ΔΙΟΝΥΣΟΣ - ΔΙΟΝΥΣΙΑΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ
Ο Διόνυσος ήταν προπάντων θεός του κρασιού. Όμως κατά τους πρώτους χρόνους η εξουσία του απλώνονταν σ' ολόκληρη τη φύση. Το χαρακτηριστικό γνώρισμα της λατρείας του είναι κάτι σαν εκστατικό παραλήρημα που κυριεύει τους πιστούς του, που φαντάζομαι μέσα στο μεθύσι τους πως και οι ίδιοι συμμετέχουν στη θεϊκή φύση του γιου της Σεμέλης και του Διός.
Ο Ευριπίδης λέει: "Ο Διόνυσος είναι θεός του γλεντιού, βασιλεύει στα συμπόσια ανάμεσα σε λουλουδένια στέφανα, ζωηρεύοντας τους χαρούμενους χορούς στον ήχο της φλογέρας. Γέλια τρελά προκαλεί και διώχνει τις μαύρες έγνοιες. Και στο τραπέζι των θεών, το νέκταρ του αυξάνει τη μακαριότητά τους κι αντλούν οι θνητοί από τη γελαστή του κύλικα τον ύπνο και ξεχνούν τα βάσανά τους".
Την ίδια ιδέα εκφράζει κι ο Πλάτωνας, όταν γράφει, "όμοιοι με τους Κορύβαντες, που χορεύουν μόνο σαν έξαλλοι είναι. Οι λυρικοί ποιητές δε βρίσκουν στη νηφαλιότητά τους ωραίους τους στίχους. Μέσα στην ψυχή τους πρέπει να μπουν η αρμονία και το μέτρο και να τη μεθύσουν. Οι Βάκχες, μονάχα μέσα στην παράκρουσή τους, από τα ποτάμια αντλούν το γάλα και το μέλι. Τελειώνει η δύναμή τους σαν και το παραλήρημά τους τελειώσει".
Ο Αριστοφάνης λέει στο θεό του κρασιού, "Διόνυσε κισσοστεφανωμένε, τις χορωδίες μας διεύθυνε. Σ' εσένα απευθύνονται οι ύμνοι κι οι χοροί μας, ω Εύιε, ω Βρόμιε, ω της Σεμέλης γιε, ω συ Διόνυσε που σου αρέσει ν' ανακατεύεσαι στις χορωδίες των Νυμφών τις τρισχαριτωμένες επάνω στα βουνά και που χορεύοντας δε σταματάς να τραγουδάς τον ιερό σου ύμνο "Εύιος, Εύιος".
Και γύρω σου αντιλαλεί του Κιθαιρώνα η ηχώ κι αναριγούν τα βουνά με τις φυλλωσιές τις μαύρες και τους πηχτούς τους ίσκιους, αναριγούν κι οι βράχοι μέσα στο δάσος".
Οι Σκύθες κατηγορούσαν τους Έλληνες ότι αναγνώριζαν για θεό τον Διόνυσο, που έκανε τους ανθρώπους να μαίνονται:
"Σκύθαι δὲ τοῦ βακχεύειν περὶ Ἕλλησι ὀνειδίζουσι' οὐ γὰρ φασι εἰκὸς εἶναι θεὸν ἐξευρίσκειν τοῦτον ὅστις μαίνεσθαι ἐνάγει ἀνθρώπους"
(Ηρόδοτος Δ, 79,3).
Ο Σωκράτης ισχυρίζεται ότι ο άνθρωπος μπορεί να αποδώσει τα μέγιστα των δυνατοτήτων του, μόνο μέσω μανίας σε δόση θεϊκά ρυθμισμένη:
"νῦν δὲ τὰ μέγιστα τῶν ἀγαθῶν ἡμῖν γίγνεται διὰ μανίας θείᾳ μέντοι δόσει διδομένης".
Δικαιολογεί δε τη φαινομενική αυτή παραδοξολογία του με το ότι η μανία είναι "θείο δώρο" και αναφέρει 4 τύπους "μανίας": α) την προφητική (που εμπνέεται από τον Απόλλωνα), β) τη θρησκευτική (από τον Διόνυσο), γ) την ποιητική (από τις Μούσες) και δ) την ερωτική (από την Αφροδίτη και τον Έρωτα):
"Τῆς δὲ θείας (μανίας) τέτταρα μέρη διελόμενοι μαντικὴν μὲν ἐπίπνοιαν Ἀπόλλωνος θέντες, Διονύσου δὲ τελεστικὴν, Μουσῶν δ' αὖ ποιητικὴν, τετάρτην δὲ Ἀφροδίτης καὶ Ἔρωτος, ἐρωτικὴν μανίαν".
Ο Διόνυσος ήταν προπάντων θεός του κρασιού. Όμως κατά τους πρώτους χρόνους η εξουσία του απλώνονταν σ' ολόκληρη τη φύση. Το χαρακτηριστικό γνώρισμα της λατρείας του είναι κάτι σαν εκστατικό παραλήρημα που κυριεύει τους πιστούς του, που φαντάζομαι μέσα στο μεθύσι τους πως και οι ίδιοι συμμετέχουν στη θεϊκή φύση του γιου της Σεμέλης και του Διός.
Ο Ευριπίδης λέει: "Ο Διόνυσος είναι θεός του γλεντιού, βασιλεύει στα συμπόσια ανάμεσα σε λουλουδένια στέφανα, ζωηρεύοντας τους χαρούμενους χορούς στον ήχο της φλογέρας. Γέλια τρελά προκαλεί και διώχνει τις μαύρες έγνοιες. Και στο τραπέζι των θεών, το νέκταρ του αυξάνει τη μακαριότητά τους κι αντλούν οι θνητοί από τη γελαστή του κύλικα τον ύπνο και ξεχνούν τα βάσανά τους".
Την ίδια ιδέα εκφράζει κι ο Πλάτωνας, όταν γράφει, "όμοιοι με τους Κορύβαντες, που χορεύουν μόνο σαν έξαλλοι είναι. Οι λυρικοί ποιητές δε βρίσκουν στη νηφαλιότητά τους ωραίους τους στίχους. Μέσα στην ψυχή τους πρέπει να μπουν η αρμονία και το μέτρο και να τη μεθύσουν. Οι Βάκχες, μονάχα μέσα στην παράκρουσή τους, από τα ποτάμια αντλούν το γάλα και το μέλι. Τελειώνει η δύναμή τους σαν και το παραλήρημά τους τελειώσει".
Ο Αριστοφάνης λέει στο θεό του κρασιού, "Διόνυσε κισσοστεφανωμένε, τις χορωδίες μας διεύθυνε. Σ' εσένα απευθύνονται οι ύμνοι κι οι χοροί μας, ω Εύιε, ω Βρόμιε, ω της Σεμέλης γιε, ω συ Διόνυσε που σου αρέσει ν' ανακατεύεσαι στις χορωδίες των Νυμφών τις τρισχαριτωμένες επάνω στα βουνά και που χορεύοντας δε σταματάς να τραγουδάς τον ιερό σου ύμνο "Εύιος, Εύιος".
Και γύρω σου αντιλαλεί του Κιθαιρώνα η ηχώ κι αναριγούν τα βουνά με τις φυλλωσιές τις μαύρες και τους πηχτούς τους ίσκιους, αναριγούν κι οι βράχοι μέσα στο δάσος".
Οι Σκύθες κατηγορούσαν τους Έλληνες ότι αναγνώριζαν για θεό τον Διόνυσο, που έκανε τους ανθρώπους να μαίνονται:
"Σκύθαι δὲ τοῦ βακχεύειν περὶ Ἕλλησι ὀνειδίζουσι' οὐ γὰρ φασι εἰκὸς εἶναι θεὸν ἐξευρίσκειν τοῦτον ὅστις μαίνεσθαι ἐνάγει ἀνθρώπους"
(Ηρόδοτος Δ, 79,3).
Ο Σωκράτης ισχυρίζεται ότι ο άνθρωπος μπορεί να αποδώσει τα μέγιστα των δυνατοτήτων του, μόνο μέσω μανίας σε δόση θεϊκά ρυθμισμένη:
"νῦν δὲ τὰ μέγιστα τῶν ἀγαθῶν ἡμῖν γίγνεται διὰ μανίας θείᾳ μέντοι δόσει διδομένης".
Δικαιολογεί δε τη φαινομενική αυτή παραδοξολογία του με το ότι η μανία είναι "θείο δώρο" και αναφέρει 4 τύπους "μανίας": α) την προφητική (που εμπνέεται από τον Απόλλωνα), β) τη θρησκευτική (από τον Διόνυσο), γ) την ποιητική (από τις Μούσες) και δ) την ερωτική (από την Αφροδίτη και τον Έρωτα):
"Τῆς δὲ θείας (μανίας) τέτταρα μέρη διελόμενοι μαντικὴν μὲν ἐπίπνοιαν Ἀπόλλωνος θέντες, Διονύσου δὲ τελεστικὴν, Μουσῶν δ' αὖ ποιητικὴν, τετάρτην δὲ Ἀφροδίτης καὶ Ἔρωτος, ἐρωτικὴν μανίαν".
Η Διονυσιακή "μανία" είναι ομαδική και μεταδοτική:
"...θιασεύεται ψυχάν, ἐν ὄρεσι βακχεύων ὁσίοις καθαρμοῖσιν" ("Βάκχες", 75). Οι δυο τεχνικές του Διονύσου είναι το κρασί κι ο χορός` σκοπός του δε η "κάθαρσις" με την ψυχολογική σημασία. Η μανία του χορού κι η ομαδική υστερία οδηγεί κατευθείαν στην "κάθαρσιν", δηλαδή: στην απελευθέρωση του ανθρώπου. Κι ο Διόνυσος είναι ο "Ελευθέριος" και ο "Λύσιος" θεός (δηλαδή, ο Απελευθερωτής θεός, που κάνει τον άνθρωπο να πάψει για λίγο να είναι ο εαυτός του και να απολυτρωθεί).
Στην αρχαία κοινωνία, με τις γυναίκες αυστηρά περιορισμένες στην οικογενειακή τους ζωή χωρίς πολιτικές και κοινωνικές δραστηριότητες, οι Μαινάδες ή Βάκχες, οι παράφορες γυναίκες με την εξημμένη φαντασία και τα διεγερμένα νεύρα, φαντάζουν σαν όντα μυθικά. Με θύρσους και λαμπάδες ακολουθούν τον αόρατο θεό και οδηγό τους, ψάλλοντας θρησκευτικούς ύμνους, χορεύοντας ξέφρενα και βγάζοντας άγριες κραυγές. Έτσι, με τη δύναμη του ξέφρενου χορού, την ομαδική υποβολή και την υστερία, γίνεται ο ποθητός διαχωρισμός της ψυχής από το σώμα και η ένωσή της με το θείο` η Διονυσιακή έκσταση πραγματώνει επιτέλους την πλήρη αλλοτρίωση της προσωπικότητας: "το εκτός εαυτού".
Αυτοί οι "οργιαστικοί" χοροί συνοδεύονταν από αντίστοιχη "οργιαστική" μουσική που την έπαιζαν "οργιαστικά" όργανα, όπως: τα τύμπανα, τα κύμβαλα, τα χάλκινα κρόταλα και ο φρυγικός αυλός:
"οὐκ ἐστιν αὐλὸς ἠθικὸν ἀλλὰ μᾶλλον ὀργιαστικὸν"
(Αριστοτέλης "Πολιτικά", 1341 α).
Έτσι, μέσα στους εκστατικούς τους χορούς οι Μαινάδες δεν καταλάβαιναν, όπως μας λέει κι ο Ευριπίδης ("Βάκχες" 757) τη φωτιά που άναβε στα μαλλιά τους, χωρίς φυσικά να τις καίει
"ἐπὶ δὲ βοστρύχοις πῦρ ἔφερον, οὐδ' ἔκαιεν"
γιατί, ως φαίνεται, πραγμάτωναν κατά βούλησιν, είτε μια ιδανική "υπέρβαση" είτε μια ομαδική υστερία με αναλγικές συνέπειες... Όπως κι αν είχαν τα πράγματα,
"ἔμφρονες δὲ οὖσαι οὐ" ...
(Πλάτων "Ιων", 534 α).
Ιδιαιτέρως επίσης πρέπει να τονιστεί, ότι από τη λατρεία του Διονύσου γεννήθηκε το ελληνικό και το παγκόσμιο θέατρο, κάτι που μας επιτρέπει, και δικαίως, να θεωρούμε τον γιο του Δία και της Σεμέλης ως θεό της ποίησης και της μουσικής.
Σ’ αυτό άλλωστε συνηγορούν οι 2 τελευταίοι στίχοι (58-59) του Ομηρικού Ύμνου «στον Διόνυσο»
'' Χαῖρε τέκος Σεμέλης εὐώπιδος` οὐδέ πη ἔστι σεῖό γε ληθόμενον γλυκερὴν κοσμῆσαι ἀοιδήν''.
δηλαδή «Γεια σου παιδί της όμορφης Σεμέλης·..όποιος σε λησμονήσει δεν θα μπορέσει ούτε στιγμή γλυκόφθογγο τραγούδι να τονίσει».
Δίπλα στις Μαινάδες ως συμπλήρωμά τους στη συνοδεία του Διονύσου υπήρχαν όντα ειδικού χαρακτήρα, μισο-άνθρωποι και μισο-ζώα, οι Σάτυροι και οι Σειληνοί, που όντας στην αρχή ξεχωριστοί, κατέληξαν αργότερα να συγχέονται και να θεωρούνται όμοιοι. Είναι ιδιαίτερα γνωστοί από τις πολυάριθμες καλλιτεχνικές απεικονίσεις τους, παρά από λογοτεχνικές πηγές.
Η πατρίδα των Σάτυρων φαίνεται πως ήταν η Πελοπόννησος και ειδικότερα η Αρκαδία, που οι γεωργικοί της πληθυσμοί τους φαντάζονταν ως πνεύματα, δαίμονες που κατά προτίμηση διέμεναν στα δάση και τις κορυφές των βουνών. Τους έπλαθαν με τη φαντασία τους με κέρατα, μακριά ουρά και νύχια γαμψά ή νύχι δίχηλο στα πόδια, με αναλογίες πολλές με τράγους, ακόμα και στο λάγνο χαρακτήρα τους.
Οι Σειληνοί που κατάγονταν από τη Θράκη και τη Φρυγία ξεχώριζαν από τους Σάτυρους, μοιάζοντας πολύ με Κένταυρους. Είχαν αυτιά, ουρά, οπλές και κάποιες μάλιστα φορές και πόδια αλόγου. Παρουσιάζονταν με χαίτη και με ολόκληρο το κορμί τους τριχωτό.
Ο οργιαστικός χαρακτήρας της λατρείας του Διονύσου είναι ολοφάνερος. Η ύπαρξή του για τους πιστούς του είναι μια αδιάκοπη συνέχεια από θορυβώδικα γλέντια, που κατέληγαν σε όργια, όπου προπάντων έπαιρναν μέρος οι γυναίκες. Από όπου πέρναγε ο Διόνυσος, συνέβαιναν θαυμαστά φαινόμενα. Πηγές κρασιού και νερού στο έδαφος κι από τα βράχια ανάβλυζαν κι από τα ποτάμια κυλούσε μέλι και γάλα. Κι ήταν τα κορφοβούνια αγαπημένος του τόπος διαμονής, όπου τελούνταν οι γιορτές του, κατά προτίμηση τη νύχτα.
Όμως ο ρόλος του Διονύσου δεν περιορίζεται στο να διώχνει θλίψεις και καημούς από τους ανθρώπους και να τους κάνει να ξεχνούν τις καθημερινές έγνοιες με τα χαρούμενα μεθύσια.
Μαινάδα
Ο Διόνυσος από άλλη άποψη ήταν και ο ευεργέτης της ανθρωπότητας. Τρέλαινε όσους ήταν αντίθετοι στη λατρεία του και δεν ήθελαν να συμμετάσχουν σ' αυτή, από την άλλη όμως μεριά εξασφάλιζε την ησυχία και τη γαλήνη των πιστών του με τον πλούτο που χαρίζει η γεωργία.
Του απέδιδαν την εφεύρεση του αρότρου, όπου πρώτος αυτός έζεψε βόδια. Ο Διόνυσος, συνέβαλε στην ανάπτυξη του πολιτισμού -υποβοηθώντας την ύπαρξη αρμονικών σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων- και την καλή διοργάνωση πόλεων, όπου παρουσιάζεται ως υπερασπιστής των αδυνάτων ενάντια σε όσους τους καταπιέζουν. Από τη λατρεία του Διονύσου γεννήθηκε το ελληνικό θέατρο, πράγμα που μας επιτρέπει να θεωρήσουμε το γιο του Διός και της Σεμέλης θεό της ποίησης και της μουσικής.
Σ' όλους σχεδόν τους μύθους, ο Διόνυσος παρουσιάζεται ανάμεσα σε μια θορυβώδικη ακολουθία, όπου οι Μαινάδες αποτελούν το θηλυκό στοιχείο και οι Σάτυροι, οι Σειληνοί και ο Πάνας το αρσενικό.
Οι Μαινάδες, που ονομάζονταν επίσης και Βάκχες, ήταν Νύμφες. Οι Νύμφες είχαν αναθρέψει τον Διόνυσο στο βουνό Νύσα. Έγιναν οι πιστές ακόλουθες και συντρόφισσες του θεού του αμπελιού και τις βλέπουμε να καταγίνονται πρόθυμα με τον τρύγο, μαζί με τους Σειληνούς συχνά. Εμψυχωμένες από τον Διόνυσο, από το πνεύμα του θεού, ρίχνονταν αναμαλλιασμένες σε τρελές ορμητικές και ακανόνιστες διαδρομές, σαν με πηδήματα ελαφίνας, που προσπαθεί να ξεφύγει από την καταδίωξη του κυνηγού. Βγάζουν δυνατές κραυγές, χτυπώντας κρόταλα σαν μανιασμένες.
Στεφανωμένες με κληματόφυλλα ή με κισσό, φορούσαν, όπως ο Διόνυσος, νεβρίδα, φόρεμα ελαφρό που δεν θα τις εμπόδιζε να παραδίνονται στο χορό, το αγαπημένο τους γλέντι. Πολύ συχνά τις συνόδευαν ζώα. Γίδες, ελάφια, πάνθηρες, λιοντάρια, έχοντας κάποιες φορές στα χέρια τους και φίδια. Όπως ο ίδιος ο Διόνυσος κρατούν κι αυτές το θύρσο, που τον στολίζουν με κισσό ή και με κληματόφυλλα.
Ο τύπος των Μαινάδων με την επίδραση των ξένων στοιχείων είχε υποστεί βαθιές μεταβολές, καθώς οι τροποποιήσεις αυτές προερχόμενες από τα ξένα στοιχεία προπάντων της Φρυγίας και της Λυδίας είχαν επηρεάσει και τη λατρεία του Διονύσου. Γίνονταν ολοένα και πιο θορυβώδικες, η φρενίτιδα και το παραλήρημά τους συνοδεύονται από κύμβαλα, ντέφια και λυδικόν αυλό. Οι χοροί τους παίρνουν σχεδόν άγριο χαρακτήρα, που τρομάζει τους ασυνήθιστους σ' αυτά πληθυσμούς. Γι' αυτό τους κάνουν πολλές φορές κακή υποδοχή, καθώς φαίνεται από τους μύθους του Πενθέα, του Λυκούργου και των Μινυάδων.
Ο Διόνυσος τιμωρούσε τους εχθρούς της λατρείας του, μεταδίδοντάς τους την ίδια φρενίτιδα που έπιανε τις Μαινάδες και σπρώχνοντάς τους σε πράξεις αλλόφρονες κι εξωφρενικές.
Μάλιστα η μανία των Μαινάδων δεν γνώριζε όρια. Ξεσκίζανε ζώα και έτρωγαν ωμές τις σάρκες τους. Δεν γλίτωναν μήτε οι άνθρωποι από τη φονική τους παράκρουση όπως στον μύθο του Ορφέα που τον κατασπάραξαν οι Βάκχες, οι μαινόμενες.
Τα Φαλλοφόρια
Τα Διονύσια ήταν πανελληνίες γιορτές προς τιμή του Διονύσου με σημαντικότερα κέντρα τους την Αθήνα, την Κόρινθο, τη Σμύρνη, την Κέρκυρα, τη Νάξο, τη Δήλο, τη Τήνο, τη Σικυώνα, τη Μίλητο και τη Βοιωτία.
Ο γενικός χαρακτήρας των Διονυσίων περιελάμβανε οινοποσία, ευθυμία, άκρατο ενθουσιασμό, κύμβαλα, τύμπανα, θιάσους, πομπές και διθυράμβους.
Στα «Μικρά» ή «κατ’ αγρούς» Διονύσια οι πανηγυριστές ανταλλάζανε σκώμματα και χειρονομίες με τους περαστικούς, ενώ γίνονταν πομπές κανηφόρων, μεταμφιέσεις, φαλλοφορίες και δραματικοί αγώνες προς τιμή του Θεού, αλλά και συμπόσια με μουσική και χορό. Οι κωμαστές μετά το τέλος του συμποσίου φορούσαν προσωπίδες και στεφάνους, έκαναν αγώνες λαμπαδηφορίας και μετά περιφέρονταν στους δρόμους
χορεύοντας και τραγουδώντας με τη συνοδεία μουσικής.
Στα «Μεγάλα Διονύσια τιμούσαν το Θεό ως «Ελευθερέα», με περιφορά του αγάλματος του Θεού και φαλλοφορία, θυσία ταύρου και θεατρικούς αγώνες στο θέατρο του Θεού, κάτω απ’ την Ακρόπολη
Ο Αριστοτέλης στο έργο του «Περί Ποιητικής» παρατηρεί: «Αφού λοιπόν γινόταν αρχικά αυτοσχέδιος, και αυτή και η κωμωδία, και η μεν από των εξαρχόντων τον διθύραμβον, η δε από των εξαρχόντων τα φαλλικά, τα οποία ακόμα και τώρα σε πολλές πόλεις διατηρούνται και γιορτάζονται».
«Φαλλικόν είναι ποίημα αυτοσχέδιον επί τω φαλλώ αδόμενον»
Ο διθύραμβος, απ’ όπου γεννήθηκε η τραγωδία, είχε αρκετά κωμικά και σατυρικά στοιχεία.
. Ητανε τραγούδια πειραχτικά και βωμολοχικά, που τραγουδούσανε μπουλούκια από μεθυσμένους (κώμοι). Αυτοί περιέφεραν έναν φαλλό τεράστιο, ιερό σύμβολο για να έχει γονιμότητα η φύση. Μια σημερινή Αποκριά, αλλά πολύ πιο ελευθερόστομη. Η κωμωδία, που κατάγεται από τα φαλλικά, φαίνεται και στις φοβερές βωμολοχίες, στο λεγόμενο «κωμωδείν», και στο γεγονός ότι οι υποκριτές στην κωμωδία, οποιοδήποτε πρόσωπο καν αν υποκρίνοταν, έφεραν πάντα κρεμασμένο ένα δερμάτινο φαλλό.
Τα σύγχρονα «Φαλλοφόρια».
Φαλλοφόρια", σύγχρονες διονυσιακές οργιαστικές γιορτές, για να τιμηθεί ο μέγας "αρχισκανταλιάρης", ο ανδρικός γεννητικός "οργανοπαίχτης", γίνονται και στις φετινές Απόκριες.
"Δεν κατεβαίνω ψώλαρε,
γιατ' είσαι σκανταλιάρης,
τα σκανταλέβεις τα μουνιά,
και τα τρυπάς αβέρτα".
"Μάστορά μου στη ζωή σου,
κάνε μια σαν τη δική σου,
νάχει μπούκα, νάχ' αφάλι,
σαν του γαϊδουριού κεφάλι".
Φαλλοφόρια, διονυσιακές γιορτές, που σουλατσάρουν, εξυμνούνε, τραγουδούν ή σχολιάζουνε τον "πρωταγωνιστή" φαλλό, το εξωτερικό ομοίωμα, το γεννητικό όργανο στον άνδρα, με το να γίνονται σύγχρονα "δρώμενα" τις Απόκριες σε διάφορους τόπους στη χώρα
Κοινό χαρακτηριστικό σ' αυτά τ' αποκριάτικα "δρώμενα" είναι η συμβολική τέλεση της σεξουαλικής πράξης"αφροδισία", που προκαλεί το γενετήσιο ένστικτο με την αμοιβαία έλξη ανάμεσα στα δύο φύλα. Τα αιδοία, τα εξωτερικά γεννητικά όργανα στον άνδρα ή τη γυναίκα, έχουνε πρωταγωνιστικό ρόλο στον λόγο και στην πράξη, στ' αποκριάτικα "δρώμενα".
Τους μασκερεμένους, τ' αποκριάτικα δαιμονικά, ο Αριστοφάνης ονομάζει "Ονοκώλες". Ο λαός μας, εύστοχα, στο πλούσιο λεξιλόγιό του, έδωσε τις πιο χαρακτηριστικές ονομασίες, που φανερώνουν ανάγλυφα κι αδρά τόσο την εμφάνιση όσο και τη φασαρίστικη παρουσία τους. Σε κάθε τόπο λέγονται διαφορετικά, όπως: Γιανίτσαροι, Κουδουνάτοι, Μωμόεροι, Κουκούγεροι, Καμουζέλες, Μούσκαροι, Κουδουνάδες, Τράγοι, Προσώπεια, Μουτζούνες και πιο κοινά Μασκαράδες και Καρνάβαλοι, που φοράνε βραδινά κέρατα, μάσκες και γιδοπροβιές, πολλά κουδούνια στη μέση και στον λαιμό, κι ένα κουδούνι φαλλικό ανάμεσα στα σκέλια τους, που πηδάνε και χορεύουνε και φέρνουν πραγματικό πανδαιμόνιο.
Είναι ακόμα οι: Κούκεροι, Χούχουτοι, Σταχτάδες, Μπέηδες, Κιοπεκμπέηδες, Πιτεράδες, κι αυτοί που έχουνε γυναικείο μασκάρεμα: Απλετώ, Βυζώ, Γελώ, Βαρδένα, Μαρμάρω, Πετασιά, Χαμοδράκαινα, Παιδοπνίχτρα, Στρίγγλα κι άλλα πολλά, που, εκτός από τη σωματική τους σκιαγράφηση, φανερώνουνε και τις απόκρυφες διαθέσεις που έχουν οι μασκαρεμένοι γιορταστές.
Ανάμεσα στα φαλλικά "δρώμενα" είναι: Τα "εξ αμάξης" στη λεσβιακή Αγιάσο, στην Ελασσόνα, στο Ρέθυμνο, στην Όλυμπο Καρπάθου, ο "Καλόγερος" στην Αγία Ελένη Σερρών και στο Διδυμότειχο, το "πανωπροίκι" στη Θήβα, η "σοπανίκα" στην Ξάνθη, "Πώς το τρίβουν το πιπέρι..." στη Σκιάθο, το "μπουρανί" στον Τύρναβο, ο "Μπέης" στο Διδυμότειχο, στις Καστανιές, στο Πεντάλοφο και τα Ρίζια Αλεξανδρούπολης, ο "Καντής" σε χωριά στο Ρέθυμνο, τα "ζευγάρια" στην Άνδρο, ο "τρίφτης" και η "τσαμπούνα" στη Σάμο, τα "σκάλιθρα" στη λεσβιακή Άντισσα, ο "πίρονας" και τα ερωτικά "φεστίνια" στη Ζάκυνθο, τα "φαλλοτράγουδα" στην Κήρυνθο Εύβοιας, ο "φανός" στην Κοζάνη, τα "ερωτόπαθα" στη Σέριφο και η "καμήλα" στη Σίφνο.
Στα Φαλλοφόρια δεν τιμάται ο αρχαίος θεός, γιος του Δία και της Σεμέλης, αλλά ο σύγχρονος Διόνυσος, που ταυτίζεται με τον Βάκχο, τον προστάτη στην αμπελουργία, στο κρασί, στο θέατρο και γενικά στην παραγωγό δύναμη που έχει η γη. Οι διονυσιαστές - οργιαστές διονυσιάζονται, περνούν τη ζωή τους γιορταστικά, άσωτα. Υπάρχουν και οι διονυσιοκόλακες, αυτοί που κολακεύουν τον Διόνυσο, τον ναό ή το άγαλμα για τον Διόνυσο, το σημερινό τσουκάλι με τη φασολάδα ή το "μπουρανί" και τον φαλλό, χλευάζονται για τις ηθικολογίες τους. Τα αιδοία έχουν τον φυσιολογικό τους προορισμό, άσχετα από θρησκευτική ή άλλη προκατάληψη. Στα σύγχρονα Φαλλοφόρια ο άνδρας αφροδισιάζει, απολαμβάνει τις αφροδίσιες - σεξουαλικές ηδονές. Η γυναίκα αφροδισιάζεται, συνουσιάζεται με τον αρσενικό, τον άντρα.
Ο αφροδισιακός ξεσηκώνει τη γενετήσια ορμή. Ο συμβολικός αφροδισιασμός στ' αποκριάτικα "δρώμενα" φανερώνει το σαρκικό σμίξιμο. Ο αφροδισιαστής είναι ο έκδοτος στις σαρκικές ηδονές, ο λάγνος, ο φιλήδονος. Ο αφροδίσιος είναι οπαδός της θεάς της ομορφιάς και του έρωτα Αφροδίτης, αυτός για τη σαρκική ηδονή. Τα αφροδίσια, οι σαρκικές ηδονές, τελούνται στο "αφροδίσιο", στον ναό ή στο άγαλμα για την Αφροδίτη, που είναι τα αποκριάτικα "δρώμενα" με το τελετουργικό και τα σκεύη τους. Η σύγχρονη Αφροδίτη μετονομαστικά είναι η σαρκική απόλαυση, η ηδονή, ο ακράτητος πόθος, η μεγάλη ευχαρίστηση, το θέλγητρο, η χάρη, η τραβηχτική ομορφιά για έρωτα, όπως τη βλέπουν οι σύγχρονοι γιορταστές στην Αποκριά.
Γλέντι, τραγούδι, χορός, φαγοπότι, ξέδωμα ώς την ασυδοσία, παραλυσία και, πάνω απ' όλα, έρωτας, ή περισσότερο διονυσιασμός, είναι τα κυριότερα χαρακτηριστικά στα αποκριάτικα "δρώμενα" στους περισσότερους τόπους μας. Τις Αποκριές, άντρες και γυναίκες, άνθρωποι που συνηθίζουν να μετρούνε με το υποδεκάμετρο ακόμα και την παραμικρή χειρονομία τους και την πιο ασήμαντη κουβέντα τους, καθώς τρώνε φασολάδα, "μπουρανί" και πίνουν μπόλικα ποτήρια κρασί ή τσίπουρο, είναι πρόθυμοι για όλα, φτάνει να βρούνε κατάλληλη συντροφιά. Και συνηθίζεται να τη βρίσκουν. Όλα τα τελούμενα έχουν κοινά δύο βασικά γνωρίσματα: την παλλαϊκή συμμετοχή και την έξαρση για ερωτική δραστηριότητα. Αυτές άλλωστε είναι οι βασικές προϋποθέσεις για πραγματικά αποκριάτικα "δρώμενα".
Τα ήθη, τα έθιμα, τα τραγούδια, οι χοροί, οι γιορτές και οι παραδόσεις μας είναι ο κρίκος που ενώνει τον αρχαίο, βυζαντινό και σημερινό ελληνισμό. Έχουν βαθιά τις ρίζες τους στην πατρική γη. Έτσι και οι Αποκριές έχουν την καταγωγή τους και σχετίζονται με τις αρχαιοελληνικές γιορτές. Συγκεκριμένα:
Οι αρχαίοι Έλληνες γιορτάζανε τα "Διονύσια" για να τιμήσουν τον Διόνυσο, τον προστάτη στις γονιμοποιές δυνάμεις στη γη και ξεχωριστά στ' αμπέλι και στο κρασί, που φανερά συνδυάζει την ορμή που έχουν το υγρό στοιχείο και η φωτιά, σμίγουν και γονιμοποιούν. Ο θεός πίστευαν πως ζούσε σε σπηλιά, περιπλεγμένη με κληματαριά. Όταν ωριμάσανε τα σταφύλια, έκοψε και γεύτηκε τον χυμό τους. Ευχαριστήθηκε γεύση και μέθυσε. Πρόσφερε στους αγρότες, στους βοσκούς, στις νύμφες - βοσκοπούλες. Ήπιανε και νιώσανε να λύνονται οι κόποι, οι θλίψεις, οι αγωνίες, οι φροντίδες τους. Ξεκίνησε ο ωραίος και εύθυμος θεός. Τον ακολούθησαν παράφορα, στεφανωμένοι με κλήματα, όσα γεύτηκαν τον μούστο. Χοροπηδούσαν και φώναζαν "ευοί, ευάν", χτυπούσαν κύμβαλα και τύμπανα, παίζανε σύριγγες κι αυλούς, γυρίζανε παντού και ξαπλώνανε την καλλιέργεια στ' αμπέλι. Σκορπούσαν την ευθυμία, τη χαρά και την ξεγνοιασιά.
Η Αιτωλία και η Αττική δέχτηκαν πρώτες σαν δώρο το κλίμα. Η αμπελουργία διαδόθηκε, η οινοπαραγωγή αναπτύχθηκε και καθιερώθηκαν φαιδρές γιορτές για να τιμηθεί ο θεός με το θείο ποτό. Έτσι, για να θυμούνται αυτόν τον θρύλο γίνονταν τα "Διονύσια". Τα Μικρά στους Αγρούς, τέλη Δεκέμβρη, τα Λήναια κοντά στον ναό του Διόνυσου και στο θέατρο, στα νότια από την Ακρόπολη, και τα Μεγάλα Διονύσια, τα αστικά, τέλη Μάρτη. Στα Μικρά γίνονταν τα "Πιθοίγια", μέρος από τη μεγάλη γιορτή, τα "Ανθεστήρια". Ανοίγανε τα πιθάρια, δοκίμαζαν και άρχιζαν να πίνουν τα νέα κρασιά. Τη δεύτερη μέρα γιόρταζαν τους "Χόες" (ποτήρια χωματένια). Πίνανε, χορεύανε και κάνανε διάφορα διασκεδαστικά παιχνίδια, λέγανε κώμους - αστεία, πειράγματα, σατυρίσματα και παίζανε τ' "ασκώλια". Πηδούσαν με το ένα πόδι σε ασκί φουσκωμένο κι αλειμμένο με λάδι, καθώς βαστούσαν χόες, κύπελλα γεμάτα κρασί. Όποιος έπινε περισσότερο και γρηγορότερα χωρίς να του χυθεί το κύπελλο, έπαιρνε έπαθλο το ασκί γεμάτο κρασί.
Δραματικές και κωμικές παραστάσεις κι άλλες ψυχαγωγίες σκορπούσαν ευθυμία, γέλιο, χαρά και ξεγνοιασιά. Την τρίτη μέρα γίνονταν οι "Χύτροι". Φέρνανε πομπικά πήλινες χύτρες και ψημένους καρπούς και χορταρικά, όπως το σημερινό "μπουρανί" στον Τύρναβο και τα λεβέτια με τη φασολάδα στη Ρούμελη, λουλούδια και σπόρια στον Διόνυσο, για τις ψυχές σ' αυτούς που πεθάνανε (τα σημερινά κόλλυβα στα Ψυχοσάββατα).
ΘΡΑΚΗ
Σατυροι και Μαινάδες
Τους Θράκες τους θεωρούσαν κατά την αρχαιότητα ιδρυτές της λατρείας του Διονύσου, που στη χώρα τους ονομάζονταν: Βασσαρέας, Γίγων, Δίαλος, Σαβάτιος, Σάβος. Αυτή η λατρεία είχε οργιαστικό χαρακτήρα. Μέσα σε θόρυβο και αταξία διεξάγονταν οι τελετές κι έπαιρναν προπάντων οι γυναίκες μέρος σ' αυτές. Και γίνονταν οι θορυβώδεις τελετές πάνω στα βουνά, τη νύχτα, στο φως των πυρσών. Έχει διατυπωθεί η υπόθεση ότι για να φτάσουν οι πιστοί στον απαιτούμενο βαθμό της έξαρσης δεν πίνουν μοναχά κρασί αλλά χρησιμοποιούν και παραισθησιογόνα φυτά. Πίστευαν οι οπαδοί του θεού ότι τον πλησιάζουν κι εξομοιώνονταν μ' αυτόν.
Από την Θράκη η λατρεία του Διονύσου διεισδύει στην Ελλάδα πολύ νωρίς. Στη Βοιωτία η διονυσιακή λατρεία αναπτύχθηκε ταχύτατα και σημαντικά. Ο γενικότερα παραδεκτός μύθος τοποθετούσε τη γέννηση του Διονύσου στη Θήβα. Όμως ο θεός δεν είχε ναό μέσα στην πόλη. Οι γιορτές που τελούνταν κάθε τρία χρόνια, τα '"Τριετηρικά", γίνονταν στις πλαγιές του Κιθαιρώνα. Και ήταν νυκτερινές, στο φως των πυρσών. Λέει ο Jules Girard: "Μόνο γυναίκες έπαιρναν μέρος σ' αυτές, στεφανωμένες με κισσό, ντυμένες με νεβρίδες (προβιές μικρού ελαφιού), με τα μαλλιά τους ξέπλεκα, κρατώντας θύρσους και χτυπώντας τύμπανα, χόρευαν και έτρεχαν σαν φρενιασμένες στο βουνό, καλώντας το θεό με δυνατές κραυγές".
Ιδιότυπες θυσίες πρόσφεραν σ' αυτές τις τελετές, που πιθανόν ήταν κατά ένα μέρος αναπαράσταση των διάφορων μύθων σχετικών με τον Διόνυσο. Σημαντικό μέρος της λατρείας του θεού ήταν ο Ορχομενός. Στο βουνό Λάφυστο τελούνταν τα "Αγριώνια",σε ανάμνηση των τριών θυγατέρων του Μινύα. Στην τελετή αυτή που γίνονταν νύχτα, ο ιερέας καταδίωκε τις γυναίκες με ένα γυμνό σπαθί στο χέρι, έχοντας το δικαίωμα να σκοτώνει όσες μπορούσε να φτάσει.
Στις κορυφές του Παρνασσού ανάλογες τελούνταν ιεροτελεστίες. Οι γυναίκες που έπαιρναν μέρος σ' αυτές ονομάζονταν Θυιάδες κι από τους Δελφούς έρχονταν, μα κι από την Αττική. Κρατώντας πυρσούς έτρεχαν στο βουνό εδώ κι εκεί, τη γέννηση του θεού πανηγυρίζοντας, που παριστάνονταν πλαγιασμένος μέσα σ' ένα πανέρι για το λίχνισμα του σταριού.
Μια άλλη γιορτή που αναφέρονταν στο θάνατο του θεού, τελούνταν κάθε διετία. Στους Δελφούς, κοντά στον τάφο του Διονύσου, μέσα στο ναό του Απόλλωνα, οι Όσιοι τελούσαν μια μυστηριακή γιορτή που δεν έχουμε πληροφορίες γι' αυτή.
Αν και, ύστερα από μιαν ορισμένη εποχή, τελούνταν "Διονύσια" σε ολόκληρη την Ελλάδα, πουθενά δεν έφταναν σε λαμπρότητα αυτά της Αττικής.
Στην Αττική αναπαρίστανε κατά τις γιορτές αυτές ορισμένους μύθους ιδιαίτερα του Ικάριου και της Ηριγόνης. Στις γιορτές του δήμου Ικαρίας κρεμούσαν στα κλωνιά των δέντρων κούκλες, σε ανάμνηση των παρθένων, που ακολουθώντας την Ηριγόνη, κρεμάστηκαν από την απελπισία τους. Αυτές οι γιορτές ονομάζονταν "Αιώρα". Στον Ικάριο εξάλλου αποδίδουν την ίδρυση των "Ασκωλίων", μιας γιορτής κατά την εποχή του τρύγου, που κατ' αυτήν οι αμπελουργοί χόρευαν πάνω σε φουσκωμένους ασκούς με αέρα και αλειμμένους με λάδι. Έλεγαν πως ο Ικάριος σκότωσε έναν τράγο που αφάνιζε τα κλήματά του κι από το δέρμα του έκανε έναν ασκό και πάνω σ' αυτόν βάλθηκε να χορεύει. Ένας κάτοικος του δήμου Ικαρίας, ο Θέσπις, δημιούργησε αργότερα την τραγωδία από το διθύραμβο.
Στην Αττική τελούνταν προς τιμή του Διονύσου δυο ειδών γιορτές Τα μικρά και τα μεγάλα "Διονύσια". Τα πρώτα διατηρούσαν πάντοτε ένα χαρακτήρα αγροτικό και ονομάζονταν "Θεοίνια", δηλαδή γιορτή του θεού του οίνου (του κρασιού). Έλεγαν πως είχαν ιδρυθεί από το βασιλιά Αμφικτύονα και τελούνταν στους δήμους όπου η καλλιέργεια της αμπέλου δεν ήταν αναπτυγμένη. Ο Πλούταρχος λέει, "η πατροπαράδοτη γιορτή των Διονυσίων είχε άλλοτε μιαν απλή και λαϊκή ευθυμία. Επικεφαλής της πομπής ένας αμφορέας γεμάτος κρασί κι ένα κλαδί από κλήμα, ύστερα ένας τράγος που τον έσερνε κάποιος, ύστερα ένα πανέρι σύκα, που κάποιος άλλος το σήκωνε, και τέλος ο φαλλός".
Όταν κατά τους Μηδικούς πολέμους οι Πέρσες λεηλάτησαν τη Βραυρώνα, πήραν μαζί τους και το άγαλμα της Άρτεμης. Μετά τη νίκη των Ελλήνων, το ιερό της αδελφής του Απόλλωνα μεταφέρθηκε στην Αθήνα, ενώ στη Βραυρώνα η λατρεία της θεάς αντικαταστάθηκε με τη λατρεία του Διονύσου. Αυτή λοιπόν η λατρεία είχε πάρει στη Βραυρώνα χαρακτήρα ιδιαίτερα οργιαστικό. Οι άνδρες μεθοκοπούσαν αντάμα με εταίρες. Οι γιορτές τελούνταν κάθε πέντε χρόνια κι έστελναν οι Αθηναίοι σ' αυτές δέκα "ιεροποιούς". Και γίνονταν διάφοροι αγώνες, που ο γνωστότερος τους ήταν ο διαγωνισμός μεταξύ ραψωδών.
Στα "Μικρά Διονύσια" περιλαμβάνονταν και τα "Οσχοφόρια", που γιορτάζονταν στην Αθήνα ως πρόλογος του τρύγου. Όφειλαν δε την ονομασία τους στο γεγονός πως κατ' αυτά περιέφεραν κλαδιά από κλήματα (όσχους) με τσαμπιά σταφύλια. Έλεγαν πως τα Οσχοφόρια τα είχε θεσπίσει ο Θησέας, όταν γύρισε από την Κρήτη, μετά τη νίκη του κατά του Μινώταυρου. Επικεφαλής της πομπής πήγαιναν είκοσι αγόρια από τις καλύτερες οικογένειες της Αθήνας, οι "οσχοφόροι", κρατώντας κληματόβεργες με τσαμπιά. Κι έρχονταν πίσω τους επτά έφηβοι, σε ανάμνηση των θυμάτων που οι Αθηναίοι ήταν υποχρεωμένοι να στέλνουν στον Μινώταυρο, πριν εξοντωθεί το τέρας από τον Θησέα.
Ακολουθούσαν μετά οι "δειπνοφόρες" μητέρες των είκοσι οσχοφόρων κρατώντας τρόφιμα, σε ανάμνηση των γυναικών που συνόδευαν τα παιδιά τους ως τη μοιραία τριήρη που θα τα πήγαινε στην Κρήτη.
Σ' όλη την διαδρομή αυτοί που έπαιρναν μέρος στην πομπή έψελνα ύμνους. Οι είκοσι οσχοφόροι παλεύανε μεταξύ τους κατά ζεύγη και στους δέκα νικητές πρόσφεραν ένα ποτό από κρασί, λάδι, μέλι, αλεύρι και τυρί. Σαν έφταναν στο ναό της Σκιράδος Αθηνάς, στο Φάληρο, κατάθεταν εκεί τις κληματόβεργες, που είχαν μεταφέρει οι οσχοφόροι. Στο εσωτερικό του ναού έκαναν τελετουργίες, τα "Σκίρα". Ανάμεσα στ' άλλα παράθεταν συμπόσιο, που κατ' αυτό καταναλώνονταν τα φαγητά που είχαν φέρει οι δειπνοφόρες. Τελικά, η πομπή επέστρεφε στην Αθήνα, ανάμεσα σε κραυγές χαράς του πλήθους.
Τα αρχαία Ανθεστήρια
Στα άγνωρα βάθη του προϊστορικού κόσμου και του πρωτόγονου ανθρώπου, του δεμένου με τη φύση και τους κύκλους της ζωής, βρίσκεται η απαρχή της παράδοσης αυτής, που ταυτίζεται με το Φλεβάρη.
Τον Ανθεστηριώνα, κατά τους αρχαίους Ελληνες, που τον γιόρταζαν με τα τριήμερα Ανθεστήρια, προς τιμήν του Διονύσου - θεού του κρασιού, του θεάτρου, της μεταμφίεσης, της ελευθέριας διακωμώδησης των πάντων.
Τα Ανθεστήρια ήταν πομπή, με άνθη, τραγούδια, μουσικούς και σκώμματα (σατιρικοί αστεϊσμοί, από το ρήμα σκώπτω = κοροϊδεύω, χλευάζω, σατιρίζω), που έλεγαν ντυμένοι ως σάτυροι -ακόλουθοι του Διονύσου, κρατώντας θύρσους κοσμημένους με κισσό (σύμβολο γονιμότητας)- και φορώντας προσωπίδες οι συμποσιαστές. Δηλαδή, οι κωμαστές (κωμάζω = γυρίζω με άλλους στους δρόμους, λέγοντας τραγούδια και πειράγματα και κώμος = νυχτερινή έξοδος - πομπή συμποσιαστών στους δρόμους, με προσωπίδες, λαμπάδες, μουσικά όργανα και σατιρικά τραγούδια. Εξ ου και κωμωδία ). Ο κορυφαίος, σε άρμα, όπως κάθε κωμαστής ( "τρεκλίζει ο κισσοστέφανος, χορεύει ο θυρσοφόρος", όπως έλεγε ο Α. Σικελιανός) - με τα πειράγματά του έσουρνε σε άλλους "τα εξ αμάξης"...
Στα Βυζαντινά χρόνια
Οι περισσότερες από τις διονυσιακές γιορτές και έθιμα των αρχαίων Ελλήνων πέρασαν στο Βυζάντιο και έφτασαν μέχρι τα χρόνια μας. Σ’ αυτό βοήθησε και η ανεξιθρησκεία, που κατοχύρωσε ο Μ. Κωνσταντίνος με το διάταγμα των Μεδιολάνων (313 μ.Χ.). Επίσης, πολύ συνετέλεσε στην διάδοση των ειδωλολατρικών εθίμων και ο αυτοκράτορας Ιουλιανός που τάχθηκε υπέρ της ειδωλολατρίας των αρχαίων με διατάγματα.
Ο Θεοδόσιος κυρίως και ο Ιουστινιανός αργότερα, με τα πολύ σκληρά μέτρα που πήραν και τους σχετικούς κώδικες διατάγματα, προσπάθησαν να καταπνίξουν τα ειδωλολατρικά έθιμα, φθάνοντας μάλιστα και σε ακραίες καταστάσεις (σφαγές) για την εδραίωση της ορθοδοξίας.
Πολλά από τα έργα τέχνης του αρχαίου πολιτισμού καταστράφηκαν και έκλεισε η ακαδημία του Πλάτωνα που λειτούργησε για 1.000 περίπου χρόνια. Κατά την διάρκεια της Βυζαντινής περιόδου, οι αποκριές γιορτάζονταν στον Ιππόδρομο. Στις εκδηλώσεις που γίνονταν δεν έπαιρναν μέρος μόνον οι πλούσιοι, αλλά και ο απλός λαός.
Η αποκριά έγινε θέμα πολλών συνόδων και προπαντός μια αποκριάτικη παράδοση η λεγόμενη «Ημέρα των τρελών και των αθώων».
Στην Ύστερη Αρχαιότητα, ο Διόνυσος είχε αποκτήσει έναν λυτρωτικό ρόλο, στη διαμόρφωση του οποίου κάποια συμμετοχή πρέπει να είχε και ο χριστιανισμός, που ήταν τελικά ο μεγάλος νικητής. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι οπαδοί του Διονύσου ισχυρίζονταν ότι ο θεός τους «έχυνε δάκρυα, για να βάλει τέλος στα βάσανα των θνητών», ενώ είναι γνωστό ότι οι θεοί του Δωδεκάθεου, ακόμη και στις εποχές της παντοδυναμίας τους, δεν νοιάζονταν και πολύ για τα βάσανα των ανθρώπων.
Γίνεται συνήθως λόγος για δάνεια του χριστιανισμού από τις παλιές παγανιστικές θρησκείες, πρέπει όμως να υπήρχαν και αμφίδρομα φαινόμενα, αφού ειδωλολατρικές θρησκείες επηρεάζονταν επίσης από το σύγχρονό τους χριστιανικό περιβάλλον. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι τέτοιες επιδράσεις διαπιστώνονται και στην τέχνη, όπως μπορούμε να δούμε π.χ. σ' ένα ψηφιδωτό με το οποίο, γύρω στο 325-250 μ.X., ένας ευκατάστατος ειδωλολάτρης στην Πάφο επέλεξε να διακοσμήσει το δάπεδο της κατοικίας του. Απεικονίζεται ο Διόνυσος, ως θείο βρέφος, με φωτοστέφανο στην κεφαλή του, στα γόνατα του καθήμενου Ερμή, παρουσία, μεταξύ άλλων, και της Θεογονίας, της προσωποποίησης της γέννησης του θεού. H όλη σκηνή θυμίζει εξαιρετικά παραστάσεις που εικονίζουν τη γέννηση του Χριστού.
Εχει από παλιά παρατηρηθεί ότι η διονυσιακή λατρεία παρουσιάζει ορισμένες ομοιότητες με τον χριστιανισμό. H θεϊκή π.χ. καταγωγή του Διονύσου, όπως και του Χριστού, είχε αρχικά αμφισβητηθεί από πολλούς, έτσι ο γιος του Δία έκανε και αυτός θαύματα για να πείσει, ενώ πολλοί ήταν και εκείνοι που τον καταδίωξαν απηνώς, όπως και τους οπαδούς του. Σύμφωνα με μια ορφική παράδοση ο ίδιος ο Δίας όρισε τον γιο του βασιλέα όλων των θεών του κόσμου, ενώ είναι γνωστό ότι ο Διόνυσος συχνά ενσάρκωνε και άλλους θεούς, όπως τον Ηλιο και τον Απόλλωνα. «Ο κόσμος είναι ο Δίας και ο Διόνυσος ο νους του κόσμου (Διός νους)». Στη διαμόρφωση τέτοιων παγανιστικών μονοθεϊστικών αντιλήψεων την εποχή αυτή, είναι αδύνατον να μην είχε συμμετοχή ο χριστιανισμός. Αλλά ο Διόνυσος ήταν και μια πάσχουσα όσο και ακατάλυτη θεότητα. «Γιος του υπέρτατου θεού και μιας θνητής, θανατώνεται από θεοκτόνους αλλά ανασταίνεται θριαμβικά».
Με τέτοια δεδομένα η σύγκρουση ανάμεσα στους οπαδούς του Χριστού και σ' αυτούς του Διονύσου ήταν αναπόφευκτη. Οι χριστιανοί δεν δίστασαν να υιοθετήσουν διονυσιακά σύμβολα με πρώτο το κλήμα. «Εγώ ειμί η άμπελος η αληθινή» διακήρυξε ο ιδρυτής της νέας θρησκείας, για τον οποίο ο πολυμαθής θιασώτης του χριστιανισμού Κλήμης ο Αλεξανδρεύς είπε χαρακτηριστικά ότι είναι «ο μέγας βότρυς, ο Λόγος, ο υπέρ ημών θλιβείς». Ετσι οι απεικονίσεις του κλήματος είναι πολύ συχνές σε τοιχογραφίες κατακομβών, σε ψηφιδωτές παραστάσεις εκκλησιών κ.α. Πρέπει ωστόσο να επισημάνουμε ότι ο χριστιανισμός, αν και οικειοποιήθηκε τα σύμβολα του Διονύσου, τον οποίο και ονομάτισε ως τον μεγαλύτερο εχθρό του, δεν μπόρεσε να απαλλαγεί εύκολα από αυτόν και ας είχε την πλήρη στήριξη της κρατικής εξουσίας. Ακόμη και στα τέλη του 7ου αι. μ.X., η Στ/ Οικουμενική Σύνοδος ασχολείται μαζί του και απαγορεύει ρητά στους χριστιανούς να τον επικαλούνται, να χρησιμοποιούν διονυσιακά προσωπεία και να παριστούν διονυσιακά δρώμενα!
Γιορτή ανατροπής και αναγέννησης
Στην ιδέα της ανατροπής της τάξης του κόσμου, στην αμφισβήτηση ιεραρχίας και στην κατάργηση καθιερωμένων ορίων, εστιάζεται η φιλοσοφία των αποκριάτικων εθίμων
Από τις λατρευτικές εθιμικές τελετουργίες, που ξεδιπλώνονται στον κύκλο του χρόνου, πιο ανθεκτικές αποδείχτηκαν εκείνες των αγροτικών κοινωνιών, κρατώντας στο βάθος αναλλοίωτο το μαγικοθρησκευτικό τους πυρήνα. Εθιμα, πίσω από τα οποία κρύβονται αρχέγονες δοξασίες και δεισιδαιμονίες, ανεξιχνίαστες για το νου του λαϊκού ανθρώπου, αλλά βαθιά ριζωμένες στην ψυχή και τη συνήθειά του.
Στις γιορτές και ιεροτελεστίες με φανερή παγανιστική αγροτική προέλευση, ανήκει η νεοελληνική αγροτική Αποκριά. Σε μια κρίσιμη καμπή του χρόνου, στο πέρασμα από το χειμώνα στην άνοιξη, οι άνθρωποι με αυτές τις προεαρινές τελετουργίες και το ξέφρενο ξέσπασμα χαράς πανηγύριζαν την ετήσια αναγέννηση του κόσμου.
Η Αποκριά, όπως περίπου διαμορφώθηκε στους Βυζαντινούς χρόνους, περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα παμπάλαιων εθίμων, αποτελώντας, ακόμα και στις μέρες μας, μια γιορτή με ψυχαγωγική, αλλά και κοινωνική διάσταση. Η φιλοσοφία των αμέτρητων αποκριάτικων εθίμων, που συναντάμε στις διάφορες γωνιές της χώρας μας, εστιάζεται στην ιδέα της ανατροπής της τάξης του κόσμου, στην αμφισβήτηση αξιών και ιεραρχίας, στην κατάργηση ορίων και καθιερωμένων νόμων.
Αντίσταση σε κοσμική ή υπερκόσμια καταπιεστική εξουσία
Κορυφαία γιορτή χαράς και ανανέωσης για το λαϊκό άνθρωπο, η Αποκριά παρέμεινε η μόνη καθαρά εξωεκκλησιαστική λατρευτική ψυχαγωγική γιορτή, που τυπικοί μόνο δεσμοί τη συνδέουν με το χριστιανικό εορτολόγιο. Οπως αναφέρει η λαογράφος - εθνολόγος Μιράντα Τερζοπούλου, «με τη συνειδητοποίηση του παράλογου κάθε κοινωνικής διάκρισης και του αυταπόδεικτου της πανανθρώπινης ισότητας, η ανατροπή προκύπτει σαν φυσικό και εύλογο επακόλουθο». Ανατροπή, που σε επίπεδο «εικόνας» συντελείται «μέσα από τις μεταμφιέσεις και τα δρώμενα, όπου τα άτομα δεν μπορούν να καθοριστούν ούτε από φύλο, ούτε από την ηλικία, ούτε καν από το ζωικό είδος τους: Οι άντρες γίνονται γυναίκες, οι γυναίκες άντρες, οι φτωχοί αρχοντάδες, οι παλαβοί βασιλιάδες, οι γριές λεχώνες, οι άνθρωποι ζώα, οι ιερουργίες φάρσες, μέσα σ' ένα γενικό χαοτικό κλίμα, όπου η τρέλα αντικαθιστά τη σοβαρότητα, η κατάχρηση τη συνήθη λιτότητα, ο αισθησιασμός την εγκράτεια, η ανεξέλεγκτη σεξουαλικότητα τον αυστηρό έλεγχο, η αταξία την τάξη.
Με αντίστοιχο τρόπο συντελείται η ανατροπή και σε επίπεδο «λόγου», που είναι «ο κωμικός λόγος, και κυρίως ο λόγος των τραγουδιών, τα οποία απηχούν όλο το σύστημα ιδεών, αξιών και αναπαραστάσεων για το φυσικό κόσμο και την κοινωνία, ιδωμένο όμως με την οπτική του καρναβαλιού, άρα αντεστραμμένο. Στο πλαίσιο του αντεστραμμένου αυτού συστήματος αξιών, νομιμοποιείται η ελευθεροστομία, η βωμολοχία, η παραβίαση των ισχυρών ταμπού, η βεβήλωση της ιερότητας, η διατυμπάνιση της σεξουαλικής επιθυμίας. Τα παράλογα γίνονται λογικά, το ψέμα διαψεύδει την αλήθεια, τα αντίθετα και αντίπαλα συναντιούνται και συμβιβάζονται. Ανθρωποι που δεν είναι αυτό που φαίνονται τραγουδούν τραγούδια που δεν εννοούν αυτό που λένε. Γιατί, μέσα από τον εύθυμο, ανάλαφρο, περιπαικτικό λόγο και τις κωμικές καταστάσεις και μέσα από το παραπλανητικό μπέρδεμα σημαινόντων και σημαινομένων, αναζητούν τον διφορούμενο κώδικα, με τον οποίο θα εκφράσουν τη διαμαρτυρία τους για τα κακώς κείμενα, θα δηλώσουν την αντίστασή τους σε κάθε κοσμική ή υπερκόσμια καταπιεστική εξουσία».
Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας οι ανάγκες έκφρασης ήταν διαφορετικές. Εκτός από μια φυσική ροπή των ανθρώπων προς τη χαρά και τη διασκέδαση ακόμα και στις πιο σκοτεινές περιόδους της ιστορίας διακρίνουμε εδώ και την ανάγκη των υποδούλων, να τονώσουν την εθνική τους συνείδηση μέσα από εκδηλώσεις που τους παρείχαν αυτή τη δυνατότητα, είτε γιατί το ανέχονταν οι κατακτητές είτε γιατί δεν το αντιλαμβάνονταν.
Όπως αναφέρει ο Νάσης Αλευράς στην μελέτη του «Ο Φανός στην Κοζάνη», οι Φανοί αποτελούσαν τόπο συγκέντρωσης για του υπόδουλους Έλληνες όπου συνεννοούνταν και έπαιρναν αποφάσεις κατά την επανάσταση του 21 και στο κατοπινό Μακεδονικό Αγώνα. Μάλιστα, σε τούτον τον τελευταίο, κουβαλούσαν και μοίραζαν κρυφά τα όπλα και τα πολεμοφόδια δια τους αντάρτες.
Η διαχρονική ανατροπή της τάξης
Εχοντας τις ρίζες της στην αρχέγονη αγωνία και αγώνα του ανθρώπου για την επιβίωση, η Αποκριά αποτελεί ταυτόχρονα και το πιο καταλυτικό «βήμα» διακωμώδησης των κυρίαρχων ηθών κάθε εποχής
Η Αποκριά, πέραν των άλλων ιδιομορφιών, κατέχει κι αυτή της μοναδικής αρχέγονης τελετής, που δεν μπόρεσε να απορροφήσει ή να ιδιοποιηθεί ο χριστιανισμός (όπως έγινε με τις γιορτές του Δωδεκαήμερου κ.ά.), με φυσικό επακόλουθο, η Εκκλησία να την εξοβελίσει από το τυπικό της, χωρίς όμως να καταφέρει να τη θέσει υπό καταστολή στη λαϊκή συνείδηση.
Ετσι, η Αποκριά αποτελεί μέχρι σήμερα, πραγματικά, ένα εθιμικό «μνημείο» για τους λαογράφους,ακριβώς γιατί δε νοθεύτηκε από το χριστιανισμό,και, σε κάθε περίπτωση, μια λυτρωτική «όαση» για το λαό, ο οποίος επιμένει, παρά και ενάντια, ορισμένες φορές, στα ξένα πρότυπα του καρναβαλιού, να εκφράζει τις αγωνίες και τις ελπίδες του με την ανατρεπτική, χιουμοριστική, αθυρόστομη και «μαγική» διάθεση αυτών των ημερών. Αναβιώνοντας, μάλιστα - και χάρη στους τοπικούς πολιτιστικούς συλλόγους ανά την Ελλάδα - τελετουργικά της γιορτής, που είτε είχαν ξεχαστεί στο πέρασμα του χρόνου, είτε είχαν χάσει την παλιά τους αίγλη. Προσδίδοντας με αυτόν τον τρόπο στην Αποκριά ακόμη ένα σημειολογικό στίγμα, σύγχρονο αυτή τη φορά, αλλά σε άμεση συνάρτηση με το πνεύμα της γιορτής, δηλαδή τη λανθάνουσα επιμονή του λαού μας να αντιστέκεται στην πλαστή, ψεύτικη, εμπορευματοποιημένη αντίληψη για τη διασκέδαση, την ψυχαγωγία και τον πολιτισμό εν γένει.
«Ξορκίζοντας» την εξουσία και το θάνατο
Ακριβώς αυτή η διάθεση είναι το κεντρικό στοιχείο αυτής της γιορτής, που την κατέστησε υπό διωγμόν από την Εκκλησία, ενώ παράλληλα της χάρισε αυτήν την αξιοθαύμαστη μακροζωία ανά τους αιώνες. Η μεταμφίεση, το μεθύσι, η αθυροστομία, οι φαλλικοί συμβολισμοί, οι τελετουργικοί χοροί και οι άλλες εκδηλώσεις, που έχουν τις ρίζες τους στις αρχέγονες, μαγικές τελετές για το καλωσόρισμα της άνοιξης, για το «καλόπιασμα» της γης που πρέπει να είναι γόνιμη και τη νέα χρονιά για να θρέψει την ομάδα ή την κοινότητα, συνδέονται στην Αποκριά με το στοιχείο της ανατροπής της τάξης, όπου όλα επιτρέπονται. Και σε αυτό το «όλα» εμπεριέχεται η διακωμώδηση της εξουσίας και η συμβολική έκφραση από το λαό της γνώσης της ουσίας των πραγμάτων. Γνώση σαφώς απαγορευμένη, αφού κουβαλά το σπέρμα της κοινωνικής ανατροπής.
Στο βαθμό που κυριαρχούν τα μαγικά στοιχεία της γιορτής, η Αποκριά αποτελεί και μια συμβολική νίκη όχι μόνο ενάντια στην εξουσία, αλλά ακόμη και στο θάνατο. Οπως σημειώνει η λαογράφος -εθνολόγος Μιράντα Τερζοπούλου «η ιδέα του θανάτου που υπόκειται σ' όλη την αποκριάτικη λατρευτική δράση - της οποίας μάλιστα οι περισσότερες εκδηλώσεις διεξάγονται στο ύπαιθρο, πάνω στο νωπό, λόγω της εποχής, χώμα - αναδεικνύει τον πολύσημο συμβολισμό της ίδιας της γης, ως υποδοχέα των νεκρών σωμάτων αλλά και ως μήτρας και τροφοδότριας κάθε μορφής ζωής. Η ταύτιση της γονιμότητάς της με τη γυναικεία γονιμότητα δίνει τη βάση για μια σειρά μιμικών παραστάσεων με το διφορούμενο θέμα όργωμα-συνουσία. Αλέτρι, υνί και φαλλός, ταυτόσημα, είναι πρωταγωνιστικά σύμβολα του ελληνικού καρναβαλιού, τόσο ως θεατρικά εξαρτήματα των μεταμφιεσμένων όσο και ως θέμα των αδόμενων τραγουδιών, δίνοντας μέσα από το συνταυτισμό φύσης- ανθρώπων μια υπόσχεση γονιμότητας και αιωνιότητας... Η συμφιλίωση με το θάνατοδίνει στους ανθρώπους την αίσθηση μιας απεριόριστης υπαρξιακής ελευθερίας, που πρώτα απ' όλα εκδηλώνεται ως αμφισβήτηση κάθε κοσμικής και θρησκευτικής εξουσίας».
Πρόσωπο και προσωπείο, είναι τα "μέσα" του Καρναβαλιού. "Μέσα" της παντοτινής και πανανθρώπινης ανάγκης για ξεφάντωμα της ψυχής, της φαντασίας και το σμίξιμό του με άλλους ανθρώπους σε μια ευφρόσυνη γιορτή. "Μέσα" δημιουργικής τροφοδότησης του θεάτρου, του παιχνιδιού μεταξύ του "είναι" και "φαίνεσθαι".
Στη Μακεδονία, οι πρόσφυγες της Ανατολικής Ρωμυλίας έφεραν το έθιμο του Κωστιανού Καλόγερουπου ήταν ο"δαίμων" της βλάστησης. Οι χωριανοί συναγωνίζονταν ποιος θα τον παραστήσει καλύτερα, όπως και τα άλλα πρόσωπα: Βασιλιάς, Βασίλισσα, Βασιλόπουλο, Κορίτσα, Ζευγολάτης, Σιδεράς, Ψωμάς, Δαμαλάκια (παλικάρια που σέρνουν το άροτρο για την ιερή γονιμοποίηση της γης). Κι όλα αυτά με νταούλια, λύρες κι άλλα όργανα, με νεροκολοκύθες - μάσκες, σατιρικά στιχάκια, χορό, και φαγοπότι. Στην Κοζάνη από το 1650 καθιερώθηκαν το Δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων τα Ρογκατζιάρια, που παραλλαγμένα αργότερα γίνονταν το Φλεβάρη.
Στη Θράκη είχαν θεατρικά δρώμενα με τον Καλόγερο, τον Κούκερο (ή Χούχουτο), τον Σταχτά, τον Κιοκμπέη, τους Πιτεράδες.
Στις Μυκήνες παρασταίναν τον Πεθαμένο, τη νεκρώσιμη ακολουθία και ταφή του:
"Στον τάφο σου μπεκρή
τρέχει κρασάκι
όπου έπινες πολύ
με την τέσα τη γεμάτη".
Μια οργιαστική παρωδία της αέναης νεκρανάστασης της ζωής.
Στην Κύπρο η Αποκριά λεγόταν «Σήκωσες», επειδή όλη τη βδομάδα, και ιδίως την Τσικνοπέμπτη, η τσίκνα των ψημένων κρεάτων «σηκωνόταν»... στους ουράνιους θεούς. Οι Κεφαλονίτες είχαν το γαϊτανάκι του Μάσκαρα, φορούσαν προβάτινες προσωπίδες, κουδούνια και άλλες Μασκαρίες και έδιναν ακόμη και παραστάσεις στο δρόμο με ηθοποιούς τους κατοίκους των χωριών. Στη Ζάκυνθο υπήρχε μεγάλη, αυτοσχέδια, προφορική παράδοση των τοπικών θεατρικών δρώμενων, των Ζακυνθινών Ομιλιών. ΗΜυτιλήνη είχε τις Μουτσούνες, τους κουδουνάτους θιάσους που ελευθεροστομούσαν, αλλά έπαιζαν και σκηνές του «Ερωτόκριτου», της «Θυσίας του Αβραάμ» και άλλων δραμάτων.
Στη Θήβα, στην Κορινθία και το Μαραθώνα αναπαρίσταναν το Βλάχικο Γάμο, έθιμο οι ρίζες του οποίου χάνονται σε θρακικές αποκριάτικες τελετές.
Στη Σκύρο έσερναν τα Διονυσιακά «εξ αμάξης» οι Νυφάδες και ο Γέρος. Ο χορός και το τραγούδι της Κοκάλας είχαν ιδιαίτερη παράδοση στην Αττική, στη Θεσσαλία και αλλού:
«Εστειλα τον άντρα μου
να πάρει κρέας
και του δώσαν μια κοκάλα
και τη βάζω στην τσουκάλα.
Τήνε βράζω και δε βράζει
πέντε μέρες τήνε βράζω
στις οκτώ την κατεβάζω.
Να και μου 'ρχεται ένας φίλος
της γειτόνισσας ο σκύλος
και μ' αρπάζει την κοκάλα
και μ' αφήνει την τσουκάλα».
Στη Σίφνο λέγανε τα Ξίκολα, τραγούδια, όπως το παρακάτω:
«Κουτσός στον κάμπο έτρεχε
να φτάσει καβαλάρη
κι ο καβαλάρης του 'λεγε
να ζήσεις παλικάρι.
Στραβός βελόνα γύρευε
μέσα στον αχυρώνα
κι ένας κουφός του έλεγε
την άκουσα που βρόντα».
Στη Χίο κυριαρχούσαν οι Καρκαλούες, οι άντρες μεταμφιεσμένοι σε γυναίκες, ενώ στη Μύκονο χόρευαν το γαϊτανάκι και την Καμήλα.
Στη Μακεδονία, ιδιαίτερα στα χωριά των Σερρών και της Δράμας που εγκαταστάθηκαν οι πρόσφυγες της Ανατολικής Ρωμυλίας, «εγκαταστάθηκε» μαζί τους και ο Καλόγερος, το αποκριάτικο έθιμό τους. Σε αυτό συμμετέχουν μόνο άνδρες και υποδύονται διάφορους ρόλους (Βασιλές, Βασίλισσα, Βασιλόπουλο, Κορίτσα, Ζευγολάτης, Σιδεράς, Ψωμάς, Μπαρμπέρης, Δαμαλάκια, τα παλικάρια που σέρνουν το άροτρο για την ιερή γονιμοποίηση της γης κ.ά.). Παλιά, ο ρόλος του Καλόγερου ήταν κληρονομικό δικαίωμα μιας οικογένειας, το οποίο όμως σήμερα έχει ατονήσει. Επικεφαλής του δρώμενου, ο Καλόγερος, με τη συνοδεία μουσικής, ξεκινά την τελετουργική επίσκεψη στα σπίτια του χωριού . Οποιον προλάβει στο διάβα του τον λασπώνει με ένα σφουγγάρι που κρατά. Στα σπίτια οι νοικοκυρές ραίνουν τον Καλόγερο με στάρι, κριθάρι και άλλους σπόρους και ανταλλάσσουν μαζί του ευχές για καλή παραγωγή. Το Βασιλόπουλο βάζει κρασί σε ένα ποτήρι, το δίνει στον Βασιλέ κι αυτός στον νοικοκύρη. Το έθιμο περιλαμβάνει και αναπαράσταση οργώματος.
Στο Σοχό της Θεσσαλονίκης μεταμφιέζονται με πολύχρωμες μάσκες, μεγάλα κουδούνια των κοπαδιών και μαύρες, τραγίσιες, ολόσωμες προβιές. Ο μεταμφιεσμένος ονομάζεται «καρναβάλι». Τα καρναβάλια θα μαζευτούν και θα ξεχυθούν στους δρόμους φωνάζοντας, χτυπώντας τα κουδούνια, ανταλλάσσοντας ευχές, κερνώντας κρασί. Το έθιμο αυτό, όπως και τα άλλα αποκριάτικα έθιμα σε άλλες περιοχές, είναι άμεσα συνδεδεμένο με την αγωνία για καλή σοδειά.
Στον Τύρναβο,το Μπουρανί. είναι πιθανό να αποτελεί την τοπική εκδοχή των αρχαίων βακχικών συμποσίων.Είναι η πλέον αθυρόστομη, συμβολική και φαλλική αποκριάτικη τελετή που επιβίωσε μέχρι τις μέρες μας. Το μπουρανί είναι το φαγητό της Καθαρής Δευτέρας, μια χορτόσουπα χωρίς λάδι, το μαγείρεμα της οποίας συνοδεύεται με άσεμνα πειράγματα και τραγούδια. Κεντρικό σύμβολο του εθίμου είναι ο φαλλός σε διάφορες μορφές, σύμβολο, το οποίο, όπως είπαμε, εκφράζει την ανάγκη επίκλησης των «μαγικών» δυνάμεων της γης για να «γεννήσει».
Η Κοζάνη είναι γνωστή για το έθιμο του Φανού. Ο Κοζανίτης Νάσος Αλευράς αναφέρει ότι η λέξη φανός βγαίνει από το φαίνω («φαίνομαι από μακριά»). Το έθιμο κορυφώνεται τη νύχτα της Μεγάλης Αποκριάς, «που ανάβουν οι φανοί στις γειτονιές, και γύρω-τριγύρω, τραγουδούν και χορεύουν οι εορταστές. Κι έτσι δείχνει μια εικόνα, που πολύ θυμίζει κάτι ανάλογες πολεμικές γιορτές της αρχαίας Ελλάδας. Και σε τέτοιο σημείο μάλιστα, ώστε αδίσταχτα να ισχυριζόμαστε, ότι είναι η συνέχεια εκείνων και ο χορός που χορεύεται (σε χρόνο 2/4), δεν είναι παρά αυτούσιος ο πυρρίχιος χορός των αρχαίων Ελλήνων». Ο κορυφαίος του χορού των φουστανελάδων ξεκινούσε ένα τραγούδι και το επαναλάμβαναν οι υπόλοιποι και ύστερα ξεκινούσε ο χορός.
Ο «Γέρος», η «Κορέλα» και ο «Φράγκος» είναι τα κεντρικά πρόσωπα στη σκυριανή Αποκριά. Ο «Γέρος» είναι ντυμένος με ολόσωμη, τραγίσια προβιά, φοράει δεκάδες κουδούνια προβάτων και μια μάσκα επίσης από προβιά μικρού γιδιού. Η «Κορέλα» είναι ένας νέος ντυμένος με γυναικεία παραδοσιακή φορεσιά και με μάσκα ίδια με του «Γέρου». Ο «Φράγκος» φορά παντελόνι, μια οποιαδήποτε μάσκα, ένα μεγάλο κουδούνι πίσω στη μέση και κρατά ένα μεγάλο κοχύλι το οποίο φυσά συνέχεια. Η ετερόκλητη αυτή παρέα γυρνάει στους δρόμους σκορπίζοντας το κέφι και τη χαρά στους περαστικούς και στους νοικοκυραίους. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι θεατρικές παραστάσεις και οι απαγγελίες από ερασιτέχνες ηθοποιούς, στις οποίες σατιρίζονται θέματα της επικαιρότητας.
Στη Σιάτιστα κορυφώνονται με τα «Μπουμπουσιάρια» σήμερα και ανήμερα των Φώτων. Αργά το απόγευμα οι μεταμφιεσμένοι (κυρίως γυναίκες) γλεντούν στην πλατεία Γεράνειας συνοδεία ορχήστρας με χάλκινα, σιατιστινό κρασί και παραδοσιακούς μεζέδες, ενώ το ξεφάντωμα συνεχίζεται μέχρι τα ξημερώματα. Ανήμερα των Φώτων οι παρέες των μεταμφιεσμένων συγκεντρώνονται στην πλατεία Γεράνειας και στις 2 μ.μ. ξεκινά η μεγάλη παρέλαση και η τελική αξιολόγηση για τη βράβευση των καρναβαλιστών.
Στην Καστοριά τα «Ραγκουτσάρια», ένα έθιμο που αναβιώνει κάθε χρόνο στην πόλη ανήμερα των Θεοφανίων κι έχει τις ρίζες του στις αρχαίες εθνικές πανηγύρεις που τελούνταν στο πλαίσιο της διονυσιακής λατρείας. Ανδρες και γυναίκες μεταμφιεσμένοι σε ελάφια, τράγους και καμήλες περιπαίζουν τους περαστικούς, χτυπούν τις πόρτες των σπιτιών και ζητούν δώρα. Τα «Ραγκουτσάρια» κορυφώνονται στις 8 Γενάρη, με την παρέλαση των καρναβαλιστών (1 μ.μ.) και αφετηρία την οδό Μητροπόλεως.
Με ρίζες πολλών αιώνων αναβιώνουν ανήμερα των Θεοφανίων τα «Τζαμαλάρια» στην Αρνισσα Πέλλας.Πρόκειται για ένα χορευτικό δρώμενο των κατοίκων, όπου σατιρίζεται ο γάμος. «Νύφη» ντύνεται ένα αγόρι που βαστάζεται από δυο «Καπεταναίους», οι οποίοι προσπαθούν να προστατέψουν την τελετή από το «Μπούμπαρ», το ζιζάνιο που προσπαθεί να δώσει με τις κινήσεις του ένα κωμικό και παράλληλα τραγικό χαρακτήρα στην όλη παράσταση του δρώμενου. Πειράζοντας τη «Νύφη» σκοτώνεται από τους «Καπεταναίους» ύστερα από χτυπήματα μεγάλων «Λασταγκαρκιών - Βασταγαριών». Το δρώμενο ολοκληρώνεται με την ανάσταση του «Μπούμπαρ» και τα τρελά πηδήματα των «Τζαμαλάρηδων» που προσπαθούν να προκαλέσουν θόρυβο χαράς με τραγούδια.
Αποκριάτικα δρώμενα στην Ελλάδα
Από τις αρχαίες αγροτικές κοινωνίες στις μεσαιωνικές και τις νεότερες, το γέλιο, οι αστεϊσμοί, οι βωμολοχίες, η διακωμώδηση γίνονταν συστατικά στοιχεία των γιορτασμών της γονιμότητας και της βλάστησης στην εναλλαγή των εποχών. Τα στοιχεία αυτά κατείχαν δεσπόζοντα ρόλο στο τελετουργικό.
ΤΥΡΝΑΒΟΣ
Από τα αρχαία «φαλλοφόρια», στο Μπουρανί
Την πλέον αθυρόστομη, συμβολική και φαλλική αποκριάτικη τελετή που επιβίωσε μέχρι τις μέρες μας αποτελεί το Μπουρανί, στον Τύρναβο, που πιθανά αποτελεί την τοπική εκδοχή των αρχαίων βακχικών συμποσίων.
«Ψηλέ, λιγνέ μου κάβουρα, πώς το τρίβουν το πιπέρι, του διαβόλ’ οι καλογέροι.
Με τη φτέρνα τρίβανε, σκορδοκοπανίζανε.
Με το γόνα τρίβανε…
Με το μπούτσο τρίβανε, σκορδοκοπανίζανε».
Είναι αποκριάτικο μιμητικό δρώμενο, οι ρίζες του βρίσκονται στον αρχαίο διθύραμβο, που ήταν ενθουσιαστικό ποίημα για να τιμηθεί ο Διόνυσος. Καθώς λένε οι γιορταστές το ποίημα, κάνουνε και την κίνηση με κάποιο μέρος από το σώμα τους στο χώμα ή στο πάλκο.
Ο Αριστοτέλης στο έργο του «Περί Ποιητικής» παρατηρεί: «Αφού λοιπόν γινόταν αρχικά αυτοσχέδιος, και αυτή και η κωμωδία, και η μεν από των εξαρχόντων τον διθύραμβον, η δε από των εξαρχόντων τα φαλλικά, τα οποία ακόμα και τώρα σε πολλές πόλεις διατηρούνται και γιορτάζονται». Ο διθύραμβος, απ’ όπου γεννήθηκε η τραγωδία, είχε αρκετά κωμικά και σατυρικά στοιχεία.
«Φαλλικόν είναι ποίημα αυτοσχέδιον επί τω φαλλώ αδόμενον». Ητανε τραγούδια πειραχτικά και βωμολοχικά, που τραγουδούσανε μπουλούκια από μεθυσμένους (κώμοι). Αυτοί περιέφεραν έναν φαλλό τεράστιο, ιερό σύμβολο για να έχει γονιμότητα η φύση. Μια σημερινή Αποκριά, αλλά πολύ πιο ελευθερόστομη. Η κωμωδία, που κατάγεται από τα φαλλικά, φαίνεται και στις φοβερές βωμολοχίες, στο λεγόμενο «κωμωδείν», και στο γεγονός ότι οι υποκριτές στην κωμωδία, οποιοδήποτε πρόσωπο καν αν υποκρίνοταν, έφεραν πάντα κρεμασμένο ένα δερμάτινο φαλλό.
Τα τωρινά «Φαλλοφόρια».
«Ψωμί και τυρί, τον Κύριον υμνείτε. Αν είναι και κρασί, υπερψωλοϋψούτε. Αν είναι και μουνί, εις πάντας τους αιώνας».
Αιδοίου δοξαστικό
Αποκριάτικο δοξαστικό τροπάρι για το γυναικείο αιδοίο. Στη Λέφκη που τη λένε Μάβρη, στην Αίγενα και στη Μάβρη που τη λένε Λέφκη, για να ομορφύνουνε τον τόπο, στην «Καρούλα» μαζεύονται και οργιάζουν οι αποκριάτικοι Καλικάντζαροι, θαλασσομούνια και θαλασσόμπουτσοι:
«Το μουνί το λένε Γιώτα,
και το μπούτσο Παναζώτη,
το κεφάλι μπαίνει πρώτα,
και τ’ αρχίδια κλειούν την πόρτα».
Είναι μια σιδεροπλουμισμένη πόρτα, κατεβαίνεις μερικά σκαλοπάτια και βρίσκεσαι στην υπόγα, στο κουτούκι, όπου ο βωμός που έστησε ο Αριστοφάνης, για τον μπεκρούλιακα θεό Διόνυσο. Ορθόμπουτσος καβλωμένος, σμιλεμένος σε μάρμαρο. Γύρω η «Καρούλα», όπου εκεί πάνω τελετουργούνται τ’ αποκριάτικα όργια με διάφορους καβλομεζέδες, βαρελίσιο κρασί και όργανα:
«Το μπουζούκι παίζει ο σπάρος,
μπαγλαμά ο μπακαλιάρος,
την κιθάρα η σαρδέλλα,
τραγουδίστρα η μποτέλα».
Πολύ παλιά η Μάβρη ήτανε θάλασσα, γεμάτη θαλασσομούνια. Πλακώσαν οι θαλασσόμπουτσοι και τα ξεπατώσανε στα γαμήσια. Μαύρισε ο τόπος και τον ονομάσανε Μάβρη.
Εδώ ο Αριστοφάνης μαζώνει τους «Ονοκώλες»: Γιανίτσαρους, Κουδουνάτους, Τράγους, Προσώπεια, Μουτζούνες, Μασκαράδες, Καρνάβαλους.
Είναι και οι αριστοφανικές αγαθομούνες: Απλετώ, Βυζώ, Γελώ, Βαρδένα, Μαρμάρω, Πετασιά, Χαμοδράκαινα, Στρίγγλα, Ψωλορουφήχτρα, Λυσιστράτα, που θέλει τον Αριστοφάνη να χορεύει με τον καβλωμένο μπούτσο του και να της τον χώνει στο ανάκλιντρο, γιατί αλλιώς θα τονε κουρέψει και θα κάνει το κεφάλι του κώλο ξεβράκωτο.
Του Αριστοφάνη
Στην αποκριάτικη «Καρούλα» η ταβέρνα «Ο Αρχιδομουνοκωλόβυζος» (γωνία Ορθοπούτσογλου και Πλακουμουνίου 3), με μεγάλη ποικιλία από μεζέδες, ο σεφ Παναζώτης Καβλιάρης προτείνει: κώλο ζωντοχήρας τριαντάχρονης, μουνί δασκάλας στη σχάρα, μουνί παπαδιάς πιλάφι, πούτσο καλογήρου κοκορέτσι, μουνί δακτυλογράφου σωτέ κ.λπ. Εξόν από κρασί βαρελίσιο, σερβίρονται και τα ποτά: πορδή εμφιαλωμένη, κάτουρα καλογήρου Πεντέλης. Γιατί εδώ,
«Ο θεός Διόνυσος δεν κάνει κρίση, στο φαΐ και στο γαμήσι».
Υστερα από μια σπονδή που κάνει ο Αριστοφάνης, αρχίζουνε τα «Φαλλοφόρια», οργιαστικά, αποκριάτικα:
«Τις μεγάλες αποκρές, στέκουν οι ψωλές ορθές,
και την Καθαρή Δευτέρα, παίρνουν
τα μουνιά αέρα».
Ο Αριστοφάνης διαλαλεί: «Φίλος επιζήμιος, εχθρός αποκαλείται». Και οι βακχιστές τραγουδάνε:
«Κάτω στις αλυγαριές,
φέραν δυο σακιά ψωλές,
το ακούσαν οι κοπέλες,
τρέχουνε ξελιγωμένες,
το μαθαίνουνε οι χήρες,
τρέχουνε οι κακομοίρες,
τρέχει και μια παπαδιά,
δεν επρόφτασε καμιά,
πιάν’ αδειάζει τα τσουβάλια,
βρίσκει μια με δυο κεφάλια.
-Τουτ’ είναι καλή για μένα,
πουν τα σπλάχνα μ’ αναμμένα,
Σαν την ένιωθε στα σκέλια,
λιγωνότανε στα γέλια».
Ξεπετάγεται ένας «Ονόκωλος» και ξεφωνίζει:
«Το μουνί το λένε Νι
και τον μπούτσο Νικολή,
το μουνί το κακαράτο,
κακαρίζει μες στο βάτο.
Του μουνιού σου το γλωσσίδι,
μούριξε κλωτσιά στ’ αρχίδι.
Το μουνί δεν είν’ αρνί,
να το βάλεις στο παχνί.
Το μουνί θέλει παιχνίδι,
με τον μπούτσο με τ’ αρχίδι.
Το μουνί δεν είναι βιόλα,
να το παίζουνε πολλοί.
Το μουνί και το χταπόδι,
όσο το χτυπάς απλώνει».
Μια καψωμούνα φωνάζει, στριγγλίζει:
«Μάστορά μου στη ζωή σου, κάνε μια σαν τη δική σου, νάχει μπούκα, νάχει αφάλι,
σαν του γαϊδουριού κεφάλι».
Η ταβέρνα «Αρχιδομουνοκωλόβυζος» έχει και «μπουρανί», το αποκριάτικο καβλοφαγητό που γίνεται στον Τύρναβο:
«Μπρε, μπρε, μπρε το μπουρανί,
κι τσ’ Χαλάτσινας το μουνί.
Τρεις καλές νοικοκυρές
στο προσήλιο κάθονταν,
τα μουνιά τους ήλιαζαν,
μπαταριές τα τίναζαν.
Τις τρανές Αποκριές,
αποκρέβουν το τυρί,
αποκρέβουν και το νταρί,
και την Καθαρά Δευτέρα,
παίρνουν τα μουνιά αέρα.
Και του Αη Θοδώρη το Σαββάτο,
κλαίει ο μπούτσος σαν το γάτο».
Στην αριστοφανική ταβέρνα «Αρχιδομουνοκωλόβυζος» κερνάνε κι επιδόρπια. Γλυκίσματα: ψωλόχυμα κρέμα σαντιγύ, μουνόχειλα χανούμ μπουρέκ, μουνότριχες κανταΐφι, αρχίδια καλόγερου κομπόστα, βυζόρωγες δεκαοχτάρας παγωτό τουρλέ (σπεσιαλιτέ). Φρούτα: καρεκλάτο, συντριβανάτο, πισωκολλητό, τσιμπούκια για γλείψιμο.
Ο Αριστοφάνης στη Μάβρη που τη λένε Λέφκη ξεκαθαρίζει: «Εδώ στην “Καρούλα” ούτε ο θεός μάς ενοχλεί». Είναι σύγχρονα «Φαλλοφόρια» που συνεχίζουνε την παράδοση από την αρχαιότητα. Ο διθύραμβος με σπέρματα στην τραγωδία.
Αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτιστικής παράδοσης των κατοίκων του Τυρνάβου αποτελεί το μπουρανί το οποίο, παρά τις απαγορεύσεις που έχουν επιβληθεί στη μακροχρόνια πορεία του, δεν έχει χάσει ούτε σε ένταση ούτε σε υποστηρικτές. .
Οι ρίζες του Μπουρανίου βρίσκονται στις πανάρχαιες εορτές των Ελλήνων, όπως τα Διονύσια, τα Θεσμοφόρια, τα Αφροδίσια, τα Θαργήλια και κυρίως οι αλωαί, που ήταν γεωργική εορτή, πανάρχαια λατρεία και προθρησκευτική. Έτσι, επιτρέπει την αθυροστομία και τους βωμολοχικούς χαρακτηρισμούς. Οι ξέφρενοι διονυσιακοί ρυθμοί και το αμείωτο κέφι όλων όσοι συμμετέχουν έχει καταστήσει το μπουρανί ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της Κεντρικής Ελλάδας και αποτελεί πόλο έλξης για πληθώρα καρναβαλιστών από όλα τα μέρη της χώρας. Οι καρναβαλικές εκδηλώσεις αρχίζουν με το άνοιγμα του Τριωδίου, διαρκούν ένα μήνα και ολοκληρώνονται την Καθαρά Δεύτερα, οπότε όλοι οι κάτοικοι συγκεντρώνονται βόρεια της πόλης σε ένα μεγάλο αλώνι, κοντά στο εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία και στρώνουν να φάνε στο γρασίδι. Παράλληλα αρχίζει η διαδικασία παρασκευής του περίφημου μπουρανίου.
Το μπουρανί είναι μια χορτόσουπα χωρίς λάδι από σπανάκι και ξίδι, η οποία μαγειρεύεται σε τεράστιες κατσαρόλες. Παλαιότερα, προκειμένου οι μυημένοι να φτάσουν στο στάδιο της μέθεξης, έπρεπε πρώτα να δοκιμάσουν από τη σούπα και έπειτα να αρχίσουν τους αστεϊσμούς. Σήμερα, γύρω από το μπουρανί στήνεται ένα σκηνικό παιχνιδιού με φαλλικά σύμβολα και τολμηρά λογοπαίγνια, τα οποία υποκινούνται από τα σκωπτικά και άκρως προβοκατόρικα τραγούδια των Συλλόγου των μπουρανίδων με σκοπό την έξαρση της διονυσιακής ατμόσφαιρας. Το έθιμο συμβολίζει την αναπαραγωγή και την ευτεκνία
ΠΟΝΤΟΣ
Μώμος - Μωμόγεροι
Μώμος: Θεός του γέλιου και της σάτιρας, προσωποποίηση της μομφής και της κατηγορίας.
«…Νυξ δ΄έτεκε στυγερόν τε Μόρον και Κύρα μέλαιναν
και θάνατον τέκε δ΄Ύπνον, έτικτε δε φύλον Ονείρων
δεύτερον αυ Μώμον και Οϊζύν αλγινόεσσαν
ου τινί κοιμηθείσα Θεών τέκε Νυξ ερεβεννή»
Ο Μώμος προέρχεται από το ομηρικό ρήμα μω, που σημαίνει αναζητώ, ψάχνω να βρω ελάττωμα(κουσούρι). Εκφράσεις στα ποντιακά:
« Μω το νόμο σ΄, μω σε, μω π΄έπλανε σε, μω την πίστη σ΄ »
Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, άριστο ήταν το έργο που ο Μώμος δεν είχε τίποτα να πει.
«…ο αεί επιζητών και μηδέν των άλλων ικανόν νομίζων,
αλλ΄ενδείν του κρείττονος, αεί παν οτιούν λέγων και διασύρων»
Από το «Μώμος» προέρχονται και οι λέξεις «μίμος» και «μίμησις».
Η λατρεία του Θεού Μώμου τελείται από ιερείς και είναι μυστική και απόκρυφη. Μόνο ευγενείς συμμετέχουν στην ιεροτελεστία.
«… Η Βακχική όρχησις εν Ιωνία μάλιστα και εν Πόντω σπουδαζομένη καίτοι σατυρική ούσα ούτω κεχείρωται τους ανθρώπους τους εκεί ώστε κατά τον τεταγμένον έκαστοι καιρόν απάντων επιλαθόμενοι των άλλων κάθηνται δι ημέρας τιτάνας και κορύβαντας και σατύρους και βουκόλους ορώντες-και ορχούνται γε ταύτα οι ευγενεστάτοι και πρωτεύοντες εν εκάστη των πόλεων ουχ όπως αιδούμενοι αλλά και μέγα φρονούντες επί τω πράγματι μάλλον, υπέρ επ΄ευγενείας και λειτουργίας και αξιώμασι προγονικοίς» (Λουκιανου, Περί ορχήσεως)
Μωμό΄εροι: Οι ιερείς του Μώμου, οι ακόλουθοί του στη μεγάλη γιορτή που τελείται κάθε χρόνο την ίδια πάντα χρονική περίοδο, από 25 Δεκεμβρίου έως 6 Ιανουαρίου (Δωδεκαήμερο ή Καλαντόφωτα).
«Μωμό΄ερος επί των ημερών μας εσήμαινε κυρίως πρόσωπον μεταμφιεσμένον και με προσωπίδα το οποίον ελάμβανε μέρος εις τας κωμικάς παραστάσεις τας διδομένας από 1 μέχρι 6 Ιανουαρίου, δηλαδή από του νέου έτους μέχρι των Θεοφανείων» (Δ.Κ.Παπαδόπουλος-Σταυριώτης, Τα Μωμο΄έρια – Ποντιακός Καρνάβαλος).
Η προσεκτική μελέτη του δρώμενου δίνει επαρκή στοιχεία να ισχυριστούμε ότι οι Μωμόγεροι δεν είναι απλά προχριστιανικό δρώμενο, που δάνεισε πολλά στοιχεία στη διονυσιακή λατρεία, αλλά υπήρξε το αυτούσιο υλικό της δραματικής τέχνης του Αρίωνα του Μηθυμναίου (διθύραμβος), του Θίασου (ιερατείο διονυσιακής λατρείας) και του Θέσπη (άρμα Θέσπιδος), που αργότερα τελειοποιήθηκε από τον Αισχύλο, το Σοφοκλή, τον Ευριπίδη και τον Αριστοφάνη (ελληνικό δράμα).
Η αυτόνομη- παράλληλη πορεία του δρώμενου δεν κλονίστηκε όταν κατέρρεε η διονυσιακή λατρεία και παρήκμαζε το αρχαίο ελληνικό δράμα. Το δρώμενο συνεχίστηκε στον Πόντο κατά τη ρωμαϊκή, βυζαντινή και οθωμανική περίοδο και μεταφέρθηκε στην Ελλάδα ( Νομό Κοζάνης) από τους ξεριζωμένους Πόντιους πρόσφυγες (1923). Κορυφαίο ιστορικό γεγονός, η αναβίωση του δρώμενου την Κυριακή 4 Ιανουαρίου 2009, στο χωριό της Τραπεζούντας Λιβερά, από απογόνους προσφύγων του χωριού, που ζουν σήμερα στην Ελλάδα.
Ωραιόκαστρο
Πρόκειται ουσιαστικά για ένα προαιώνιο λαϊκό παραμύθι με περίεργες οντότητες και ζωομορφικές φιγούρες, με χορό και θέατρο, μυσταγωγία και σάτιρα, με ρόλο και κορυφαίους, με χορικά και στάσιμα, όπως ακριβώς το αρχαίο δράμα.
Το δρώμενο των Μωμόγερων, που στο Καρυοχώρι είναι γνωστό ως Κοτσαμάνια,αναβίωσε για πρώτη φορά την δεκαετία του ‘30, από πρόσφυγες του Πόντου και της Μικράς Ασίας που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή, μετά την μικρασιατική καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών. Στις διάφορες παραλλαγές, καθώς το έθιμο ήταν απλωμένο σε όλο τον Πόντο και το Καρς, τα μέλη του θιάσου ήταν πάντα μασκοφορεμένα και ντυμένα με ρούχα που ταίριαζαν στο ρόλο και την εποχή τους.
Η παραλλαγή του Καρυοχωρίου προέρχεται από τη Λιβερά της Ματσούκας και είναι μάλλον η νεότερη, αφού διαμορφώθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν διαμορφωνόταν και η εθνική συνείδηση. Τότε καθιερώθηκε η παράξενη ενδυμασία με τις φουστανέλες, τις περικεφαλαίες και τις πολύχρωμες γραβάτες,σατιρίζοντας τις ενδυματολογικές προτιμήσεις της αναδυόμενης αστικής κοινωνίας της εποχής.….
Στους Μωμόγερους, ειδικά, ο χορός, μαζί με τη μουσική, το τραγούδι και τις επιφώνησεις, προκαλεί την εντύπωση υποτυπώδους χορικού τραγωδίας η κωμωδίας, πράγμα που μας δίνει μιαν ιδέα του πώς θα πρέπει να ήταν η προσθεσπική μορφή των αττικών δραμάτων. Γιατι οι Μωμόγεροι είναι στενότερα δεμένοι, από ό,τι οι αρχαίοι χορευτές του κλασικού δράματος, με τα παριστανόμενα: Είναι ταυτόχρονα και υποκριτές με ρόλο, τη μια στιγμή, και χορευτές την άλλη, και αντίστροφα. Μ’άλλα λόγια, τα ίδια μεταμφιεσμένα πρόσωπα άλλοτε παίζουν θέατρο κι άλλοτε χορεύουν σαν χορεύτες τον κοινό χορό, κάποτε μαλίστα μαζί και με τους θεατές. Με χορό, λοιπόν, επαναλαμβάνω, αρχίζουν, γενικά, την παράσταση τους οι Μωμόγεροι, σ’όλες σχεδόν τις πενήντα τόσες παραλλαγές που έχουμε, και με χορό τελειώουν. Κάποτε ο χορός κρατάει σ’όλη τη διάρκεια της παράστασης η το δρώμενο παίζεται χορευτηκά. Με χορό και μουσική εκδηλώνουν τη λύπη τους για το θάνατο η, σε νεωτερικές παραλλαγές, για την αρρώστια του κεντρικού προσώπου, και με χορό και μουσική φανερώνουν τη χαρά τους για την ανάσταση η θεραπεία του, καθώς και για το γάμο του, σε άλλες παραλλαγές, με τη Νύφη…
Συμβολισμός των μελών του θιάσου
Τα μέλη του θιάσου ποικίλουν από περιοχή σε περιοχή. Στη Σκήτη Κοζάνης υπάρχουν οι παρακάτω χαρακτήρες:
Ο «Γέρον»: Συμβολίζει το χρόνο που φεύγει και για αυτό το λόγο δέχεται τα πειράγματα όλου του κόσμου. Λέει κωμικές κουβέντες και μετά από κωμικό διάλογο και διαπληκτισμούς μαζί της, πέφτει κάτω αναίσθητος. Ακολουθεί κωμικοτραγικό μοιρολόι της "Γραίας" και η πρόσκληση του "Γιατρού" για να τον κάμει καλά. Μιλάει με την "Γραία" την κοινή Νεοελληνική, ενώ εκείνη μιλάει την ποντιακή διάλεκτο και έτσι δημιουργούνται αστείοι διάλογοι από παρεξήγηση.
Η «Γραία»: Συμβολίζει την πίστη και την αφοσίωση στα ιδανικά. Παρουσιάζεται σχεδόν πάντα με τον "Γέρον". Κρατάει ρόκα, κλαίει για τον "Γέρον" της που έχει λιποθυμήσει. Όταν έρχεται ο "Γιατρόν", κάνει μαζί του κωμικό διάλογο που φτάνει σε οξύτητα. Περπατάει "αγκαζέ" με τον "Γέρον" της, που την φιλά, ενώ εκείνη τον μαλώνει, στην συνέχεια πέφτει, χτυπάει και την περιποιείται ο "Γιατρόν".
Ο «Γιατρόν»: Ένα από τα συνηθισμένα πρόσωπα των θιάσων. Εξετάζει τον νεκρό "Γέρον", τον ακροάζεται με ζουρνά, αντί για ακουστικό, στα διάφορα μέρη του σώματος του και στα απόκρυφα μέρη. Γιατρεύει την "Νύφεν", που λιποθυμάει ταραγμένη από την απαγωγή της και πληρώνεται από τον νοικοκύρη.
Ο «Δάβολον»: Είναι βουβό πρόσωπο, αλλά πολύ ενεργητικό. Πειράζει θεατές και μέλη του θιάσου. Προπορεύεται στον όμιλο, μπαίνει στα σπίτια και τα ανασκαλεύει, χοροπηδάει, κάνει διάφορες αστείες κινήσεις και ενέργειες. Παροτρύνει και υποκινεί τα άλλα πρόσωπα και τους θεατές στο "κακό', στο "άσεμνο" και το κωμικό. Ειδοποιεί ότι έρχονται οι "μωμόγεροι", χτυπάει τις πόρτες για να ανοίξουν οι σπιτικοί. Χοροπηδώντας χώνεται παντού, ανακατεύει τα πάντα, ενοχλεί τους σπιτικούς.
Η «Νύφε»: Η νύφη, η οποία προστατεύεται από τους "Μωμόγερους", συμβολίζει τη μάνα γη, που προσπαθούν να την κλέψουν αλλά μάταια. Κάποιος από τους θεατές «κλέβει» τη νύφη και τρέχουν μακριά. Ένας από τους «Μωμόγερους» τρέχει, πιάνει και τη νύφη και τον κλέφτη και τους φέρνει στο χώρο όπου γίνεται το δρώμενο. Ο «γιατρόν» εξετάζει τη νύφη, ενώ ο χωροφύλακας δίνει πρόστιμο στον κλέφτη. Τη γη του Πόντου υπερασπίζονταν οι Πόντιοι παππούδες μας, την πατρίδα της πατρίδας μας, την Ελλάδα, υπερασπιζόμαστε σήμερα!
Ο «Χωροφύλακας»: Αποδίδει δικαιοσύνη σε κάθε παρανομία, όπως αυτή με την αρπαγή της «νύφης».
ΔΡΑΜΑ
Μπαμπούγεροι
Από τις πιο ενδιαφέρουσες εθιμικές εκδηλώσεις που συναντούμε στη διάρκεια του χρόνου σε διάφορα μέρη είναι τα δρώμενα στην Καλή Βρύση - που βρίσκεται είκοσι τρία χλ δυτικά της Δράμας- τις ημέρες των Θεοφανείων, με κυρίαρχο στοιχείο τα Μπαμπούγερα, παραδοσιακούς μεταμφιεσμένους κατά το τριήμερο 6-8 Ιανουαρίου.
Το εθιμικό πλαισίωμα της θρησκευτικής γιορτής αρχίζει το πρωί της παραμονής. Οι γυναίκες παίρνουν στάχτη και τη σκορπίζουν με το δεξί χέρι γύρω από το σπίτι προφέροντας εξορκιστικές λέξεις ‘για να φύγουν τα ‘καλακάντζουρα’ και να μην έχει φίδια το καλοκαίρι. Την ίδια ημέρα γίνεται και στην Καλή Βρύση ο φωτισμός με αγιασμό των σπιτιών από τον ιερέα. Οι νοικοκύρηδες επιπλέον ραντίζουν τα αμπέλια και τα φυτά, ‘για να ψοφήσουν τα σκουλήκια.
Έτσι εκ Θεού βρέθηκε (το έθιμο)’. Την ημέρα των Θεοφανείων, γίνεται ο αγιασμός σύμφωνα με την εκκλησιαστική τάξη και το εθιμολογικό τυπικό. Μετά το τέλος της τελετής του αγιασμού έχουν ήδη συγκεντρωθεί έξω από την εκκλησία ομάδες από Μπαμπούγερα, δίνοντας με τη θορυβώδη παρουσία τους έναν ιδιαίτερο τόνο στο όλο σκηνικό.
Η αμφίεση των Μπαμπούγερων είναι εντυπωσιακή, με ζωόμορφη όψη. Αποτελείται από άσπρη περισκελίδα, γυναικείο μαύρο επενδυτή αμανίκωτο, φλοκωτό στην εσωτερική πλευρά(που το φορούν συνήθως αντίστροφα, για να δίνει την εντύπωση προβιάς), άσπρο πουκάμισο και πέντε μεγάλα κουδούνια, που ζώνονται στη μέση. Η κεφαλή καλύπτεται με προσωπίδα από μάλλινο λευκό ύφασμα του αργαλειού. Με κομμάτι προβιάς σχηματίζουν μουστάκι, μακριά γενειάδα και φρύδια. Κομμάτι επίσης από προβιά τοποθετείται στην απόληξη των κεράτων, που σχηματίζονται ως συνέχεια της προσωπίδας, από το ίδιο υφαντό(‘σαν διάβολος να φαίνεται’). Στο μέτωπο ράβεται ένα στρογγυλό καθρεπτάκι, ενώ με ρούχα σχηματίζουν μεγάλη καμπούρα στη ράχη του μεταμφιεσμένου.
Εντυπωσιακά είναι και τα δόντια, από δύο σειρές φασουλιών στη θέση του στόματος. Κόκκινα σιρίτια γύρω από τα μάτια, τα ρουθούνια και την απόληξη των κεράτων λειτουργούν ως διακοσμητικό στοιχείο, με όλη τη συμβολική και μαγική σημασία που μπορεί να έχει το χρώμα αυτό. Στα χέρια κρατούν μικρό σακούλι με στάχτη μέσα με το οποίο χτυπούσαν όσους συναντούσαν μέχρι πριν από λίγα χρόνια ‘για να φοβερίζουν τα καλακάντζουρα’. Σήμερα, για αποφυγή τυχόν παρεξηγήσεων από τους αμύητους στο τοπικό έθιμο επισκέπτες, επειδή η στάχτη λέρωνε τα ρούχα, το σακίδιο είναι κενό. Παλαιότερα στα πόδια έβαζαν τσαρούλια, από δέρμα βοδιού ή αλόγου. Στους νεότερους χρόνους όμως φορούν συνηθισμένα παπούτσια, κατά προτίμηση λαστιχένια, κατάλληλα για τις λάσπες και το τρέξιμο.
Ομάδες-ομάδες τα Μπαμπούγερα ή χωριστά γυρίζουν τους δρόμους του χωριού κυνηγώντας όσους συναντούν και ζητώντας συμβολικά κάποιο φιλοδώρημα. Κανένας δεν ξεφεύγει. Συνεχή τρεχάματα, χτύποι κουδουνιών, χαρούμενα ξεφωνητά, ζωόμορφη μεταμφίεση, πλακόστρωτοι δρόμοι, η συνηθισμένη πρωινή ομίχλη του τοπίου, ορχηστρικές κινήσεις και τα άλλα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το δωδεκαμερίτικο έθιμο της Καλής Βρύσης δίνουν αίσθηση χώρου και χρόνου εξωπραγματική.
Οι προετοιμασίες αρχίζουν πολλές μέρες πριν από τα Θεοφάνεια. Η εξεύρεση των ρούχων, όταν δεν υπάρχουν στα οικογενειακά κειμήλια, απαιτεί φροντίδα πολλή. Ιδιαίτερα για τα κουδούνια, που ο ήχος τους πρέπει να δίνει αίσθημα ακουστικής αρμονίας. Έτσι και μακρινά ταξίδια γίνονται για εξεύρεση κατάλληλων κουδουνιών ή ενοικίασή τους από κτηνοτρόφους.
Τα Μπαμπούγερα επαναλαμβάνονται και τις δύο επόμενες μέρες. Αποκορύφωμα και λήξη του γιορτασμού αποτελεί εύθυμη αναπαράσταση γάμου, στις 8 Ιανουαρίου, με συμμετοχή όλου του χωριού. Η αναπαράσταση μιμείται το τοπικό εθιμικό τυπικό με κάποιους νεοτερισμούς ή ευρηματικές προσαρμογές στην πραγματικότητα.
Παλαιότερα, σύμφωνα με σχετικές μαρτυρίες, τα Μπαμπούγερα γίνονταν για τη συγκέντρωση χρημάτων υπέρ της Εκκλησίας, η οποία και είχε τη σχετική φροντίδα. Την τρίτη επίσης μέρα, τιμούσαν και στην Καλή Βρύση, όπως συνηθίζεται σε πολλά μέρη του Βορειοελλαδικού χώρου, τη μαμή, της οποίας η παρουσία ήταν πολύτιμη στην παραδοσιακή κοινότητα και κοινωνία.
Μιλώντας οι Καληβρυσιώτες για τα Μπαμπούγερα, την πιο χαρακτηριστική εκδήλωση στο τοπικό καλαντάρι, τονίζουν την παλαιότητα του εθίμου και με τον δικό τους τρόπο αιτιολογούν την τέλεσή του: ‘Τα Μπαμπούγερα τα κάνομε από παλιά. Εμείς έτσι τα βρήκαμε. Και οι πατεράδες μας και οι παππούδες μας έτσι τα βρήκαν. Γίνονται από τότε που βαφτίσανε το Χριστό. Επειδής στη βάφτιση του Χριστού, για να μη βλέπει ο κόσμος τη βάπτιση, οι ειδωλολάτρες έγιναν καρναβάλια για να απασχολούν τον κόσμο και από τότε έμεινε αυτό το έθιμο και το κάνομε μέχρι σήμερα’.
Οι δύο γριές «προλογίζουν» με το δικό τους τρόπο την κορύφωση του δρώμενου
Τα Μπαμπούγερα αποτελούν παραλλαγή των μεταμφιέσεων του Δωδεκαημέρου, οι οποίες σήμερα συνηθίζονται στον Βορειοελλαδικό χώρο (Ρογκάτσια, Ρογκατσάρια κ.α.), παλαιότερα και στον Μικρασιατικό βορρά, τον ελληνικό Πόντο (Μωμόγεροι). Πρέπει όμως να τονιστεί ότι οι μεταμφιέσεις στην Καλή Βρύση δεν αποτελούν απλή παραλλαγή ενός ευρύτερα γνωστού εθίμου, αλλά παραδοσιακή εκδήλωση ξεχωριστής σημασίας, με την ένταξη τους στα πολύμορφα δρώμενα των ημερών των Θεοφανείων.
Η μεταμφίεση γενικότερα, ανεξάρτητα από το χρόνο και τον χώρο που παρουσιάζεται, αποτελεί συνήθεια που πραγματικά μπορούμε να πούμε ότι χάνεται στα βάθη του παρελθόντος, γνωστή και σε αρχαίους και σε νεότερους λαούς, κάθε πολιτιστικής βαθμίδας.
Η αρχική χρήση της μάσκας, καθώς και η λοιπή μεταμφίεση, πρέπει να σχετίζεται με την λατρεία των προγόνων, όπως αυτή εκδηλώθηκε ήδη στη νεολιθική εποχή και όπως διαπιστώθηκε η ύπαρξή της στη ζωή των λεγόμενων πρωτόγονων λαών. Οι αρχέγονοι λαοί, και μάλιστα οι γεωργικοί, είχαν κάθε χρόνο την ευκαιρία να ζουν το θαύμα της ανανέωσης της ζωής. Ο σπόρος που ρίχνεται στη γη και στη συνέχεια βλαστάνει, είναι ένα συγκλονιστικό βίωμα, που απετέλεσε κεντρικό θέμα θρησκειών και φιλοσοφιών, αφού πρώτα επηρέασε βαθιά τη σκέψη και τη ζωή του ανθρώπου.
Κάτι παρόμοιο με το φαινόμενο αυτό φαντάστηκαν ότι θα συνέβαινε και με τους πεθαμένους προγόνους και αυτούς ακριβώς παρίσταναν οι μεταμφιεσμένοι, προσδοκώντας την εύνοια και την προστασία τους. Εκτός από τους προγόνους οι μάσκες, τουλάχιστον στην αρχική λατρευτική χρήση τους, φαίνεται ότι συμβόλιζαν και τις θεότητες της βλάστησης, τις μορφές εκείνες, που, όπως πίστευαν, παρουσιάζονταν στον θερισμό και σε άλλες γεωργικές ασχολίες και γιορτές, ως ενσάρκωση του πνεύματος του σιταριού και της καρποφορίας γενικότερα. Οι μεταμφιέσεις είναι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά των παγανιστικών αυτών γιορτών και είχαν εισαχθεί σ’ αυτές από την αρχαία ελληνική θρησκεία και μάλιστα από τον διονυσιακό λατρευτικό κύκλο.
Παρέες Μπαμπούγερων με τα σακουλάκια
Το γεγονός ότι οι μεταμφιέσεις έχουν επιβιώσει μέχρι σήμερα, δεν είναι δυσεξήγητο. Διότι από τις ευετηρικές τελετές, τις τελετές δηλαδή που αποσκοπούσαν στην καλή χρονιά με την ευρύτερη έννοιά της, της καλής υγείας και πλούσιας καρποφορίας, όπως ήτανε οι Διονυσιακές, ο λαός κράτησε κυρίως το εύθυμο στοιχείο, μέσα σ’ ένα γενικότερο κλίμα χαράς και πανηγυρισμού, όπως αυτό του Δωδεκαημέρου.
Με τις δωδεκαημερίτικες μεταμφιέσεις διασώθηκαν και άλλα στοιχεία της ελληνικής αρχαιότητας, μέσω των ρωμαϊκών και βυζαντινών χρόνων. Ένα παράδειγμα αρκεί: η αναπαράσταση γάμου στην Καλή Βρύση αποτελεί παραδοσιακό στοιχείο.
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε, ότι τα δρώμενα των Θεοφανείων στην Καλή Βρύση αποτελούν σημαντική έκφραση της τοπικής λαϊκής λατρείας, με ευρύτερο ενδιαφέρον. Τα δρώμενα αυτά αποκτούν ακόμη μεγαλύτερη σημασία μετά τις πρόσφατες αρχαιολογικές ανασκαφές στην περιοχή του χωριού, οι οποίες, ένα μόλις χιλιόμετρο έξω απ’ αυτό, αποκάλυψαν ναό, αφιερωμένο, σύμφωνα με τις υπάρχουσες ενδείξεις, στη λατρεία του Διόνυσου. Έχει έτσι η Καλή Βρύση το προνόμιο να συνδυάζει ένα δρώμενο διονυσιακού χαρακτήρα μ’ έναν πραγματικά διονυσιακό χώρο, ο οποίος μάλιστα αποτελεί και χώρο σύγχρονης λατρευτικής εκδήλωσεις.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου