί
Tώρα Μαγιά, τώρα δροσιά, τώρα τό καλοκαίρι, τώρα μορφαίνουν τά κλαδιά, τώρα μορφαίνει ό τόπος.
Μ' αύτό τό τραγουδάκι καλοδέχονται οϊ Μακεδόνες τό Μάη. Τό μήνα πού τό πρασίνισμα καί τό λουλούδισμα τής φύσης βρίσκονται στό κορύφωμά τους. Γι αυτό καί «Πράσινο» τόν ονομάζουνε καί «Λούλουδον» οί Ήπειρώτες. Τό πράγμα επιβεβαιώνεται κι άπ’ άλλα τραγουδάκια καί προσωνυμίες: ’Απρίλης μέ τά λούλουδα καί Μάης μέ τά ρόδα.
Τό τελευταίο έγινε άφορμή νά ονομαστεί «Τριανταφυλλάς» κι ένας άγιος πού γιορτάζει τήν όγδοη μέρα του:
Ο άη-Γιάννης ό Θεολόγος. Κι αύτό, γιατί στή Θράκη, όπου καλλιεργούνται τά τριαντάφυλλα γιά τό περίφημο ροδέλαιο, σύμφωνα μέ τή λαϊκή πίστη -πού έπικρατεί καί σ’ άλλα μέρη, άλλωστε- ό άη-Γιάννης τιμωρεί καταστρέφοντας μέ χαλάζι όσους έργάζονται σέ γεωργικές έργασίες τήν ήμέρα τής γιορτής του (βλέπε καί άγιο Φίλιππο, στό Νοέμβριο).
Κάτι πού κάνει τούς 'Αγραφιώτες νά τόν όνομάζουν καί «Χαλαζιά», ένώ οι Τηνιακοί τόν βάφτισαν καί «Βροχάρη». Γιά νά τόν έξευμενίσουνε λοιπόν οί Θρακιώτες, νά μήν καταστρέψει τό τόσο πολύτιμο γι’ αύτούς προϊόν, τοΰ δωσαν τήν προσωνυμία πού είπαμε.
Καί είναι γνωστό πώς ό Μάης, μαζί μέ τις καλοσύνες του, φημίζεται καί γιά τις ξαφνικές μπόρες του, μέ βροχή καί μέ χαλάζι, τόσο άκαιρες γιά τή γεωργία, πού μάς άναγκάζουνε νά λέμε:
Στών άμαρτωλώ τόν τόπο, τό Μάη μήνα βρέχει, ή, στή Μύκονο: Όντως ήπρεπε δέν ήτα, καί τό Μάη δροαολόα... ή: όταν έπρεπε δέν έβρεχε καί τό Μάη χαλαζώνει...
Επειδή όμως όλα είναι τόσο σχετικά σ' αύτόν τόν κόσμο, καί στη βόρεια Ελλάδα, μέ τά όψιμα σπαρτά, ή μαγιάτικη βροχή κι άκόμα, όταν παρατραβήξει καμιά φορά ή στέγνη (ανομβρία), συνηθίζουνε στήν Ήπειρο, τή Μακεδονία, τή Θράκη καί τή Ρούμελη νά καταφεύγουν στις μαγικές ικανότητες τής Περπερούνας, πού κατά περιοχές λέγεται καί Περπερού, Περπεριά, Περπερίταα καί Μπαρμπαρούσα καί Παπαρούνα, μέ παρετυμολογία, άπό τό βλάχικο paperuna (άπό τό όποιο, κατά τόν Gustav Meyer, Neugr. Studien 2, 86 προήλθε, κι αύτό άπό τό λατιν. papilio = πεταλούδα).
Ή μάγισσα τούτη δέν είναι παρά ένα... κοριτσάκι δέκα ώς δώδεκα χρονών, όρφανό άπό μάνα καί πατέρα, πού τό στολίζουνε τά συνομήλικό του άπό τήν κορφή ώς τά νύχια, τόσο, πού νά μή φαίνεται καθόλου, μέ πρασινάδες (κλαδιά καστανιάς π.χ. ή κουφοξυλιάς) καί χορτάρια (λάπαθα κυρίως) καί λουλούδια. Περιφερόντάς το οί φιλαινάδες του άπό σπίτι σέ σπίτι τραγουδούνε (μέ διάφορες παραλλαγές) αύτό τό τραγουδάκι:
Περπερούνα περπατεϊ,/ τό Θεό παρακαλεί:
Θέ μου, ρίξε μιά βροχίτσα, μιά βροχίτσα σιγαλή (ή μιά βροχή βασιλική: δυνατή)
γιά ν' άνθίσουν τά σταράκια/ καί ν' άνθίσουν τ’ άμπελάκια
ή: γιά νά γίνουν τά σταράκια καί τής μπάμπως τά κρεμμύδια.
Όσες τρύπες στό δερμώνι,/ τόσες θημωνιές στ’ άλώνι.(όπου τό «δερμώνι» είδος κόσκινου μέ μεγάλες τρύπες πού χρησιμοποιείται κατά τό άλώνισμα).
Στό τέλος τού τραγουδιού ή «Περπερούνα» παίρνει τό φιλοδώρημά της (χρήματα ή άβγά, φουντούκια, καρύδια κι άμύγδαλα ή ψωμί), ένώ σύγκαιρα δέχεται άπό τό παράθυρο ένα συμβολικό μέν, άλλά γερό... κατάβρεγμα μέ τό μαστραπά (σιδερένιο δοχείο νερού).
Στή Ρούμελη, τό κοριτσάκι αύτό τό περιφέρουν δεμένο μ' ένα σκοινί άπό τό λαιμό. Αύτού μάλιστα τό λένε καί συμβολικότερα «βίδρα», πού σημαίνει τόν ύδρόβιο κάστορα. Είναι δέ όλοι τους τόσο βέβαιοι γιά τήν άποτελεσματικότητα αύτού τού μέσου, ώστε στό Δομοκό τής Θεσσαλίας συμπληρώνουν:
Κι ό φτωχός μέ τό τσαπί,/ κάνει αύλάκια νά διαβεϊ, αύλάκια αύλάκια τό νερό,/ κούπες κούπες τό κρασί.
Όπως φαίνεται καθαρά άπό τά παραπάνω, τό κατάβρεγμα συμβολίζει τήν πολυπόθητη βροχή, πού θά κάνει τόν ξερό τόπο (τήν πεντάρφανη Περπερούνα) νά πρασινίσει καί νά σκεπαστεί άπό βλάστηση (σάν τό καταστολισμένο κοριτσάκι) καί ν’ άποδώσει πλούσιους τούς καρπούς της (τά φιλοδωρήματα).
Τήν αξία τής μαγιάτικης βροχής δείχνει άκόμα κάποια παράδοση πού κυκλοφορεί στήν Ήπειρο, τή Μακεδονία καί τή Ζάκυνθο:
Μιά φορά ένας βασιλιάς έστησεν έξω άπό τό παλάτι του μιά έλαφίνα μέ τ' άλαφόπουλό της στολισμένα καί σκεπασμένα μέ λογής λογιών πετράδια καί κήρυξε πώς όποιος μπορέσει νά έκτιμήσει τήν άξια τους, θά πάρει ένα μεγάλο χάρισμα (δώρο). Πήγαινεν ό ένας, ό άλλος, έλεγαν τή γνώμη τους, άλλά καμιά δέν άρεσε στό βασιλιά. Ώσπου μιά μέρα πάει ένας γέρος καί τοϋ λέει:
Αν βρέξει ’Απρίλης δώδεκα, κι ό Μάης μιά καί φίνα, άξίζει τ’ άλαφόπουλο μ’ δλη τήν άλαφινα κι ό βασιλιάς εύχαριστήθηκε μέ τή σοφία τού γέρου καί κράτησε τήν ύπόσχεσή του.
Ένα άλλο γνωμικό συμπληρώνει:
Αν βρέξει ’Απρίλης δώδεκα, κι ό Μάης πέντε-δέκα, νά δεις τό κοντοκρίθαρο πώς στρίβει τό μουστάκι!
Δίνει λοιπόν ό Μάης τίς τελευταίες έλπίδες γιά τό ευεργετικό πότισμα καί τήν άπόδοση τών χωραφιών, στούς όψιμους, ένώ στούς πρώιμους φέρνει μέ τίς μπόρες του τό γκρέμισμα πολύμηνων κόπων κι έλπίδων.
Γιά νά είμαστε όμως καί δίκαιοι, δέν είναι άπόλυτα υπεύθυνος γι’ αύτό, γιατί πληρώνει καί τίς άμαρτίες του 'Απρίλη, καί τού Μάρτη άκόμα, καθώς ξέρομε. Γιαυτό καί πολλές φορές άδερφώνεται μέ τόν προηγούμενο στό σύμπλεγμα τού «Άπριλομάη» ή τοΰ «Μαγιάπριλου». 'Η σύγχυση μάλιστα τούτη έκαμε τούς Ζακυθινούς νά δηλώνουν ειρωνικά τήν έννοια τής χρονικής άοριστίας φορτώ- νοντάς την «στά Μαγιάπριλα» (στό «μήνα πού δέν έχει Σάββατο», καθώς λέμε συνήθως).
Παρόλαυτά, ό κόσμος θεωρεί τό Μάη μήνα χαρούμενο καί λουλουδένιο, καί γιαυτό άπό τήν παραμονή του άκόμα ξεχύνεται στούς κάμπους καί στούς κήπους γιά νά «τόν πιάσει», σάν άπιστος Θωμάς, καί μέ τήν άφή νά τόν νιώσει καί νά χαρεί τόν έρχομό του.
Θά έκομίζαμε γλαύκα εις Αθήνας, άν έπαναλάβομε πώς κάνουν στεφάνια κι άνθοδέσμες, τούς «Μάηδες», γιά τίς πόρτες καί τά μπαλκόνια τους ό κόσμος - πιστοί καί μή τής παράδοσης.
Τό λιγότερο ϊσως γνωστό είναι ότι τό μάζεμα τών λουλουδιών στά χωριά γινόταν, ή γίνεται άκόμα, μέ όρισμένα έπίκαιρα τραγούδια.
Ότι τό κρέμασμα τοΰ «Μάη», σέ μερικά μέρη, πρέπει νά γίνει σκοτεινά («άφώτιγα»), πριν βγεί ό ήλιος δηλαδή.
Ότι μαζί μέ τά λουλούδια τοποθετούν συμβολικά, «γιά τό καλό», καί στάχια, σκόρδα, κρεμμύδια ή κλαδί συκιάς, άμυγδαλιάς, ροδιάς μέ τούς καρπούς των, όσα έχουν, έστω κι άγίνωτους άκόμα.
Ότι τό άγκάθι ή τό σκόρδο τό βάζουν μερικοί «γιά τοΰ έχθροϋ τό μάτι», γιά τή βασκανία.
Οτι στή Σαντορίνη άνταλλάσσουν μεταξύ τους οί συγγενείς καί φίλοι τούς «Μάηδες», καί μάλιστα οί έρωτευμένοι.
Οτι τούς άφίνουν γενικά κρεμασμένους ώς τήν παραμονή τ’ άη- Γιαννιοΰ τοΰ Κλήδονα, οπότε τούς ρίχνουν καί τούς καίνε στίς φωτιές, «φωτάρες» στή Μύκονο, πού άνάβουνε γιά τό έθιμο καί πηδούν πρός τιμή του.
Οί εύχαριστημένοι άπό τό Μάη τόν λένε «Καλομηνά», όπως οί Πόντιοι, γιά τις καλές, γλυκειές του μέρες, ένώ οί Μακεδόνες «Κερασάρη» - κι είναι γνωστά τά πολλά καί ώραΐα κεράσια τής "Εδεσσας. Οί Κύπριοι, πάλι, άποβλέποντας στή μεγάλη διάρκεια των ήμερων του, πού τούς άναγκάζει νά τρώνε «πέντε» φορές ως τό βράδυ, τόνε λένε «Πεντεφά» - έπίθετο πού άλλοι τό δίνουνε στόν Αύγουστο, γιά τά πολλά του φρούτα καί λοιπά.
Οί Καλυμνιοί πού πρώιμα θερίζουνε, λένε Μάη τό θερισμό, ένώ οί Βολιώτες, πού συνηθίζουν νά μασκαρεύονται τήν Πρωτομαγιά, όνομάζουν «Μάηδες» τούς μασκαράδες.
Τήν άφθονη πρασινάδα έκμεταλλεύονται καί τά ζώα, μά... προσοχή:
Νά μή ζηλέψεις τή Λαμπρή γυναίκα, καί τόν Άπριλομάη φοράδα!
- γιατί ή πρώτη θά σέ ξεγελάσει, μέ τά λαμπριάτικα πού φορεί, καί τήν κολακεύουν, γιά τήν ομορφιά της, καί ή δεύτερη θά σοϋ φαντάξει γιά καλόσοη... μέ τήν πρόσκαιρη πάχυνσή της...
Κι ένώ είναι όλα τόσο ποιητικά καί όμορφα καί μπορούν ν' άποτελέσουν μιά θαυμάσια διακόσμηση γιά τήν τέλεση τού ιερότερου γιά τόν άνθρωπο δεσμού, τού γάμου, ό λαός, συσχετίζοντας τ' όνομα τού Μάη μέ μιά τρομερή λέξη, τή μαγεία, φοβάται -ή, τουλάχιστο, φοβόταν- νά παντρευτεί στις μέρες του, γιά νά μή... μαγευτεί.
Ας θυμηθούμε καί τό: «Μάη μου, μάγεψέ τον!» - καί δέν μπορέσει ν' άποκτήσει τό πλάσμα τών όνείρων του...
Αύτός είναι κι ένας άπό τούς λόγους, γιά τούς όποιους τό πρωί τής Πρωτομαγιάς πολλοί τρώνε σκόρδο μόλις σηκωθούν, γιά ν' άποτρέψουνε τή βασκανία, ή πίνουν «άμίλητο νερό», πού έφερε δηλαδή άπό τή βρύση μιά κοπέλα, χωρίς νά μιλήσει, στό δρόμο, σέ κανέναν. 'Επισκέπτονται άκόμη άγιασμένα νερά, «άγιάσματα» (μέρη όπου άναβλύζουν νερά κοντά σέ ξωκκλήσια τ’ άη-Γιάννη) καί τρώνε λαμπροκουλούρα φυλαγμένη στά εικονίσματα άπό τή Μεγάλη Πέμπτη, καί λοιπά.
Ο φόβος γιά τήν τέλεση τού γάμου τό Μάη, συνδέεται καί μέ τήν προσβολή πού νιώθομε, έμείς, τά άνώτερα πλάσματα τής γής, νά συγχρονίσομε τόν ύμέναιό μας μέ τόν όργασμό πού δείχνουν αύτόν τό μήνα τά «συμπαθητικά τετράποδα» πού άκοϋνε στ' όνομα γάιδαρος...
Ή βαθύτερη όμως αιτία φαίνεται πώς είναι άλλη, κληρονομιά κι αύτή τών άρχαίων Ρωμαίων, μαζί μέ τ’ όνομα τού μήνα. Κατά τό μήνα δηλαδή αύτόν, πού τ' όνομά του προέρχεται, κατά τήν πιθανότερη ετυμολογία, άπό τή μητέρα τού Έρμή Maja (:Μαϊα), προσωποποίηση τής μάνας Γης, πού μάς τρέφει μέ τ' άγαθά της, τής Κυβέλης, οί Ρωμαίοι γιόρταζαν τά Lemuria, μιά γιορτή τών νεκρών, όπότε δέν τή θεωρούσαν ούτε σωστή ούτε τυχερή τήν τέλεση τών γάμων τότε. ’Αφίνομε ότι τά πνεύματά τους ξαναγύριζαν στόν κόσμο καί τρομοκρατούσαν τούς άνθρώπους...
Φαίνεται άκόμα πώς καί τό έθιμο τής Πρωτομαγιάς σχετίζεται μέ τά Floralia (γιορτή τών λουλουδιών, όπως τ' άνθεστήρια τά δικά μας), πού άρχίζοντας άπό τίς 28 'Απριλίου συνεχίζονταν ώς τή δευτέρα Μαΐου. Οί Ρωμαίοι μάλιστα παρίσταναν τό Μάη σάν ένα μεσόκοπο άντρα μέ φαρδύ χιτώνα καί μ’ ένα πανέρι στό κεφάλι γεμάτο λουλούδια.
Είτε καλός, όμως, εϊτε κακός ό Μάης, ’Απρίλης, Μάης, κοντά 'ν' ό θέρος -τό θέρισμα- ή άνταμοιβή τών κόπων μας, τό καλοκαίρι, μέ τίς χαρές καί τό ξεκούρασμά του. Γι’ αυτό καί «Θεριστής» ονομάζεται ό μήνας σέ πολλά μέρη τής Ελλάδας.
Πηγή: Ο κύκλος του χρόνου (Εθιμικά-λατρευτικά-μετεωρολογικά)-Σταύρου Μάνεση-Αθήνα 1981
Tώρα Μαγιά, τώρα δροσιά, τώρα τό καλοκαίρι, τώρα μορφαίνουν τά κλαδιά, τώρα μορφαίνει ό τόπος.
Μ' αύτό τό τραγουδάκι καλοδέχονται οϊ Μακεδόνες τό Μάη. Τό μήνα πού τό πρασίνισμα καί τό λουλούδισμα τής φύσης βρίσκονται στό κορύφωμά τους. Γι αυτό καί «Πράσινο» τόν ονομάζουνε καί «Λούλουδον» οί Ήπειρώτες. Τό πράγμα επιβεβαιώνεται κι άπ’ άλλα τραγουδάκια καί προσωνυμίες: ’Απρίλης μέ τά λούλουδα καί Μάης μέ τά ρόδα.
Τό τελευταίο έγινε άφορμή νά ονομαστεί «Τριανταφυλλάς» κι ένας άγιος πού γιορτάζει τήν όγδοη μέρα του:
Ο άη-Γιάννης ό Θεολόγος. Κι αύτό, γιατί στή Θράκη, όπου καλλιεργούνται τά τριαντάφυλλα γιά τό περίφημο ροδέλαιο, σύμφωνα μέ τή λαϊκή πίστη -πού έπικρατεί καί σ’ άλλα μέρη, άλλωστε- ό άη-Γιάννης τιμωρεί καταστρέφοντας μέ χαλάζι όσους έργάζονται σέ γεωργικές έργασίες τήν ήμέρα τής γιορτής του (βλέπε καί άγιο Φίλιππο, στό Νοέμβριο).
Κάτι πού κάνει τούς 'Αγραφιώτες νά τόν όνομάζουν καί «Χαλαζιά», ένώ οι Τηνιακοί τόν βάφτισαν καί «Βροχάρη». Γιά νά τόν έξευμενίσουνε λοιπόν οί Θρακιώτες, νά μήν καταστρέψει τό τόσο πολύτιμο γι’ αύτούς προϊόν, τοΰ δωσαν τήν προσωνυμία πού είπαμε.
Καί είναι γνωστό πώς ό Μάης, μαζί μέ τις καλοσύνες του, φημίζεται καί γιά τις ξαφνικές μπόρες του, μέ βροχή καί μέ χαλάζι, τόσο άκαιρες γιά τή γεωργία, πού μάς άναγκάζουνε νά λέμε:
Στών άμαρτωλώ τόν τόπο, τό Μάη μήνα βρέχει, ή, στή Μύκονο: Όντως ήπρεπε δέν ήτα, καί τό Μάη δροαολόα... ή: όταν έπρεπε δέν έβρεχε καί τό Μάη χαλαζώνει...
Επειδή όμως όλα είναι τόσο σχετικά σ' αύτόν τόν κόσμο, καί στη βόρεια Ελλάδα, μέ τά όψιμα σπαρτά, ή μαγιάτικη βροχή κι άκόμα, όταν παρατραβήξει καμιά φορά ή στέγνη (ανομβρία), συνηθίζουνε στήν Ήπειρο, τή Μακεδονία, τή Θράκη καί τή Ρούμελη νά καταφεύγουν στις μαγικές ικανότητες τής Περπερούνας, πού κατά περιοχές λέγεται καί Περπερού, Περπεριά, Περπερίταα καί Μπαρμπαρούσα καί Παπαρούνα, μέ παρετυμολογία, άπό τό βλάχικο paperuna (άπό τό όποιο, κατά τόν Gustav Meyer, Neugr. Studien 2, 86 προήλθε, κι αύτό άπό τό λατιν. papilio = πεταλούδα).
Ή μάγισσα τούτη δέν είναι παρά ένα... κοριτσάκι δέκα ώς δώδεκα χρονών, όρφανό άπό μάνα καί πατέρα, πού τό στολίζουνε τά συνομήλικό του άπό τήν κορφή ώς τά νύχια, τόσο, πού νά μή φαίνεται καθόλου, μέ πρασινάδες (κλαδιά καστανιάς π.χ. ή κουφοξυλιάς) καί χορτάρια (λάπαθα κυρίως) καί λουλούδια. Περιφερόντάς το οί φιλαινάδες του άπό σπίτι σέ σπίτι τραγουδούνε (μέ διάφορες παραλλαγές) αύτό τό τραγουδάκι:
Περπερούνα περπατεϊ,/ τό Θεό παρακαλεί:
Θέ μου, ρίξε μιά βροχίτσα, μιά βροχίτσα σιγαλή (ή μιά βροχή βασιλική: δυνατή)
γιά ν' άνθίσουν τά σταράκια/ καί ν' άνθίσουν τ’ άμπελάκια
ή: γιά νά γίνουν τά σταράκια καί τής μπάμπως τά κρεμμύδια.
Όσες τρύπες στό δερμώνι,/ τόσες θημωνιές στ’ άλώνι.(όπου τό «δερμώνι» είδος κόσκινου μέ μεγάλες τρύπες πού χρησιμοποιείται κατά τό άλώνισμα).
Στό τέλος τού τραγουδιού ή «Περπερούνα» παίρνει τό φιλοδώρημά της (χρήματα ή άβγά, φουντούκια, καρύδια κι άμύγδαλα ή ψωμί), ένώ σύγκαιρα δέχεται άπό τό παράθυρο ένα συμβολικό μέν, άλλά γερό... κατάβρεγμα μέ τό μαστραπά (σιδερένιο δοχείο νερού).
Στή Ρούμελη, τό κοριτσάκι αύτό τό περιφέρουν δεμένο μ' ένα σκοινί άπό τό λαιμό. Αύτού μάλιστα τό λένε καί συμβολικότερα «βίδρα», πού σημαίνει τόν ύδρόβιο κάστορα. Είναι δέ όλοι τους τόσο βέβαιοι γιά τήν άποτελεσματικότητα αύτού τού μέσου, ώστε στό Δομοκό τής Θεσσαλίας συμπληρώνουν:
Κι ό φτωχός μέ τό τσαπί,/ κάνει αύλάκια νά διαβεϊ, αύλάκια αύλάκια τό νερό,/ κούπες κούπες τό κρασί.
Όπως φαίνεται καθαρά άπό τά παραπάνω, τό κατάβρεγμα συμβολίζει τήν πολυπόθητη βροχή, πού θά κάνει τόν ξερό τόπο (τήν πεντάρφανη Περπερούνα) νά πρασινίσει καί νά σκεπαστεί άπό βλάστηση (σάν τό καταστολισμένο κοριτσάκι) καί ν’ άποδώσει πλούσιους τούς καρπούς της (τά φιλοδωρήματα).
Τήν αξία τής μαγιάτικης βροχής δείχνει άκόμα κάποια παράδοση πού κυκλοφορεί στήν Ήπειρο, τή Μακεδονία καί τή Ζάκυνθο:
Μιά φορά ένας βασιλιάς έστησεν έξω άπό τό παλάτι του μιά έλαφίνα μέ τ' άλαφόπουλό της στολισμένα καί σκεπασμένα μέ λογής λογιών πετράδια καί κήρυξε πώς όποιος μπορέσει νά έκτιμήσει τήν άξια τους, θά πάρει ένα μεγάλο χάρισμα (δώρο). Πήγαινεν ό ένας, ό άλλος, έλεγαν τή γνώμη τους, άλλά καμιά δέν άρεσε στό βασιλιά. Ώσπου μιά μέρα πάει ένας γέρος καί τοϋ λέει:
Αν βρέξει ’Απρίλης δώδεκα, κι ό Μάης μιά καί φίνα, άξίζει τ’ άλαφόπουλο μ’ δλη τήν άλαφινα κι ό βασιλιάς εύχαριστήθηκε μέ τή σοφία τού γέρου καί κράτησε τήν ύπόσχεσή του.
Ένα άλλο γνωμικό συμπληρώνει:
Αν βρέξει ’Απρίλης δώδεκα, κι ό Μάης πέντε-δέκα, νά δεις τό κοντοκρίθαρο πώς στρίβει τό μουστάκι!
Δίνει λοιπόν ό Μάης τίς τελευταίες έλπίδες γιά τό ευεργετικό πότισμα καί τήν άπόδοση τών χωραφιών, στούς όψιμους, ένώ στούς πρώιμους φέρνει μέ τίς μπόρες του τό γκρέμισμα πολύμηνων κόπων κι έλπίδων.
Γιά νά είμαστε όμως καί δίκαιοι, δέν είναι άπόλυτα υπεύθυνος γι’ αύτό, γιατί πληρώνει καί τίς άμαρτίες του 'Απρίλη, καί τού Μάρτη άκόμα, καθώς ξέρομε. Γιαυτό καί πολλές φορές άδερφώνεται μέ τόν προηγούμενο στό σύμπλεγμα τού «Άπριλομάη» ή τοΰ «Μαγιάπριλου». 'Η σύγχυση μάλιστα τούτη έκαμε τούς Ζακυθινούς νά δηλώνουν ειρωνικά τήν έννοια τής χρονικής άοριστίας φορτώ- νοντάς την «στά Μαγιάπριλα» (στό «μήνα πού δέν έχει Σάββατο», καθώς λέμε συνήθως).
Παρόλαυτά, ό κόσμος θεωρεί τό Μάη μήνα χαρούμενο καί λουλουδένιο, καί γιαυτό άπό τήν παραμονή του άκόμα ξεχύνεται στούς κάμπους καί στούς κήπους γιά νά «τόν πιάσει», σάν άπιστος Θωμάς, καί μέ τήν άφή νά τόν νιώσει καί νά χαρεί τόν έρχομό του.
Θά έκομίζαμε γλαύκα εις Αθήνας, άν έπαναλάβομε πώς κάνουν στεφάνια κι άνθοδέσμες, τούς «Μάηδες», γιά τίς πόρτες καί τά μπαλκόνια τους ό κόσμος - πιστοί καί μή τής παράδοσης.
Τό λιγότερο ϊσως γνωστό είναι ότι τό μάζεμα τών λουλουδιών στά χωριά γινόταν, ή γίνεται άκόμα, μέ όρισμένα έπίκαιρα τραγούδια.
Ότι τό κρέμασμα τοΰ «Μάη», σέ μερικά μέρη, πρέπει νά γίνει σκοτεινά («άφώτιγα»), πριν βγεί ό ήλιος δηλαδή.
Ότι μαζί μέ τά λουλούδια τοποθετούν συμβολικά, «γιά τό καλό», καί στάχια, σκόρδα, κρεμμύδια ή κλαδί συκιάς, άμυγδαλιάς, ροδιάς μέ τούς καρπούς των, όσα έχουν, έστω κι άγίνωτους άκόμα.
Ότι τό άγκάθι ή τό σκόρδο τό βάζουν μερικοί «γιά τοΰ έχθροϋ τό μάτι», γιά τή βασκανία.
Οτι στή Σαντορίνη άνταλλάσσουν μεταξύ τους οί συγγενείς καί φίλοι τούς «Μάηδες», καί μάλιστα οί έρωτευμένοι.
Οτι τούς άφίνουν γενικά κρεμασμένους ώς τήν παραμονή τ’ άη- Γιαννιοΰ τοΰ Κλήδονα, οπότε τούς ρίχνουν καί τούς καίνε στίς φωτιές, «φωτάρες» στή Μύκονο, πού άνάβουνε γιά τό έθιμο καί πηδούν πρός τιμή του.
Οί εύχαριστημένοι άπό τό Μάη τόν λένε «Καλομηνά», όπως οί Πόντιοι, γιά τις καλές, γλυκειές του μέρες, ένώ οί Μακεδόνες «Κερασάρη» - κι είναι γνωστά τά πολλά καί ώραΐα κεράσια τής "Εδεσσας. Οί Κύπριοι, πάλι, άποβλέποντας στή μεγάλη διάρκεια των ήμερων του, πού τούς άναγκάζει νά τρώνε «πέντε» φορές ως τό βράδυ, τόνε λένε «Πεντεφά» - έπίθετο πού άλλοι τό δίνουνε στόν Αύγουστο, γιά τά πολλά του φρούτα καί λοιπά.
Οί Καλυμνιοί πού πρώιμα θερίζουνε, λένε Μάη τό θερισμό, ένώ οί Βολιώτες, πού συνηθίζουν νά μασκαρεύονται τήν Πρωτομαγιά, όνομάζουν «Μάηδες» τούς μασκαράδες.
Τήν άφθονη πρασινάδα έκμεταλλεύονται καί τά ζώα, μά... προσοχή:
Νά μή ζηλέψεις τή Λαμπρή γυναίκα, καί τόν Άπριλομάη φοράδα!
- γιατί ή πρώτη θά σέ ξεγελάσει, μέ τά λαμπριάτικα πού φορεί, καί τήν κολακεύουν, γιά τήν ομορφιά της, καί ή δεύτερη θά σοϋ φαντάξει γιά καλόσοη... μέ τήν πρόσκαιρη πάχυνσή της...
Κι ένώ είναι όλα τόσο ποιητικά καί όμορφα καί μπορούν ν' άποτελέσουν μιά θαυμάσια διακόσμηση γιά τήν τέλεση τού ιερότερου γιά τόν άνθρωπο δεσμού, τού γάμου, ό λαός, συσχετίζοντας τ' όνομα τού Μάη μέ μιά τρομερή λέξη, τή μαγεία, φοβάται -ή, τουλάχιστο, φοβόταν- νά παντρευτεί στις μέρες του, γιά νά μή... μαγευτεί.
Ας θυμηθούμε καί τό: «Μάη μου, μάγεψέ τον!» - καί δέν μπορέσει ν' άποκτήσει τό πλάσμα τών όνείρων του...
Αύτός είναι κι ένας άπό τούς λόγους, γιά τούς όποιους τό πρωί τής Πρωτομαγιάς πολλοί τρώνε σκόρδο μόλις σηκωθούν, γιά ν' άποτρέψουνε τή βασκανία, ή πίνουν «άμίλητο νερό», πού έφερε δηλαδή άπό τή βρύση μιά κοπέλα, χωρίς νά μιλήσει, στό δρόμο, σέ κανέναν. 'Επισκέπτονται άκόμη άγιασμένα νερά, «άγιάσματα» (μέρη όπου άναβλύζουν νερά κοντά σέ ξωκκλήσια τ’ άη-Γιάννη) καί τρώνε λαμπροκουλούρα φυλαγμένη στά εικονίσματα άπό τή Μεγάλη Πέμπτη, καί λοιπά.
Ο φόβος γιά τήν τέλεση τού γάμου τό Μάη, συνδέεται καί μέ τήν προσβολή πού νιώθομε, έμείς, τά άνώτερα πλάσματα τής γής, νά συγχρονίσομε τόν ύμέναιό μας μέ τόν όργασμό πού δείχνουν αύτόν τό μήνα τά «συμπαθητικά τετράποδα» πού άκοϋνε στ' όνομα γάιδαρος...
Ή βαθύτερη όμως αιτία φαίνεται πώς είναι άλλη, κληρονομιά κι αύτή τών άρχαίων Ρωμαίων, μαζί μέ τ’ όνομα τού μήνα. Κατά τό μήνα δηλαδή αύτόν, πού τ' όνομά του προέρχεται, κατά τήν πιθανότερη ετυμολογία, άπό τή μητέρα τού Έρμή Maja (:Μαϊα), προσωποποίηση τής μάνας Γης, πού μάς τρέφει μέ τ' άγαθά της, τής Κυβέλης, οί Ρωμαίοι γιόρταζαν τά Lemuria, μιά γιορτή τών νεκρών, όπότε δέν τή θεωρούσαν ούτε σωστή ούτε τυχερή τήν τέλεση τών γάμων τότε. ’Αφίνομε ότι τά πνεύματά τους ξαναγύριζαν στόν κόσμο καί τρομοκρατούσαν τούς άνθρώπους...
Φαίνεται άκόμα πώς καί τό έθιμο τής Πρωτομαγιάς σχετίζεται μέ τά Floralia (γιορτή τών λουλουδιών, όπως τ' άνθεστήρια τά δικά μας), πού άρχίζοντας άπό τίς 28 'Απριλίου συνεχίζονταν ώς τή δευτέρα Μαΐου. Οί Ρωμαίοι μάλιστα παρίσταναν τό Μάη σάν ένα μεσόκοπο άντρα μέ φαρδύ χιτώνα καί μ’ ένα πανέρι στό κεφάλι γεμάτο λουλούδια.
Είτε καλός, όμως, εϊτε κακός ό Μάης, ’Απρίλης, Μάης, κοντά 'ν' ό θέρος -τό θέρισμα- ή άνταμοιβή τών κόπων μας, τό καλοκαίρι, μέ τίς χαρές καί τό ξεκούρασμά του. Γι’ αυτό καί «Θεριστής» ονομάζεται ό μήνας σέ πολλά μέρη τής Ελλάδας.
Πηγή: Ο κύκλος του χρόνου (Εθιμικά-λατρευτικά-μετεωρολογικά)-Σταύρου Μάνεση-Αθήνα 1981
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου