Ως Έλληνας εκπαιδευτικός, έχω την αίσθηση ότι αυτή η επέτειος της 25ης Μαρτίου θα είναι από τις πλέον καταθλιπτικές. Η ίδια η χώρα μας βρίσκεται σε καθεστώς εθνικής υποτέλειας με μια κυβέρνηση ιστορικά ανεπίγνωστη, πολιτικά ολέθρια και ιδεολογικά στρεβλωμένη που ούτε ελπίδα μπορεί πλέον να υποσχεθεί, ούτε σοβαρή πολιτική να κάνει. Αλλά, ούτως ή άλλως, στις εθνικές επετείους οφείλουμε να μην προβαίνουμε σε πολιτικό ή κομματικό σχολιασμό.
Ας θυμηθούμε, λοιπόν την Ιστορία. Κι ας την (ξανά) διδάξουμε, εμείς οι Έλληνες εκπαιδευτικοί στα παιδιά μας. Επειδή λαός χωρίς ιστορία, που πάει να πει χωρίς ιστορική μνήμη, δεν έχει μέλλον.
Κάποτε, λοιπόν κάτι παρανοϊκοί τύποι που «ο κόσμος τους έλεγε τρελούς», γραφικοί της εποχής, ξεκίνησαν να κάνουν την Επανάσταση. Να κάνουν, δηλαδή το ακατόρθωτο, το αδοκίμαστο, το τρομερό. Δεν υπολόγισαν αριθμούς, διότι τη γενναιότητα δεν τη μετράς ποτέ με αριθμούς. Σε όλους μας, εξάλλου τους αγώνες για τη λευτεριά ήμασταν πάντοτε μικροί σε αριθμό, μα πάντοτε υψώναμε ανάστημα γιγάντων.
Άνθρωποι λεύτεροι ήδη στην ψυχή, αγωνίστηκαν να λευτερώσουν και τους άλλους. Τι κι αν δεν ήξεραν να διαβάζουν Πλάτωνα στο πρωτότυπο. Αποφάσισαν να γίνουν οι «φιλόσοφοι – αγωνιστές» που θα βγάλουν τους δεσμώτες από το σπήλαιο της σκλαβιάς και της αντίληψης του τύπου «αποκλείεται να απελευθερωθούμε». Από το αίσχος του ραγιαδισμού.
Άνθρωποι αγράμματοι, αλλά βαθιά πεπαιδευμένοι. Που δεν ήξεραν γράμματα, αλλά ήξεραν να κηρύττουν την αξία «του εμείς κι όχι του εγώ». Που είχαν επίγνωση ότι πολεμούσαν για κάτι αγάλματα – κι ας μην είχαν σπουδάσει Ιστορία ή Αρχαιολογία. Που τη λευτεριά της Πατρίδας τη συνέδεαν με τη Θρησκεία τους κι όχι με την αποκομιδή χρημάτων για να καζαντίσουν το καπετανιλίκι τους.
Ήρωες που φύλαξαν πάλι Θερμοπύλες. Που μονάχη τους επιλογή ήταν το «Ελευθερία ή Θάνατος». Που έδωσαν τον ύστατο αγώνα, θυσιάστηκαν, μάτωσαν. Γιατί; Για να φτιάξουν πατρίδα. Να ελευθερώσουν το Ελληνικό Έθνος. Να χτίσουν νέο μέλλον για έναν από τους σπουδαιότερους λαούς της ανθρωπότητας. Για να μην ξαναγίνουν ποτέ, ούτε οι ίδιοι, ούτε τα παιδιά τους, ραγιάδες, σκλάβοι.
Όλα τους πήγαν καλά; Όχι! Στην αρχή όλοι ήταν απέναντί τους: οι Τούρκοι κατακτητές. Οι ξένες Μεγάλες Δυνάμεις που συγκροτούσαν την Ιερά Συμμαχία και τους θεωρούσαν «ξυπόλητα ανθρωπάρια, ανίκανα για πολιτισμό». Βέβαια, οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής «ανέβλεψαν». Είδαν τον ξυπόλητο ραγιά να κερδίζει νίκες και τον Τούρκο κατακτητή να παλεύει και με τους φλεγόμενους για τη λευτεριά Έλληνες και με την εσωτερική του παρακμή. Διάλεξαν, λοιπόν στρατόπεδο. Τους αναγκάσαμε να αλλάξουν γνώμη. Μας είδαν ως εμπόλεμο έθνος. Και γίναμε ελεύθερο κράτος. Τους διδάξαμε τι θα πει να θυσιάζεσαι για τη λευτεριά σου.
Τους δώσαμε, όμως και τη δικαιολογία να επέμβουν ως «Σωτήρες», για μας χωρίς εμάς. Ανταλλάξαμε τη σκλαβιά μας με επώδυνο τρόπο και με καινούργια δεσμά – πιο «πολιτισμένα» αυτή τη φορά. Στην ανηφοριά της επανάστασης, στο άνθισμα της λευτεριάς μας, αφεθήκαμε στη διχόνοια. Αφεθήκαμε να επαίρονται ότι μας απελευθέρωσαν – δίνοντας μία και μόνο μάχη – τα «ναυτάκια» του Ναυαρίνου και λησμονήσαμε ότι εμείς οι ίδιοι πολεμούσαμε για χρόνια ολόκληρα μες τη φωτιά, με το σπαθί στο χέρι. Ότι οι ίδιοι πολεμούσαμε με την πείνα, την κακουχία, τις αμέτρητες στρατιές.
Αλλά γίναμε ελεύθερο κράτος. Όσο ελεύθερο μπορεί να είναι ένα κράτος που «χρωστά» την ελευθερία του (και) σε άλλους.
Αυτή η «οφειλή» μας στοιχειώνει μέχρι σήμερα.
Ένα ευτελισμένο σήμερα που μοιάζει να περιγελά το ένδοξο χθες. Τα νησιά μας «επιτηρούνται» από Τούρκους στρατοχωροφύλακες. Η Μακεδονία μας, δεν είναι πια δική μας. Η Ελλάδα εποικίζεται με ρυθμούς που οδηγούν όχι στην ομαλή ενσωμάτωση, αλλά στην αλλοίωση της πολιτισμικής μας ταυτότητας και της εθνικής μας κληρονομιάς. Από ελεύθερο κράτος καταντήσαμε εδαφικός χώρος υπό επιτήρηση – οικονομική και στρατιωτική.
Κι όσοι διαμαρτυρόμαστε, όσοι αντιδρούμε, όσοι αγωνιούμε για τη νέα, επονείδιστη αυτή υποδούλωση που ανατέλλει – δίχως ούτε μια ντουφεκιά! – θεωρούμαστε τρελοί και γραφικοί. Ακόμα κι όσοι αρνούμαστε να μισήσουμε ή να οργιστούμε, ακόμα κι όσοι δεν θεωρούμε τη βία ως απάντηση, ούτε κραυγάζουμε άναρθρα, αλλά διατυπώνουμε λόγο και επιχειρήματα. Ακόμα κι εμείς θεωρούμαστε τρελοί και γραφικοί. Αλλά τρελούς και γραφικούς θεωρούσαν και τους ανθρώπους που σήμερα, ακόμα κάποιοι, αποκαλούμε ήρωες…
Διακόσια περίπου χρόνια μετά την Ελληνική Επανάσταση και τις θυσίες του ελληνικού έθνους, ούτε εθνική κυριαρχία έχουμε, ούτε εθνικούς στόχους. Στην επέτειο της επανάστασης την Παρασκευή, καλύτερα να έχουμε τα κεφάλια σκυμμένα - από ντροπή. Διότι ακόμα ετούτη η Άνοιξη, ραγιάδες. Μάλιστα, ραγιάδες. Άλλου τύπου. Αλλά ραγιάδες…
Απέναντί μας πάντα οι ίδιοι εχθροί: ο φόβος των ισχυρών – πάντα απειλητικών – Τούρκων· η καταφρόνια των δυνατών – που πάντοτε κοιτούν το δικό τους και μόνο συμφέρον – ξένων· ο σκοταδισμός των φανατικών – που συμπεριφέρονται σαν απάνθρωπα ζώα – θρησκόληπτων Ισλαμιστών.
Ο φόβος, η καταφρόνια, ο σκοταδισμός. Τους αντιμετωπίσαμε αυτούς τους εχθρούς κι άλλοτε. Και νικήσαμε. Γίναμε λεύτεροι.
Αυτή, λοιπόν ας είναι η ελάχιστη τιμή που έχουμε να προσφέρουμε στους προγόνους μας: να παλέψουμε και πάλι για την ελευθερία.
Στο φόβο που καλλιεργούν, στην καταφρόνια που επιδεικνύουν και στο σκοταδισμό που διαδίδουν, εμείς, οι Έλληνες εκπαιδευτικοί, ας διδάξουμε την ελευθερία.
ΠΗΓΗ
Ας θυμηθούμε, λοιπόν την Ιστορία. Κι ας την (ξανά) διδάξουμε, εμείς οι Έλληνες εκπαιδευτικοί στα παιδιά μας. Επειδή λαός χωρίς ιστορία, που πάει να πει χωρίς ιστορική μνήμη, δεν έχει μέλλον.
Κάποτε, λοιπόν κάτι παρανοϊκοί τύποι που «ο κόσμος τους έλεγε τρελούς», γραφικοί της εποχής, ξεκίνησαν να κάνουν την Επανάσταση. Να κάνουν, δηλαδή το ακατόρθωτο, το αδοκίμαστο, το τρομερό. Δεν υπολόγισαν αριθμούς, διότι τη γενναιότητα δεν τη μετράς ποτέ με αριθμούς. Σε όλους μας, εξάλλου τους αγώνες για τη λευτεριά ήμασταν πάντοτε μικροί σε αριθμό, μα πάντοτε υψώναμε ανάστημα γιγάντων.
Άνθρωποι λεύτεροι ήδη στην ψυχή, αγωνίστηκαν να λευτερώσουν και τους άλλους. Τι κι αν δεν ήξεραν να διαβάζουν Πλάτωνα στο πρωτότυπο. Αποφάσισαν να γίνουν οι «φιλόσοφοι – αγωνιστές» που θα βγάλουν τους δεσμώτες από το σπήλαιο της σκλαβιάς και της αντίληψης του τύπου «αποκλείεται να απελευθερωθούμε». Από το αίσχος του ραγιαδισμού.
Άνθρωποι αγράμματοι, αλλά βαθιά πεπαιδευμένοι. Που δεν ήξεραν γράμματα, αλλά ήξεραν να κηρύττουν την αξία «του εμείς κι όχι του εγώ». Που είχαν επίγνωση ότι πολεμούσαν για κάτι αγάλματα – κι ας μην είχαν σπουδάσει Ιστορία ή Αρχαιολογία. Που τη λευτεριά της Πατρίδας τη συνέδεαν με τη Θρησκεία τους κι όχι με την αποκομιδή χρημάτων για να καζαντίσουν το καπετανιλίκι τους.
Ήρωες που φύλαξαν πάλι Θερμοπύλες. Που μονάχη τους επιλογή ήταν το «Ελευθερία ή Θάνατος». Που έδωσαν τον ύστατο αγώνα, θυσιάστηκαν, μάτωσαν. Γιατί; Για να φτιάξουν πατρίδα. Να ελευθερώσουν το Ελληνικό Έθνος. Να χτίσουν νέο μέλλον για έναν από τους σπουδαιότερους λαούς της ανθρωπότητας. Για να μην ξαναγίνουν ποτέ, ούτε οι ίδιοι, ούτε τα παιδιά τους, ραγιάδες, σκλάβοι.
Όλα τους πήγαν καλά; Όχι! Στην αρχή όλοι ήταν απέναντί τους: οι Τούρκοι κατακτητές. Οι ξένες Μεγάλες Δυνάμεις που συγκροτούσαν την Ιερά Συμμαχία και τους θεωρούσαν «ξυπόλητα ανθρωπάρια, ανίκανα για πολιτισμό». Βέβαια, οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής «ανέβλεψαν». Είδαν τον ξυπόλητο ραγιά να κερδίζει νίκες και τον Τούρκο κατακτητή να παλεύει και με τους φλεγόμενους για τη λευτεριά Έλληνες και με την εσωτερική του παρακμή. Διάλεξαν, λοιπόν στρατόπεδο. Τους αναγκάσαμε να αλλάξουν γνώμη. Μας είδαν ως εμπόλεμο έθνος. Και γίναμε ελεύθερο κράτος. Τους διδάξαμε τι θα πει να θυσιάζεσαι για τη λευτεριά σου.
Τους δώσαμε, όμως και τη δικαιολογία να επέμβουν ως «Σωτήρες», για μας χωρίς εμάς. Ανταλλάξαμε τη σκλαβιά μας με επώδυνο τρόπο και με καινούργια δεσμά – πιο «πολιτισμένα» αυτή τη φορά. Στην ανηφοριά της επανάστασης, στο άνθισμα της λευτεριάς μας, αφεθήκαμε στη διχόνοια. Αφεθήκαμε να επαίρονται ότι μας απελευθέρωσαν – δίνοντας μία και μόνο μάχη – τα «ναυτάκια» του Ναυαρίνου και λησμονήσαμε ότι εμείς οι ίδιοι πολεμούσαμε για χρόνια ολόκληρα μες τη φωτιά, με το σπαθί στο χέρι. Ότι οι ίδιοι πολεμούσαμε με την πείνα, την κακουχία, τις αμέτρητες στρατιές.
Αλλά γίναμε ελεύθερο κράτος. Όσο ελεύθερο μπορεί να είναι ένα κράτος που «χρωστά» την ελευθερία του (και) σε άλλους.
Αυτή η «οφειλή» μας στοιχειώνει μέχρι σήμερα.
Ένα ευτελισμένο σήμερα που μοιάζει να περιγελά το ένδοξο χθες. Τα νησιά μας «επιτηρούνται» από Τούρκους στρατοχωροφύλακες. Η Μακεδονία μας, δεν είναι πια δική μας. Η Ελλάδα εποικίζεται με ρυθμούς που οδηγούν όχι στην ομαλή ενσωμάτωση, αλλά στην αλλοίωση της πολιτισμικής μας ταυτότητας και της εθνικής μας κληρονομιάς. Από ελεύθερο κράτος καταντήσαμε εδαφικός χώρος υπό επιτήρηση – οικονομική και στρατιωτική.
Κι όσοι διαμαρτυρόμαστε, όσοι αντιδρούμε, όσοι αγωνιούμε για τη νέα, επονείδιστη αυτή υποδούλωση που ανατέλλει – δίχως ούτε μια ντουφεκιά! – θεωρούμαστε τρελοί και γραφικοί. Ακόμα κι όσοι αρνούμαστε να μισήσουμε ή να οργιστούμε, ακόμα κι όσοι δεν θεωρούμε τη βία ως απάντηση, ούτε κραυγάζουμε άναρθρα, αλλά διατυπώνουμε λόγο και επιχειρήματα. Ακόμα κι εμείς θεωρούμαστε τρελοί και γραφικοί. Αλλά τρελούς και γραφικούς θεωρούσαν και τους ανθρώπους που σήμερα, ακόμα κάποιοι, αποκαλούμε ήρωες…
Διακόσια περίπου χρόνια μετά την Ελληνική Επανάσταση και τις θυσίες του ελληνικού έθνους, ούτε εθνική κυριαρχία έχουμε, ούτε εθνικούς στόχους. Στην επέτειο της επανάστασης την Παρασκευή, καλύτερα να έχουμε τα κεφάλια σκυμμένα - από ντροπή. Διότι ακόμα ετούτη η Άνοιξη, ραγιάδες. Μάλιστα, ραγιάδες. Άλλου τύπου. Αλλά ραγιάδες…
Απέναντί μας πάντα οι ίδιοι εχθροί: ο φόβος των ισχυρών – πάντα απειλητικών – Τούρκων· η καταφρόνια των δυνατών – που πάντοτε κοιτούν το δικό τους και μόνο συμφέρον – ξένων· ο σκοταδισμός των φανατικών – που συμπεριφέρονται σαν απάνθρωπα ζώα – θρησκόληπτων Ισλαμιστών.
Ο φόβος, η καταφρόνια, ο σκοταδισμός. Τους αντιμετωπίσαμε αυτούς τους εχθρούς κι άλλοτε. Και νικήσαμε. Γίναμε λεύτεροι.
Αυτή, λοιπόν ας είναι η ελάχιστη τιμή που έχουμε να προσφέρουμε στους προγόνους μας: να παλέψουμε και πάλι για την ελευθερία.
Στο φόβο που καλλιεργούν, στην καταφρόνια που επιδεικνύουν και στο σκοταδισμό που διαδίδουν, εμείς, οι Έλληνες εκπαιδευτικοί, ας διδάξουμε την ελευθερία.
ΠΗΓΗ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου