Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2016

Πραγματικότητα και σκεπτοχωροχρόνος





Από το βιβλίο, “Δώρα από το άγνωστο”, του Lyall Watson


Επεξεργασία και σχόλια από το Ζάχο Σκαφίδα


Οι συναρπαστικές εμπειρίες από την παραμονή του συγγραφέα σε ένα μικρό ηφαιστειογενές νησί της Ινδονησίας περιγράφονται σε ένα καταπληκτικό μείγμα μυστικιστικών φαινομένων και επιστημονικής σκέψης. Πνευματιστικά φαινόμενα - ψυχοθεραπεία, έκτη αίσθηση, τηλεπάθεια, δυναμικά πεδία - όλα αυτά τα θεωρεί σαν δώρα του άγνωστου προς τη μικρή νησιώτικη κοινωνία και διαπιστώνοντάς τα, ο LyallWatson αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στις επιστημονικές θεωρίες της Δύσης, την αναπόσπαστη παιδεία του, τις σκέψεις, τις συγκινήσεις, τους πειραματισμούς και τις εμπειρίες του.
Lyall Watson, Adventurer and Explorer of the ‘Soft Edges of Science’


Η αλλαγή της πραγματικότητας


Πέρασα βιαστικά την πεδιάδα και χώθηκα σε ένα μικρό δάσος από κενάρι - κάτι πανύψηλα τροπικά δέντρα με μικρά φύλλα και καρπό σαν το καρύδι, που φύτρωναν μόνο σ’ αύτη τη μεριά του νησιού.


Μόλις τα μάτια μου συνήθισαν στο λιγοστό φως του δάσους, κατάλαβα πως δεν ήμουν μόνος. Σε ένα μικρό ξέφωτο υπήρχε ένα πεσμένο δέντρο κι επάνω του καθόταν η Τία μαζί με ένα μικρό κοριτσάκι.


Η μικρή ήταν κόρη του Μπέμπας, ενός καρβουνιάρη, που πουλούσε στα χωριά ξυλοκάρβουνα. Τα έφτιαχνε μόνος του και ζούσε με την οικογένεια του εδώ, μακριά από τον υπόλοιπο πλη­θυσμό. Ήταν μόλις τεσσάρων χρόνων, με σοβαρό πρόσωπο και μεγάλα, πανέμορφα, ερωτηματικά μάτια.


Η Τία της μιλούσε και το παιδί την άκουγε προσεχτικά, προσ­παθώντας να αφομοιώσει κάθε καινούρια πληροφορία γι’ αυτόν το θαυμάσιο κόσμο που έβλεπε γύρω της. Τα παιδιά σ’ αύτη την ηλικία γίνονται πολύ σοβαρά και αναζητούν πάντα το βαθύτερο νόημα των πραγμάτων πού βλέπουν.


Δεν μπορούσα να ακούσω τι λέγανε, αλλά, η Τία φαινόταν να δυσκολεύεται στο να δώσει την εξήγηση που ήθελε στο κορι­τσάκι. Την είδα να σταματάει και να αναζητεί στον αέρα την έμπνευση. Υστέρα, σηκώθηκε κι απ’ αυτό το σημείο κι έπειτα ακόμα κι εγώ, κρυμμένος μέσα στο λιγοστό φώς τού δάσους, πήρα μέρος στη συζήτηση.





Η Τία άρχισε να χορεύει.


Πρώτα, γύρισε με απαλά βήματα ολόγυρα στο ξέφωτο, για να ορίσει το χώρο της. Μέσα σ’ αυτόν έκλεισε και τα κοντινότερα δέντρα. Μετά, σήκωσε τα χέρια ψηλά και με τα δάχτυλα μιμήθηκε το θρόισμα των φύλλων.


Το κοριτσάκι αναπήδησε Ικανοποιημένο κι εγώ ένιωσα να με πλημμυρίζει μία αγαλλίαση. Έβλεπα τα δέντρα ολόγυρα με και­νούρια μάτια.


Με το χαριτωμένο και εκφραστικό τρόπο της, η Τία είχε πει:


«Άνοιξε τα μάτια σου και κοίτα: Δεν είναι όμορφα;»


Και ήταν.


Μόλις μας έκανε να νιώσουμε τα δέντρα, άλλαξε τη μορφή τού χορού της.


Στάθηκε στη μέση τού χώρου και με μία σειρά χειρονομίες παρουσίασε τον εαυτό της στη σκηνή. Εκεί όπου πριν λίγο υπογραμμίστηκε η ομορφιά των δέντρων, άρχισε τώρα να εμφανίζεται η ομορφιά της Τία.


Μετά, έκανε κάτι που είναι αδύνατο να περιγραφεί.


Δεν έμοιαζε να κινείται αλλά είχε κίνηση. Δεν ήταν μιά σειρά από καθορισμένες κινήσεις και βήματα. Αλλά, ωστόσο, ήταν μιά πραγματικότητα. Δεν ήταν χορός, αλλά περιείχε όλη την ουσία της ερμηνείας των μεγάλων χορευτών. Ήταν μιά εκπομπή συ­ναισθημάτων, ένα κήρυγμα Αγάπης και προσαρμογής στη φύση και, μόλις συμπληρώθηκε, πέτυχε τη μεταμόρφωση. Τα δέντρα υπήρχαν, η Τία υπήρχε και κατά κάποιο τρόπο είχε αποκατασταθεί ένας ζωικός σύνδεσμος ανάμεσα τους.


Το επανέλαβε ξανά και ξανά, τονίζοντας κάθε φορά κι ένα άλλο σημείο, αλλά πάντα γεμάτη νόημα. Δόξαζε τα δέντρα, ταυτι­ζόταν με τα δέντρα, διέδιδε την εικόνα που είχε στο μυαλό της για τα δέντρα, ισορροπούσε το νοητικό είδωλο με την πραγμα­τικότητα των δέντρων ολόγυρα της. Μας έκανε να κοιτάμε μπρος και πίσω από τα δέντρα, μέσα από τα δέντρα, γύρω από τα δέν­τρα. Μας επέτρεπε να καταλάβουμε πως δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο χαρακτήρα της κάθε οπτικής.


Κι ύστερα έκανε κάτι το φοβερό.


Εξαφάνισε την ιδέα των δέντρων στο μυαλό της και τα δέντρα εξαφανίστηκαν μαζί της.


Έκανε πρώτα το διαχωρισμό των δύο στοιχείων, μας ικανο­ποίησε με τη διαφοροποίηση κι ύστερα εξαφάνισε είδωλο και πραγματικό αντικείμενο.


Τη μια στιγμή η Τία χόρευε μέσα στο δάσος από τα κενάρι. Την επόμενη έστεκε μόνη απέναντι στο σκληρό, διάχυτο φώς τού ήλιου.


Το κεφάλι μου βούιζε. Ανοιγόκλεισα κι έτριψα τα μάτια μου, μέχρι που το δάσος άρχισε και πάλι να φυτρώνει ολόγυρα μου. Ή εικόνα είχε αποκατασταθεί.


Ήμουν βέβαιος πως το κοριτσάκι μοιράστηκε την ίδια εμπειρία πού ένιωσα κι εγώ, αλλά, αυτό δεν την ενόχλησε καθόλου. Πήδηξε από τον κορμό, έτρεξε ολόγυρα στα δέντρα και τα άγγιξε ένα ένα, για να σιγουρευτεί πως γύρισαν στη θέση τους, κι ύστερα γέλασε χαρούμενα και στάθηκε μπρος στην Τία.


Ορθάνοιξε τα μεγάλα μαύρα μάτια της. Τα κάλυψε μετά με τις παλάμες της, διώχνοντας από την όψη της τον κόσμο.

Τράβηξε τα χέρια, και νάτος ό κόσμος πάλι εκεί.


Και πάλι και πάλι.

Ή Τία άπλωσε τα χέρια, έπιασε τα δικά της κι άρχισε να χορο­πηδάει ολόγυρα στη μικρή. Το κοριτσάκι γελούσε ακόμα από ευχαρίστηση, γιατί κατάλαβε αυτό που ήθελε. Η Τία ξέσπασε κι αύτη σε γέλια, μέχρι που κι οι δύο ξεθεωμένες ακούμπησαν στον κορμό ενός δέντρου.



Ο χορός είναι η βασικότερη και πιο αποκαλυπτική μορφή έκφρασης



Ήταν η μοναδική φορά που είδα την Τία να χορεύει έτσι. Οι αφηγηματικές χορευτικές κινήσεις πήραν μιά μαγική διάσταση. Ήταν ένα πανέμορφο θέαμα, όπου όχι μόνο κατάφερε να διδάξει, αλλά και να κάνει το κοριτσάκι να συμμεριστεί την προσπάθειά της. Ταυτόχρονα, ήταν και θλιβερό, γιατί φανέρωνε το μέτρο της μοναξιάς της.


Πάντα ήταν μοναχική, αλλά τότε το είχε επιλέξει μόνη της. Αντίθετα, τώρα, η πίεση της διαφοροποίησής της έκανε τον κό­σμο να νιώθει αδέξια εμπρός της κι όταν είχε ανάγκη να πει κάτι, να επικοινωνήσει, την απέφευγαν. Όταν χόρευε μπρος στους άλ­λους, ξεχνούσε τον εαυτό της και υποτασσόταν στην τέχνη της. Τα πράγματα πού αποκάλυπτε χορεύοντας δεν αναφέρονταν ούτε σ’ αύτη ούτε στο ακροατήριο, αλλά στη θεότητα που χρησι­μοποιούσε το κορμί της. Το γεγονός πως όλοι αυτοί πού την κοι­τούσαν μεταλάμβαναν τελικά στην ιερουργία της ήταν το μέτρο της επιτυχίας κι όχι τού αυτοσκοπού. Νομίζω πως από κάποια στιγμή κι έπειτα κατάλαβε τον κίνδυνο να χάσει ο χορός της τη μαγεία του, να γίνει θέαμα που θα αφορούσε αποκλειστικά τους θεατές και όχι πια τα πνεύματα.


Οι εμπειρίες των χορών που ένιωσα στο Νούς Ταριάν δεν έχουν ιδωθεί πουθενά αλλού. Μόνο να τους ονειρευτεί μπορεί κανείς, αλλά, ποτέ να τους δει. Τόσο ο χορός όσο και το όνειρο αγγίζουν τη συναίσθηση του είναι, στη στιγμή της ανέλιξής τους. Κανείς δεν μπορεί να χορέψει και να ονειρευτεί πάλι ακριβώς το Ίδιο πράγμα. Αλλά, ό καθένας μπορεί να ξαναχορέψει και να ξαναονειρευτεί. Και πρέπει να το κάνει, αν ή ζωή συνεχιστεί.





Ο χορός είναι η βασικότερη και πιο αποκαλυπτική μορφή έκ­φρασης. Τίποτα δεν μπορεί να περιγράφει καλύτερα με εξωτερικές μορφές εσωτερικές εμπειρίες. Η ποίηση και η μουσική υπάρχουν μέσα στο χρόνο. Η ζωγραφική και η αρχιτεκτονική στο χώρο. Αλλά, μόνο ο χορός ζει ταυτόχρονα στο χώρο και στο χρόνο. Η δημιουργός και το δημιούργημα συνυπάρχουν, καλλιτέχνης και καλλιτεχνική έκφραση είναι μιά αδιάσπαστη ενότητα. Το καθένα από τα δύο στοιχεία συμμετέχει απόλυτα στην ύπαρξη του άλλου. Και δεν υπάρχει καλύτερη παρομοίωση για την κατα­νόηση της λειτουργίας τού σύμπαντος.


( Σημ. του Ζάχου Σκαφίδα. Για όσους δεν το κατάλαβαν εδώ είναι το κλειδί της υπερβατικής μαγείας. “ο άνθρωπος νοιώθει ότι δεν είναι κάτι ξεχωριστό από τον Κόσμο, αλλά είναι αυτός τούτος ο Κόσμος.” Το τραγούδι είναι πάντα ένας αυτοσχεδιασμός, πολλές φορές βγαίνουν ακαταλαβίστικες κραυγές. Οι σαμάνοι όταν εκτελούν τον εκστατικό χορό φορούν στολές με αρκετά κιλά σιδερένια αντικείμενα. Οι δερβίσηδες περιστρέφονται. Οι αναστενάρηδες μπαίνουν σε εκστατικό χορό πριν περπατήσουν στα κάρβουνα. Στη Διονυσιακή έκσταση οι μαινόμενοι πιστοί χορεύουν αλλόφρονες αλειμμένοι με το κατακάθι του κρασιού και ζωσμένοι με κλαδιά κισσού. Η ηλεκτρονική μουσική Trance (=έκσταση) είναι ένα μουσικό ρεύμα με φανατικούς οπαδούς που αυξάνονται συνεχώς και που στηρίζεται σε δυνατούς ηλεκτρονικούς επαναλαμβανόμενους ήχους που μαζί με το χορό προκαλεί έκσταση. Καθώς επίσης η ρέγκε, και οι παραδοσιακές μουσικές κατά περιοχή και πολιτισμό, ακόμα και οι εκκλησιαστική μουσική. Γενικά η μουσική και ο χορός βοηθάει πολύ στο να προκληθούν δυνατά συναισθήματα, που θα οδηγήσουν στην έκσταση.

Όσοι θέλουν να βιώσουν το χορό της έκστασης, προτείνεται το βιβλίο “ Ο ΧΟΡΟΣ ΤΗΣ ΕΚΣΤΑΣΗΣ του ΝΑΤΑΛ ΦΡΑΝΚ” )


Η φύση τού χωροχρόνου


Αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε πως το σύμπαν δημιουργήθηκε χάρη στη δραστήρια συμμετοχή των στοιχείων που το απαρτίζουν. Είναι ένας χορός, γιατί η συμμετοχή αποτελεί τη διοργανω­τική του αρχή. Κι αύτη είναι η σημαντική νέα αντίληψης της κβαν­τομηχανικής. Αντικαθιστά την παλιά άποψη της παρατήρησης χωρίς συμμετοχή. Η θεωρία των κβάντα δεν μπορεί να δεχτεί μιά τέτοια άποψη. Οι θεατές μπορούν να κάτσουν στις κερκίδες τους και να χαζεύουν όσο θέλουν, αλλά, η παράσταση δεν πρόκειται να γίνει, αν δεν πάρει μέρος τουλάχιστον ένας απ’ αυτούς, γιατί αυτός ο ένας είναι ή ουσία όλων των ανθρώπων και η πεμπτουσία του σύμπαντος.


Έτσι, δεν ένιωσα έκπληξη αντικρίζοντας την Τία να διδάσκει τη φύση τού χωροχρόνου. Κι όταν το καλοσκέφτηκα, είδα πως δεν υπήρχε τίποτα το παράδοξο στο να διδάσκει ένα παιδί σε ένα άλλο παιδί την πολύπλοκη και αφηρημένη έννοια πώς η πραγμα­τικότητα είναι ένα κατασκεύασμα του νου. Άλλωστε, δεν είναι κάτι το νέο. 'Ο Παρμενίδης, ο Μπέρκλεϋ, ο Τζέημς Τζήνς και μερικά ακόμα από τα πιο φωτισμένα πνεύματα του πολιτισμού μας από καιρό σε καιρό προσπάθησαν να εκφράσουν, με τον τρόπο τους ο καθένας, αύτη την αλήθεια. Κι όμως, η Ίδια αλήθεια είναι αυτονόητη για τα παιδιά.


Δεν υποστηρίζω πως η Τία, ή οποιοδήποτε άλλο παιδί, κατα­λαβαίνει τις θεωρητικές περιπλοκές μιάς τέτοιας αντίληψης. Μόνο, ότι τα παιδιά κατέχουν αυτή την αντίληψης και τη θεωρούν απόλυτα αληθινή.


Είμαι βέβαιος πώς η Τία, έκτος από την αίσθηση της άμεσης συμμετοχής, είχε κάποια ιδέα και για τις συνέπειες. Όπως αναπτύχτηκε, έγινε φανερό πως διέθετε μιάν ενστικτώδη εκτίμηση της ουσίας της θεωρίας των κβάντα - για παράδειγμα, ό πόθος ενός πράγματος αλλάζει την κατάσταση του ποθούμενου. Σταμά­τησε λοιπόν να ποθεί κι άφησε τον εαυτό της να αλλάξει. Μ' αυτό τον τρόπο, ρύθμισε την εξέλιξη των γεγονότων κι έσπειρε τα σπέρματα της καταστροφής της.


Αν ο χωροχρόνος είναι κατασκεύασμα τού νου μας, αυτό σημαίνει ταυτόχρονα, πως το υπερδιάστημα δεν αποκλείεται να είναι παράγωγο τού κοσμικού νου. “Έτσι, επιστρέφουμε στην αρχική μας διατύπωση για την έννοη Γη, που τρέφεται με τη σειρά της από ένα έννοο σύστημα ενέργειας. Η πτώση ενός χωροχρονικού συστήματος σε μιά κατάλληλη κατάσταση υπόκειται σε κανόνες τάξης που προεικάζουν τις περισσότερες πιθανότητες επιλογής ορισμένων καταστάσεων από άλλες. Η συναίσθηση επιλέγει το δρόμο της ελάχιστης δράσης και διαταραχής. Είναι από μόνη της παράγωγο ενός αύτο-οργανούμενου πεδίου μέσα στο χωροχρόνο, διαθέτει κατά ένα μεγάλο ποσοστό αυτονομία, αλλά, οι ρίζες της ξεκινούν πολύ βαθύτερα, από την περιοχή του ύπερ- διαστήματος. Διατηρεί δεσμούς με την υπερσυναίσθηση ή τον κοσμικό νου.



Πιστεύω πως τα σπάνια άτομα, αυτά που σπάνε τους κανόνες, που ξεφεύγουν από το δρόμο της ελάχιστης δράσης και περνούν στις απρόβλεπτες περιοχές έξω από το χωροχρόνο, βρίσκονται σε στενότερη επαφή με τον κοσμικό νου, από τούς άλλους ανθρώπους. Ίσως μάλιστα να αναδιπλώνονται λιγότερο. Δεν πρόκειται για την κατοχή της υπεραίσθησης, αλλά για το συγχρονισμό τους με το ρυθμό της ελάχιστης δράσης όχι πια ανάμεσα σε δύο συμβάντα του χωροχρόνου, άλλα σε δύο συμβάντα ανάμεσα στο διάστημα και στο υπερδιάστημα.




skafidaszaxos


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου