Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2016

Ο Αϊ-Βασίλης, μύθος και ιστορία ,καλικάτζαροι και ξωτικά οι θρύλοι των Χριστουγέννων





Το άρθρο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα Ελεύθερος τύπος και στο περιοδικό ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ  τον Δεκέμβριο του 2014 








Οι περισσότεροι άνθρωποι ξέρουν ότι ο σημερινός Άγιος Βασίλης (Santa Claus) προέρχεται από τον Άγιο Νικόλαο, αλλά η καταγωγή και η ιστορία του ¨Αγίου¨ Βασίλη προέρχεται από πολλές πηγές. Στην πραγματικότητα, δεδομένου ότι η καθολική εκκλησία το 1969 υποβίβασε την αγιότητα του Αγ. Νικόλαου από την επίσημη ιδιότητα του Αγίου ~ καθώς δεν υπήρχαν αρχεία του όταν αγιοποιήθηκε ~ ο αρχικός μύθος του τρίτου αιώνα δεν αναγνωρίζει σαν μέρος της χριστουγεννιάτικης γιορτής τον τότε επίσκοπο Νικόλαο.

Ο Νικόλαος γεννήθηκε σε μια πλούσια οικογένεια που ζούσε στα Πάτερα της Μ. Ασίας, στο νότιο τμήμα της σημερινής Τουρκίας. .


Μία μόνο από τις πολλές ιστορίες αποδεικνύει την ιερή φήμη του. Λέγεται ότι ένας άγγελος με πρόσωπο που έλαμπε σαν ήλιος παρουσιάστηκε στον τότε καρδινάλιο στην τουρκική πόλη Μίρα και του είπε να χειροτονήσει τον τριαντάχρονο τότε Νικόλαο..

Κατά την διάρκεια της ιεροσύνης του, στις αρχές της χριστιανικής πίστης, ενώ ζούσε αναγνωρίζεται για τη γενναιοδωρία του σε όλους όσους έχουν πρόβλημα.


Σαν ιερέας λέγεται ότι προίκισε ένα κορίτσι για να παντρευτεί γιατί η οικογένεια του ήταν πολύ φτωχή. Πούλησε ένα δικό του αγροτεμάχιο και για να μην φανερωθεί ότι ήταν αυτός ο οποίος έδωσε τα χρήματα για την προίκα της νεαρής κοπέλας τα πέταξε μέσα στο ανοιχτό παράθυρο της. Αυτό έγινε και άλλες φορές και ο Νικόλαος έμεινε γνωστός για τα νυχτερινά του δώρα και την πραγματοποίηση ευχών.


Ένα θαύμα που λέγεται ότι έκανε είναι η ιστορία τριών νεαρών φοιτητών οι οποίοι ενώ γυρνούσαν από το σχολείο στο σπίτι τους, τους επιτέθηκαν ληστές και αφού τους έκλεψαν ,τους σκότωσαν , τους διαμέλισαν τους έβαλαν σε ένα βαρέλι από τουρσί. Ο Νικόλαος λέγεται ότι εμφανίστηκε ξαφνικά από το πουθενά και ανέστησε τα διαμελισμένα σώματα των παιδιών..


Το 314 μ.Χ., κατά τη Σύνοδο της Νίκαιας, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος έφερε στην σύνοδο το ερώτημα αν ο Χριστός είχε θεϊκή καταγωγή. Κατά τη διάρκεια των επιχειρημάτων σχετικά με το θέμα, ο Νικόλαος φέρεται να έχει χαστουκίσει έναν ιερέα ο οποίος αμφισβήτησε την θεϊκή καταγωγή του χριστού.

Μόλις η ιστορία των πράξεών του εξαπλώθηκε , έγινε ευρέως γνωστός ως ο Άγιος ο οποίος βοηθά αυτούς οι οποίοι έχουν πρόβλημα όπως οι δικηγόροι και οι πελάτες τους, ενεχυροδανειστήρια, και ναυτικοί, οι οποίοι τον επικαλούνται για να ηρεμήσει την ταραγμένη θάλασσα. Και έγινε και ο προστάτης άγιος των παιδιών. Από τον τάφο του έρρεε ένα παχύρρευστο υγρό , μύρο, και χρησιμοποιήθηκε από τους προσκυνητές ως αλοιφή για να θεραπεύσουν διάφορες ασθένειες.


Το 1082 ναύτες άνοιξαν τον τάφο του στην Τουρκία πήραν τα λείψανα του και τα μετέφεραν στο Μπάρι της Ιταλίας όπου τα ενταφίασαν και έκτισαν εκεί έναν ναό στο όνομα του.

Για αιώνες οι περισσότερες εκκλησίες στον μεσαίωνα πήραν το όνομά του ήταν μάλιστα περισσότερες από το σύνολο των αποστόλων και δίπλα στο Χριστό και την Παναγία ο Άγιος Νικόλαος ήταν η επόμενη πιο δημοφιλής χριστιανική φιγούρα. Σε ένα γαλλικό χωριό κατά τη διάρκεια του 12ου αιώνα οι τοπικές μοναχές τίμησαν τον προστάτη τους στις 6 Δεκεμβρίου η οποία έγινε και ημέρα του Αγίου Νικολάου. Οι μοναχές έδιναν σε όλα τα παιδιά που θα ήταν καλά καραμέλες που τις άφηναν στα παπούτσια τους, έδιναν όμως και γλυκά και στα άτακτα παιδιά.



Επειδή όμως αυτή η προσφορά των μοναχών κάλυπτε μεγάλο μέρος εκείνης της περιοχής πολλοί έλεγαν ότι ήταν ο Αγ. Νικόλαος αυτός ο οποίος έδινε αυτά τα δώρα.

Κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους ο Αγ. Νικόλαος είχε γίνει ο πιο αγαπημένος πολιούχος της Ευρώπης, η ιστορία των Χριστουγέννων στην Ευρώπη συνδυαζόταν από θρησκευτικούς και ειδωλολατρικούς μύθους.


Στην γερμανική κουλτούρα μιλούσαν για τον αρχαίο θεό Voden, έναν αναβάτη των ουρανών που περνούσε πάνω από τα χωριά και έλεγχε ποιοι έκαναν κάτι καλό και ποιοι δεν έκαναν.,. Τον 16ο αιώνα η προτεσταντική εκκλησία του Μαρτίνου Λούθηρου που είχε μεγάλη δύναμη απαγόρευσε τον Αγ. Νικόλαο, καταγγέλλοντας την δημοτικότητα του, διότι συναγωνιζόταν την λατρεία στον Ιησού.


Όταν ο Λούθηρος δημιούργησε την προτεσταντική εκκλησία, κατάλαβε ότι έπρεπε τα παιδιά στην Γερμανία να ξεχάσουν τον Αγ .Νικόλαο για αυτό δημιούργησε τον Krist Kindle, τον φτερωτό άγγελο χριστό ο οποίος πετούσε και έφερνε δώρα στα παιδιά.

Αλλά η γιορτή τώρα πια θα ήταν επικεντρωμένη γύρω από τα γενέθλια του χριστού.

Στις 25 Δεκεμβρίου κοντά στο χειμερινό ηλιοστάσιο όπου τότε οι παγανιστές γιόρταζαν την επιστροφή του ηλιακού φωτός

Στην Αγγλία ο μύθος αναπτύσσεται γύρω από τον Πατέρα των Χριστουγέννων, και στη Γαλλία, γύρω από τον Pere Noel , στην Νορβηγία, Σουηδία και γενικά στις σκανδιναβικές χώρες η φιγούρα των Χριστουγέννων ήταν το tomte ή Nisse ένα μυθολογικό πλάσμα που συνδέεται με την σκανδιναβική λαογραφία και έκανε την εμφάνιση του κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο. Ήταν μέτριου αναστήματος, άλλοι τον μπέρδευαν από μακριά με παιδί η νάνο. Είχε μακριά λευκή γενειάδα και φορούσε έναν κόκκινο σκούφο και πολύχρωμα ρούχα. Θεωρείτο στις λαογραφίες αυτές ως μια άλλη έκδοση του Αϊ Βασίλη αν και δεν του πλησίαζε εικονικά στον σημερινό.

Και στις ΗΠΑ ο Krist Kindle του Λούθηρου έγινε ο Kris Kringle και κατόπιν santa claus χρησιμοποιήθηκε από θεατρικές παραστάσεις, διαφημιστικά σπότ έως και στον κινηματογράφο αλλάζοντας και δημιουργώντας ο καθένας νέες ιστορίες γιατί έτσι έγινε πιο εμπορεύσιμος και υλικός προς το συμφέρον του Αμερικανικού λαού.

Κάποτε Ολλανδοί ναυτικοί ήρθαν στον νέο κόσμο. Αυτοί είχαν σαν άγιο τους τον

αγ . Νικόλαο. ΄Οταν κατέπλευσαν στην περιοχή της Νέας Υόρκης το ψευδώνυμο τους Santer Klause έγινε αργότερα το όνομα που ξέρουμε ως Santa Claus.

Στις αρχές του αποικισμού γύρω από την Αμερικανική Επανάσταση η νέα αμερικανική κουλτούρα αγκάλιασε πλέον την ιδέα ότι δεν ήταν όλοι Βρετανοί και έτσι πήραν τον ολλανδικό εορτασμό των Χριστουγέννων τιμώντας τον αγαπημένο άγιο των Ολλανδών Santa Claus ..




-Η επίδραση από τις χώρες του βορά, "ειδωλολατρία" και η λαογραφία

1886 απεικόνιση των αυτοχθόνων Νορβηγών: Θεός Οντίν
Πολυάριθμοι είναι οι παραλληλισμοί του Άγιου Βασίλη με τον μυθικό Θεό Οντίν, έναν από τους σημαντικούς Θεούς ανάμεσα στους βόρειους λαούς των κάτω χωρών πριν από τον εκχριστιανισμό τους. Δεδομένου ότι πολλά από αυτά τα στοιχεία δεν έχουν καμία σχέση με τον Χριστιανισμό υπάρχουν θεωρίες σχετικές με την παγανιστική προέλευση των διαφόρων εθίμων των Χριστουγεννιάτικων εορτών που προέρχονται από περιοχές όπου οι γερμανικοί λαοί ήταν χριστιανοί και διατήρησαν στοιχεία των ιθαγενών και τις παραδόσεις τους τα οποία επιβιώνουν μέχρι σήμερα με διάφορες μορφές στη σύγχρονη απεικόνιση του Αϊ Βασίλη.


Ο Οντίν αναφέρετε κατά την εορτή του Yule από τους σκανδιναβικούς λαούς την περίοδο των Χριστουγέννων , ως ένας οδηγός για τους κυνηγούς προστατεύοντας τους μέσα από τους ουρανούς. Δύο βιβλία από την Ισλανδία, η Ποιητική Έντα, που καταρτίζονται κατά τον 13ο αιώνα , και η πεζογραφία Edda, που γράφτηκε τον 13ο αιώνα από τον Snorri Sturluson, περιγράφουν τον Οντίν ως ιππέα ενός αλόγου με οχτώ πόδια που λεγόταν Sleipnir όπου μπορούσε με ένα άλμα του να διανύσει μεγάλες αποστάσεις. Έτσι οδηγήθηκαν μελλοντικά σε συγκρίσεις με τους ταράνδους του Άγιου Βασίλη. Επιπλέον, ο Οντίν αναφέρετε με πολλά ονόματα στη Skaldic ποίηση (παλιά Σκανδιναβική ποίηση), ορισμένα από τα οποία περιγράφουν την εμφάνιση και τις τελετουργίες του.

Κάποια από αυτά: Síðgrani, Síðskeggr, Langbarðr, Jólnir και ("Yule figure").

Σύμφωνα με κάποιες παραδόσεις, τα παιδιά γέμιζαν τις μπότες τους, με καρότα, άχυρο, ή ζάχαρη και τις ακουμπούσαν κοντά στο τζάκι για το ιπτάμενο άλογο του Οντίν, το Sleipnir, για να φάει. Ο Οντίν θα αντάμειβε τότε εκείνα τα παιδιά για την ευγένειά τους για την τροφή του Sleipnir με δώρα ή καραμέλες. Η πρακτική αυτή, ισχυρίζονται επιβίωσε στη Γερμανία, το Βέλγιο και την Ολλανδία, μετά την υιοθέτηση του Χριστιανισμού και συνδέθηκε με τον Άγιο Νικόλαο, ως αποτέλεσμα της διαδικασίας του εκχριστιανισμού και εξακολουθεί να επιβιώνει με μια πιο σύγχρονη πρακτική σε ορισμένα σπίτια, βάζοντας κάλτσες κοντά στην καμινάδα.


-Ο καθηγητής της Λαογραφίας Δημήτρης Λουκάτος στο βιβλίο του
«Χριστουγεννιάτικα και των γιορτών» γράφει:


«Η παράδοση σύμφωνα με την οποία ο Αι-Βασίλης περνά μέσα από καμινάδες για να δώσει δώρα στα παιδιά προέρχεται από το ποίημα του Κλέμεντ Μούρ με τίτλο « μία επίσκεψη του Αγίου Νικόλα», ο οποίος « δανείστηκε την ιδέα της καμινάδας, μαζί με την ιδέα του έλκηθρου και των οκτώ ελαφιών που το σέρνουν, από ένα φινλανδικό παραμύθι.

Επομένως
ο αι-Βασίλης της Μικράς Ασίας που είναι εγγράμματος και δίδει ως δώρο την γνώση, μετατρέπεται στον Σάντα Κλάους που δίδει την εφήμερη ηδονή της κατανάλωσης και έρχεται σε μας μετονομαζόμενος σε Αι-Βασίλη.


Στις αρχές του αιώνα μας ο αι-Βασίλης άλλαξε κάπως μορφή, και έγινε όπως ακριβώς τον γνωρίζουμε σήμερα. Σε αυτό συνετέλεσε η Κόκα-Κόλα. Και ήταν ο σκιτσογράφος Τόμας Νάστ που τον φαντάστηκε πρώτος, περίπου όπως είναι σήμερα. Η Κόκα-Κόλα αποτέλεσε την αφορμή για να γίνει η μορφή του τόσο δημοφιλής το 1931 που η Κόκα Κόλα αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τον Σάντα Κλάους στη χειμωνιάτικη διαφημιστική της εκστρατεία και ανέθεσε σε έναν άλλο Αμερικανό καλλιτέχνη, τον Χάντον Σάνμπλομ, να τον σχεδιάσει. Εκείνος διάλεξε για τον Άγιο τα χρώματα της Κόκα Κόλα καί... νατος, με τις μαύρες μπότες του, το μακρύ σκουφί του, το κόκκινο κοστούμι του και την άσπρη του γούνα, όπως τον γνωρίσαμε και τον αγαπήσαμε.


Ο σημερινός  άγιος Βασίλης στην Ελλάδα είναι ένας καθαρά πρωτοχρονιάτικος άγιος, κάτι ανάμεσα στον πραγματικό Ιεράρχη της Καισαρείας και σ' ένα πρόσωπο συμβολικό του Ελληνισμού, που ξεκινούσε από τα βάθη της ελληνικής Ασίας, κι έφτανε την ίδια μέρα σ' όλα τα πλάτη, από τον Πόντο ως την Επτάνησο κι από την Ήπειρο ως την Κύπρο.
Ξεκινούσε σαν μεσαιωνικός πεζοπόρος, αμέσως ύστερα από τα Χριστούγεννα,
με το ραβδί στο χέρι, και περνούσε απ' τους διάφορους τόπους,
καλόβολος πάντα και κουβεντιαστής με όσους συναντούσε.
Δεν κρατούσε κοφίνι στην πλάτη του ούτε σακί φορτωμένο με δώρα.
Εκείνο που έφερνε στους ανθρώπους ήταν περισσότερο συμβολικό:
η καλή τύχη ιδιαίτερα κι η ιερατική ευλογία του.
Το μόνο κάπως συγκεκριμένο ήταν το μαγικό ραβδί του, απ' όπου με θαυμαστό τρόπο βλάσταιναν ή ζωντάνευαν κλαδιά και πέρδικες, σύμβολα των αντίστοιχων δώρων, που θα μπορούσε να μοιράσει στους ευνοούμενους του.

Η πατρίδα του ανατολικού Αι-Βασίλη είναι η Μικρά Ασία, και είναι γραμματισμένος, κατάγεται από την Καισαρεία και «βαστάει κόλλα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι» και προσφέρει ως δώρο « τη σταθερή και διαχρονική χαρά της γνώσης» .

Μην ξεχνάμε όμως τους βοηθούς του Αι-Βασίλη τα λεγόμενα ξωτικά αυτά τα μυστήρια πλάσματα καλόβουλα και κακόβουλα ως και πονηρά σκανταλιάρικα τα οποία κυριαρχούν στις Λαογραφίες και στην Ιστορία των Μύθων κυρίως των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς.

Είναι δαιμονικά όντα, που κατά τη λαϊκή αντίληψη, έρχονται στη γη και ενοχλούν κατά τις νύχτες τους ανθρώπους, από την παραμονή των Χριστουγέννων μέχρι τα λεγόμενα Θεοφάνεια στις 6 Ιανουαρίου.


Λένε ότι το Δωδεκαήμερο (από τις 25 Δεκεμβρίου τα Χριστούγεννα, έως τις 5 Ιανουαρίου ) κάθε νύχτα κυκλοφορούν οι Καλικάτζαροι στους δρόμους και στα σπιτικά.

Κατά τους λαογραφικούς μύθους οι καλικάντζαροι, έρχονται κάτω από τη γη, όπου ολόκληρο το χρόνο, προσπαθούν με τσεκούρια, πριόνια κ.α. να κόψουν το δέντρο που βαστάει τη γη. Προσπαθούν και κόβουν όλο τον χρόνο μέχρι που έχει μείνει πολύ λίγο ακόμα για να πετύχουν τον σκοπό τους, αλλά τότε έρχονται τα Χριστούγεννα και λένε "χάιστε να πάμε πάνω στη γη και θα πέσει μοναχό του". Ο λαός μας τους βλέπει σαν κάτι μαυριδερά, ψηλά και ξερακιανά όντα που χορεύουνε και σαλταπηδούνε . Είναι μαυριδεροί και κακομούτσουνοι με διάφορα σωματικά ελαττώματα . Δεν κόβουν ποτέ τα νύχια τους και γι’ αυτό είναι μεγάλα σαν τσαμπιά και πολύ βρώμικα . Φορούν σκουφιά από γουρουνότριχες και τα ρούχα τους ότι φορούν είναι κουρέλια.

Ανεβαίνουν λοιπόν πάνω στη γη και τα Θεοφάνεια που γυρίζουν, βλέπουν το δέντρο ολάκερο, ακέραιο, άκοπο και σαστισμένοι κατεβαίνουν πάλι κάτω στην υποχθόνια γη. Και πάλι κόβουν και πάλι έρχονται τα Χριστούγεννα, και όλο απ' την αρχή ξανά μέχρι να καταφέρουν να ρίξουν το δέντρο που κρατάει αιώνες τώρα την γη και δίνει την γνώση στα πλάσματα που ζουν απάνω της.

Οι καλικάντζαροι είναι πειραχτήρια – περισσότερο πειράζουν τις γυναίκες – και φοβεροί ζημιάρηδες . Είναι ακόμη μεγάλοι πεινάλες και λιχούδηδες με ιδιαίτερη προτίμηση στα μελωμένα χριστουγεννιάτικα γλυκά .Τους αρέσουν οι καυγάδες και τσακώνονται πολύ μεταξύ τους .



Καθένας από τους καλικαντζαραίους αναφέρεται πως έχει κι από ένα κουσούρι: Κουτσοί, στραβοί, μονόματοι, μονοπόδαροι, στραβοπόδαροι, στραβοχέρηδες, ξεπλατισμένοι. Κοντολογίς όλα τα κουσούρια τα βρίσκεις πάνω τους.



Επίσης, μεταξύ τους είναι διχόγνωμοι, φιλόνικοι και έτσι δεν μπορούν να κάνουν μέχρι το τέλος καμιά δουλειά κι όλα τα αφήνουν στη μέση, γι' αυτό δεν μπορούν να κάνουν κακό και στους ανθρώπους, αν και έχουν μεγάλη επιθυμία. Μερικοί καλικάντζαροι είναι μαυριδεροί, με κόκκινα μάτια, τραγίσια πόδια, χέρια σαν της μαϊμούς και με τριχωτό όλο τους το σώμα. Ίσως να είναι και κακίες αυτές που λέγονται μεταξύ τους.

Πολλά από τα κουσουρια αυτά τα βλέπουμε όμως και στον επάνω κόσμο που κατοικεί στην γη σε πολλά πλάσματα και κυρίως σε πολλούς ανθρώπους.


Παλιά λεγόταν πως την παραμονή των Χριστουγέννων, έρχονται απ' έξω απ' το χωριό και περιμένουν να σμίξει η μέρα με τη νύχτα για να μπουν μέσα. Είναι κακά και πονηρά όντα, μα δεν μπορούν να βλάψουν τους ανθρώπους και κυρίως τους αγνούς αυτών που η σκέψη τους ξεχώριζε και ήταν καθαροί, γι αυτό και παλιές γυναίκες στα χωριά ακόμα τα περιπαίζουν και τα βρίζουν και τα λένε σταχτοπόδηδες, σταχτιάδες, κατουρλήδες κ.λ.π. Έρχονται τις νύχτες του δωδεκαήμερου και μπαίνουν στα σπίτια από τις καπνοδόχους, για υτό και τα τζάκια εκείνες τις μέρες είναι αναμμένα και έχουν πολύ φωτιά, γιατί τη φωτιά τα σκαρκατσούλια όπως αλλιώς τα αναφέρουν την φοβούνται πολύ.


Αν καμιά φορά μπει κάποιο σκαρκατζούλι στο σπίτι οι νοικοκυρές το κυνηγάνε με πυρωμένα δαυλιά. Λένε πως μερικοί από τους καλικάντζαρους έχουν στη ράχη τους από φυσικού τους μια κούνια αγκαθερή και σ' αυτήν βάζουν όσα παιδιά αρπάζουν και τα κουνούν για να ματώνουν τα παιδιά από τ' αγκάθια και να πίνουν αυτοί το αίμα τους. Συνήθως δεν αφήνουν μαλλί πάνω στη ρόκα οι νοικοκυρές αυτές τις μέρες, γιατί οι κατουρλήδες, έρχονται και προσπαθούν να γνέσουν κι αυτοί το στρίβουν, το πετάνε, το μπερδεύουν κι έτσι το μαλλί είναι για πέταμα και όχι για πλέξιμο.

Αλλοίμονο έλεγαν σε κείνον που θα πρέπει να βγει τη νύχτα και να πάει σε μακρινή δουλειά κυρίως έξω απ' το χωριά εννοούσαν. Γιατί μαζί με τους καλικατζάρους ανέβαιναν κάτω από την γη και πολλά κακά πνεύματα κυρίως αυτά που ένιωθαν αδικημένα και θέλανε να εκδικηθούν και να βλάψουν τους ζωντανούς.

Τα πνεύματα αυτά παρουσιάζονται μπροστά τους με διάφορες μορφές για να τον εκφοβίσουν ή να τον βλάψουν με κάθε τρόπω.

Όταν έψηναν οι νοικοκυρές τηγανίτες ή άλλα σκευάσματα στο τηγάνι από αλεύρι, οι καλικάντζαροι ανέβαιναν στην καπνοδόχο και άπλωναν το χέρι τους ως κάτω στην εστία (γιατί μπορούσαν να απλώνουν και να μακραίνουν τα χέρια τους και τα πόδια τους όσο ήθελαν) και ζητούσαν ή βουτούσαν ότι υπήρχε στο τηγάνι ή στη θράκα.


Αλλά η πιο προσφιλής τροφή για τους καλικάντζαρους ήταν το χοιρινό κρέας και κυρίως το λίπος του (το πάχος), το οποίο όταν ψηνόταν και έπεφτε στην ανθρακιά, σκορπούσε μια πολύ ευώδη και πολύ ευάρεστη κνίσσα (μυρωδιά, κάτι τσιγαρισμένο).

Γι' αυτό οι νοικοκυραίοι στο χωριό, σκέπαζαν το χοιρινό με σπαράγγια. Το σπαράγγι όταν είναι βλαρό είναι πολύ νόστιμο και τρώγεται, όταν όμως παλιουρώσει γίνεται πολύ σκληρό σαν αγκαθωτός θάμνος και γι' αυτό το σκέπαζαν μ' αυτές το χοιρινό για να μην πλησιάζουν οι καλικάντζαροι. Με σπαράγγια επίσης σκέπαζαν και τα λουκάνικα και οτιδήποτε είχαν ετοιμάσει που είχε σαν πρώτη ύλη το χοιρινό.



Κατά τα Χριστιανικά έθιμα, όταν ερχόταν η ημέρα του "Σταυρού" και περνούσαν οι ιερείς και αγίαζαν τα σπίτια , οι καλικάντζαροι έτρεχαν να φύγουν όπου να ναι μακριά φωνάζοντας :

Φεύγετε να φεύγουμε

έφτασε ό τουρλόπαπας

με την αγιαστούρα του

Ο παπάς με αγιασμό

οι χωριανοί με το "θερμό"


Με την αναχώρηση των καλικάντζαρων, η στάχτη από το τζάκι μαζεύεται και το τζάκι καθαρίζεται καλά. Η στάχτη πετιέται σε μέρος που δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για κανένα άλλο λόγο (αλισίβα, λίπασμα κ.λ.π.)

Επίσης καθαρίζονται και τα κόπρια των ζώων από τα κατώγια και οι άνθρωποι πλένονται, το εικονοστάσι καθαρίζεται, αλλάζει το νερό στο καντήλι κ.λ.π. γιατί οι σταχτοπάτηδες πέρα από τα προβλήματα που έχουν προξενήσει στους νοικοκυραίους πίστευαν πως έχουν μαγαρίσει και όλους τους χώρους.




ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ ΚΑΙ ΟΝΟΜΑΣΙΑ

Ο καθένας από τους καλικάντζαρους έχει και κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που τον κάνει να ξεχωρίζει . Από αυτό το χαρακτηριστικό ο λαός μας τους έδωσε και τα ονόματά τους . Είναι ως επί το πλείστον λέξεις σύνθετες και αστείες.



ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΣ ΜΑΛΑΓΑΝΑΣ

Ο Μαλαγάνας θέλει πολύ προσοχή γιατί ξεγελάει τα παιδιά με γλυκόλογα και έτσι καταφέρνει να τους παίρνει τα γλυκά και τα κεράσματα.



ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΣ ΤΡΙΚΛΟΠΟΔΗΣ

Ο Τρικλοπόδης έχει χταποδίσιο χέρι που το χώνει παντού και σκουντουφλάνε πάνω του οι άνθρωποι . Του αρέσει πολύ να μπερδεύει τις κλωστές από το πλεχτό της γιαγιάς .


ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΣ ΠΛΑΝΗΤΑΡΟΣ


Ο Πλανήταρος πλανεύει τους ανθρώπους γιατί μπορεί να μεταμορφώνεται σε ζώο ή σε κουβάρι έως και να τους σαγηνέψει και να τους λωλάνει.


ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΣ ΜΑΛΑΠΕΡΔΑΣ

Του Μαλαπέρδα του αρέσει να κατουράει και στα φαγητά την ώρα που μαγειρεύονται. Να κοιτά κάτω από τις φούστες κ.α. Γι’ αυτό όσες νοικοκυρές τον ξέρουν φροντίζουν να κλείνουν καλά το καπάκι της κατσαρόλας τους και να προσέχουν που κάθονται.


ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΣ ΜΑΓΑΡΑΣ


Ο Μαγάρας έχει μια κοιλιά σαν τούμπανο και αφήνει βρομερά αέρια πάνω στα φαγητά των ανθρώπων και έχει πολύ άσχημη και αβάσταχτη μυρωδιά.


ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΣ ΒΑΤΡΑΚΟΥΚΟΣ

Ο Βατρακούκος είναι θεόρατος και ολόιδιος βάτραχος, πολύ τρομαχτικός και βουτηγμένος στα λασπόνερα.



ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΣ ΚΑΤΑΧΑΝΑΣ - ΠΕΡΙΔΡΟΜΟΣ

Ο Καταχανάς τρώει διαρκώς και τα πάντα . Ρεύετε και βρομάει απαίσια.

Ο Περίδρομος είναι ο άλλος φαταούλας της παρέας. Αυτοί οι δυο πάνε μαζί και τρώνε ότι βρίσκουν λαίμαργα και ακατάπαυστα.


ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΣ ΚΟΥΛΟΧΕΡΗΣ

Ο Κουλοχέρης είναι σαραβαλιασμένος , μ’ ένα χέρι κοντό κι ένα μακρύ , κι όλο μπερδεύεται και πέφτει κάτω και δεν μπορεί να κάνει τίποτα σωστά.


ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΣ ΠΑΡΩΡΙΤΗΣ

Ο Παρωρίτης έχει μύτη σαν προβοσκίδα και πολύ μαλακή . Εμφανίζεται λίγη ώρα πριν λαλήσει ο πετεινός , αξημέρωτα , κι έχει μανία να παίρνει τις φωνές των ανθρώπων όταν τρομάζουν στον ύπνο τους.


ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΣ ΓΟΥΡΛΟΣ

Ο Γουρλός έχει τα μάτια του τεράστια σαν αυγά και πεταμένα έξω . Φυσικά δεν του ξεφεύγει τίποτα και βλέπει τα πάντα και από μέσα και απ’ έξω.



ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΣ ΚΟΨΟΜΕΣΙΤΗΣ


Ο Κοψομεσίτης είναι κουτσός και καμπούρης και πιο πολύ απ’ όλους τους άλλους καλικάντζαρους του αρέσουν οι τηγανίτες με το μέλι.



ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΣ ΣΤΑΒΟΛΑΙΜΗΣ

Το χαρακτηριστικό του Στραβολαίμη είναι ότι στριφογυρνάει διαρκώς σαν σβούρα το κεφάλι του.



ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΣ ΚΟΨΑΧΕΙΛΗΣ
Του Κοψαχείλη τα δόντια είναι τεράστια και κρέμονται έξω από τα χείλη του . Του αρέσει να κοροϊδεύει τους παπάδες και γι’ αυτό φορά συνήθως ένα ψεύτικο καλυμμαύκι.



ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΣ ΚΩΛΟΒΕΛΟΝΗΣ

Ο Κωλοβελόνης είναι μακρύς σαν μακαρόνι κι έτσι μπορεί εύκολα να περνάει από τις κλειδαρότρυπες κι από τις τρύπες του κόσκινου . Είναι ιδιαίτερα σβέλτος και γρήγορος στις κινήσεις του . Λένε πως ίσως ο Κωλοβελόνης να έχει ουρά που καταλήγει σε βέλος σαν του δράκου.



ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΣ ΜΑΝΤΡΑΚΟΥΚΟΣ

Μαντρακούκος ή Πρώτος ή Κουτσός .

Αυτός ο αρχικαλικάντζαρος την ημέρα κρύβεται στις μάντρες και τη νύχτα βγαίνει και πειράζει τις γυναίκες που περπατούν στο δρόμο . Είναι κοντόχοντρος , τραγοπόδαρος , καραφλός , ασχημομούρης , πιο πολύ απ’ τους άλλους και πολύ επικίνδυνος ότι του λάχει στο μυαλό το κάνει.



ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΣ ΠΑΓΑΝΟΣ


Παγανός ή Πρώτος ή Μεγάλος .

Η αφεντιά του είναι ο κουτσός . Λένε μάλιστα πως τον κούτσανε μια κλωτσιά από το γαϊδούρι της Μάρως , μιας χωριατοπούλας που την κυνηγούσε κάποτε ο Παγανός για να την κάνει γυναίκα του , αλλά αυτή κρύφτηκε στα σακιά με το αλεύρι που είχε φορτωμένα στο γαϊδούρι της και κατάφερε να του ξεφύγει . Ο Παγανός έτρεξε μανιασμένος κοντά στο γαϊδούρι και την έψαχνε . Το ζωντανό τότε τρόμαξε τόσο πολύ που άρχισε να κλωτσάει . Μια δυνατή φαίνεται πως έφαγε ο Παγανός και σακατεύτηκε . Ο Παγανός λατρεύει τη στάχτη και γι’ αυτό τρυπώνει από τις καμινάδες . Φοβάται όμως πιο πολύ απ’ όλους τους Καλικάντζαρους τη φωτιά και γι’ αυτό οι νοικοκύρηδες φροντίζουν να μη σβήσει κατά τη διάρκεια του δωδεκαήμερου. Ρίχνουν μάλιστα και αλάτι που κάνει θόρυβο όταν πέσει στη φωτιά , για να τον τρομάξουν ακόμα περισσότερο.



ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΣ ΚΑΤΣΙΚΟΠΟΔΑΡΟΣ

Κατσικοπόδαρος ή Κατσιποδιάρης ή Μέγας Καλικάντζαρος .

Η μεγαλειότητά του είναι φαλακρός και κασιδιάρης κι έχει ένα κατσικίσιο ποδάρι . Είναι κακορίζικος , ελεεινός και γρουσούζης. Όπου βάλει το κατσικίσιο του ποδάρι φέρνει καταστροφή .





ΑΡΧΑΙΟΙ ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ (i)

Λένε πως η αρχή των μύθων που είναι σχετικοί με τους καλικάντζαρους βρίσκεται στα πολύ παλιά χρόνια. Οι Αρχαίοι πίστευαν πως οι ψυχές σαν έβρισκαν την πόρτα του Άδη ανοιχτή, ανέβαιναν στον απάνω κόσμο και τριγύριζαν παντού χωρίς έλεγχο και περιορισμούς.



ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ (ii)


Οι Βυζαντινοί, γιόρταζαν το Δωδεκαήμερο με μουσικές, τραγούδια και μασκαρέματα. Οι άνθρωποι, έχοντας κρυμμένα τα πρόσωπά τους, έκαναν με πολύ θάρρος και χωρίς ντροπή ότι ήθελαν. Πείραζαν τους ανθρώπους στους δρόμους, έμπαιναν απρόσκλητοι σε ξένα σπίτια κι αναστάτωναν τους νοικοκύρηδες, ζητούσαν λουκάνικα και γλυκά για να γλιτώσουν απ' αυτούς έκλειναν πόρτες και παράθυρα.

Οι μασκαρεμένοι όμως έβρισκαν πάντα κάποιους τρόπους να εισβάλλουν στα ξένα σπίτια, ακόμα κι από τις καμινάδες. Κι όλα αυτά για δώδεκα μέρες, ως την παραμονή των Φώτων, οπότε με το Μεγάλο Αγιασμό όλα σταματούσαν κι οι άνθρωποι ησύχαζαν.

Με το πέρασμα του χρόνου όλα αυτά τα παράξενα φερσίματα, τα μασκαρέματα και οι φόβοι των ανθρώπων έμειναν ζωντανά στη μνήμη του λαού μας κι η πλούσια φαντασία του γέννησε σιγά σιγά τα μικρά, αλαφροΐσκιωτα πλάσματα που τα ονόμασε καλικάντζαρους ή παγανά από την αρχαιότητα που έχει τις ρίζες του στις παγανιστικές εορτές επίσης τους έλεγαν ή καλιοντζήδες ή τσιλικρωτά...



Από τα Χριστούγεννα ως τα Φώτα έβαζαν άλλοτε στο τζάκι δώδεκα αδράχτια για να τα βλέπουν οι καλικάντζαροι να μη κατεβαίνουν από την καπνοδόχο. Οι πιστοί στις παραδόσεις από την παραμονή των Χριστουγέννων μέχρι τα Θεοφάνεια που φεύγουν οι καλικάντζαροι, δεν τρώνε ελιές, φασόλια και σύκα για να μην κάνουν καλογήρους.


Μην ξεχνάμε όμως πως ξεκινήσαμε να μιλάμε για ξωτικά και στην αρχαία μυθολογία. Είναι κυρίαρχα σε όλες τις εποχές.


Τα ξωτικά της Ισλανδίας ήταν τα πιο φημισμένα κατά τους καιρούς εκείνους. Λεγόταν πως εκεί συγκεντρωνόντουσαν οι περισσότερες γενιές ξωτικών και από εκεί ήταν το μεγάλο πέρασμα τους στον άλλον κόσμο.

Σύμφωνα με τους μύθους της Σκανδιναβικής χερσονήσου, τα ξωτικά του φωτός και του σκότους βγήκαν από το πτώμα του γίγαντα Ιμίρ. Τα καλά, φωτεινά ξωτικά κατοικούν στον αέρα, ενώ τα κακά, τα λεγόμενα σκοτεινά ξωτικά τριγυρίζουν στο σκοτάδι. Στην Ισλανδία, υπάρχει μια άλλη εκδοχή που τα συνδέει με την γέννηση των πνευμάτων αυτών.


Οι μύθοι αναφέρουν τα ονόματα από τους πρωτοπλάστους αλλά σε μια διαφορετική εκδοχή η οποία λεει:
Μια μέρα η Εύα (μετά την πτώση) πήγε στο ποτάμι για να πλύνει τα παιδιά της. Τότε άκουσε την φωνή του Θεού να την καλεί. Τότε γεμάτη άγχος και ντροπή ξεχώρισε όσα παιδιά δεν είχαν πλυθεί και τα έκρυψε στο κοντινό δάσος. Ο Θεός την ρώτησε αν είχε δίπλα της όλα τα παιδιά της κι εκείνη απάντησε καταφατικά. Εκείνος τότε είπε ότι όλα τα κρυμμένα παιδιά θα ζούσαν πλέον στα δάση και θα ονομάζονταν ξωτικά και νεράιδες. Από τότε η φυλή αυτή ζει στο λυκόφως των δασών.

Σε αυτόν τον λαό υπάρχουν κι άλλες φυλές που είναι η φυλή του Χουλντού, οι νάνοι.

Οι νάνοι κατά την λαογραφία των Ισλανδών και των σκανδιναβών εμφανίζονται σε καταρράκτες, σε εγκαταλειμμένα δικαστήρια και εκκλησίες.

Μια άλλη φυλή είναι και οι Χουλντρε, οι όμορφες νεράιδες που έχουν το χάρισμα να τραγουδούν πολύ ωραία, όμως έχουν ένα ελάττωμα. Μερικές από αυτές έχουν ουρά αγελάδας! Ενώ άλλες είναι πολύ όμορφες αλλά από πίσω είναι κούφιες σαν μια κουφάλα δέντρου τα δε ξωτικά της Ισλανδίας λένε οι παραδόσεις και οι μύθοι τους ότι ζουν στα δάση και στις σπηλιές και βοηθούσαν πάντα τους χαμένους κυνηγούς να βρουν το δρόμο τους.


Κατά το χειμερινό Ηλιοστάσιο και κυρίως το δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων τα ξωτικά βοηθούν στην ανάπλαση του νέου έτους με δικά τους έθιμα και δεήσεις σε αρχαίους και ίσους θεούς στα μάτια όλων, τίμιους ώστε η φύση να μην διαταραχθεί σε κανέναν κόσμο και σε κανένα σύμπαν. Συνήθως αυτές τις μέρες βρίσκονται σε σπήλαια αόρατα πλέον στα μάτια των ανθρώπων. Μόνο οι φύλακες και οι κυνηγοί επιτρέπεται να είναι στα δάση ως προστάτες κατά των σκοτεινών ξωτικών και καλικατζάρων. Με το νέο έτος ετοιμάζουν την ανάπλαση της μητέρας φύσης για τον ερχομό της άνοιξης και την έξοδο τους στους κόσμους που τους σέβονται και χρειάζονται την βοήθεια τους.


Όλες αυτές οι ιστορίες προέρχονται από τις λαογραφίες που κρατά ο κόσμος μακριά από τις πόλεις και τον υλικό κόσμο. Είναι η ιστορία που έγιναν μύθοι στο χάσμα των αιώνων που έχουμε μάθει να μην πιστεύουμε. Προύχοντες της νέας εποχής που σαν νέοι καλικάτζαροι μαζί με τις σκοτεινές δυνάμεις τους, μαζί με τα κουσούρια τους, μας έχουν στερήσει αυτήν την χαμένη γνώση και το πραγματικό νόημα που φέρνει το δέντρο της γνώσης και της κατανόησης όλων.






0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου