Καθ’ εαυτή η κάθε ιδέα είναι ουδέτερη, ή θα έπρεπε να είναι- αλλά ο άνθρωπος την εμψυχώνει, προβάλλει πάνω της τις φλόγες και τις παραφροσύνες του’ μιαρή, μεταμορφωμένη σε πίστη, εισδύει στο χρόνο, παίρνει τη μορφή γεγονότος: το πέρασμα από τη λογική στην επιληψία έχει συντελεστεί. Έτσι γεννιούνται οι ιδεολογίες, οι θεωρίες και οι αιμοσταγείς φάρσες.
Το παράξενο και «ανεξήγητο» με το ελληνικό σχολείο δεν είναι η σιωπή του σε σχέση με τον αρχαίο πολιτισμό. Το παράξενο και το διαβολικό είναι πως αυτή η σιωπή και αυτή η περιφρόνηση εκείνου του υπέροχου πολιτισμού ονομάστηκε προγονολατρεία. Πάρα πολύς κόσμος, ακόμα και σήμερα, εξακολουθεί να έχει την εντύπωση πως στον τόπο μας το παρακάναμε με τους αρχαίους μας, ενώ στην πραγματικότητα τους αγνοήσαμε τελείως.
Από την επανάσταση και δώθε για τους αρχαίους δε μάθαμε τίποτα άλλο εκτός από μερικά σκόρπια ρητά και μετοχές, μερικά απαρέμφατα, και το «οι αρχαίοι ημών πρόγονοι». Ποτέ κανένας δε μας δίδαξε την ουσία του αρχαίου πολιτισμού ούτε τα αίτια που γέννησαν εκείνο το θαυμάσιο λουλούδι ούτε βέβαια, και τη σχέση του με τη σημερινή πραγματικότητα μας εξήγησαν με κάποια ειλικρίνεια οι άρχοντές μας.
Μα το πιο παράξενο σε όλη την υπόθεση είναι πως μερικοί από εμάς ήμασταν τόσο αφελείς, που είχαμε την απαίτηση να μη διωχθεί ο αρχαίος πολιτισμός στον τόπο μας, όπου ήταν αδύνατο να καταλάβει κανείς που αρχινά και πού τελειώνει το κράτος, πού αρχινά και πού τελειώνει η εκκλησία, τι ανήκει στην εκκλησία και τι στο κράτος Σε μια χώρα όπου αυτός που έκανε κουμάντο στο σχολείο ήταν η εκκλησία. Το γιατί αυτή είναι η αλήθεια και δεν μπορούσαν τα πράγματα να είναι διαφορετικά, θα προσπαθήσω να εξηγήσω παρακάτω.
Για τον χριστιανισμό υπάρχει μια και μοναδική αλήθεια, μια και μοναδική άποψη για τό θεό και τη ζωή και αυτή είναι σταυρωμένη με γύφτικα καρφιά στην Παλαιό και στην Καινή Διαθήκη. Για τους χριστιανούς η αλήθεια ήταν μια και ήταν ολοκληρωμένη. Οι νόμοι δόθηκαν από το Θεό στο Μωυσή μια φορά και είχαν αιώνια ισχύ. Και ο Χριστός ο ίδιος, όταν ήρθε, δεν ήρθε για να τους αλλάξει, αλλά όπως ο ίδιος τόνισε, ήρθε για να τους συμπληρώσει (1). Έτσι, εδώ, αφού όλοι είχαν μια πίστη, αφού όλα ήταν μόνιμα και αιώνια, όπως και ο Θεός, το έδαφος ήταν πρόσφορο για να φυτρώσουν δόγματα.
Αντίθετα, για τους Έλληνες δεν υπήρχε τίποτα το στατικό
Ακόμα και ο Μίνωας, αφού ανέβηκε στον Ψηλορείτη και πήρε τους νόμους από το θεό του το Δία, δεν κάθισε να αναπαυθεί, όπως έκανε ο συνάδελφός του ο Μωυσής, αλλά σε αντίθεση με αυτόν, ανέβαινε κάθε εννιά χρόνια στον Ψηλορείτη και εκεί ρωτούσε το θεό του το Δία μήπως είχε εν τω μεταξύ αλλάξει κανένας νόμος (2). Για τους Έλληνες τίποτα δεν ήταν ολοκληρωμένο, αιώνιο και αμετάβλητο. Γι’ αυτούς η αλήθεια ήταν σχετική και αποτελούσε καθημερινή κατάκτηση. Εδώ δεν υπάρχει μοναδική άποψη για κάποιο θέμα, όπως στους χριστιανούς. Εδώ για κάθε φιλοσοφικό ερώτημα υπάρχουν πολλές απαντήσεις, που μπορεί να είναι ακόμα και αντίθετες η μια από την άλλη. Εδώ γεννήθηκε η διαλεκτική. Σε τούτα εδώ τα χώματα δεν ήταν ποτέ δυνατόν να ριζώσουν δόγματα.
Το χαρακτηριστικό για τον Έλληνα ήταν η λογική εξήγηση.
Για τους χριστιανούς η πίστη. «Πίστει νοούμεν…», είπε ο Απόστολος Παύλος. Με την πίστιν και όχι με τας εξωτερικάς αισθήσεις κατανοούμεν και γνωρίζομεν, ότι ο ορατός κόσμος… εδημιουργήθη άρτιος και αρμονικός, με λόγον και πρόσταγμα του Θεού (3). Οι Έλληνες προσπαθούν να εξυψωθούν με το λόγο μέσα στο φως, ενώ οι χριστιανοί με την πίστη μέσα στο μυστήριο. «Οι Έλληνες φιλόσοφοι σφάλουν, όταν προσπαθούν να εύρουν το θεό με τη λογική, με τη γεωμετρία, με την ανάλυση και την αρμονία»(4), ενώ οι χριστιανοί διδάσκουν «σοφίαν μυστηριώδη που δεν μπορεί πεπερασμένος νους να ανακαλύψει» (5). Στους Ασιάτες η γνώση πέφτει από τον ουρανό, όπως ακριβώς έπεφτε το μάνα στους Ισραηλίτες στην έρημο. Αντίθετα για τους Έλληνες η γνώση ήταν αποτέλεσμα αγώνος και έρευνας.
Στη Μίλητο οι σοφοί Έλληνες προσπαθούν να βρουν και να προσδιορίσουν τις πρωταρχικές ύλες από τις οποίες φτιάχτηκε ο κόσμος. Και το σπουδαίο γι’ αυτή τη σχολή δεν είναι τόσο τα επιστημονικά της συμπεράσματα, αλλά τρία στοιχεία πολύ πιο σπουδαία. Πρώτον, τα ερωτήματα που διατύπωσε6. Δεύτερον, η απαλλαγή του ανθρώπου από τη μυθολογική-θρησκευτική εξήγηση της γέννησης του κόσμου Τρίτον, η νοοτροπία που καλλιέργησε ενεθάρρυνε τις επιστημονικές έρευνες.
Αντίθετα οι χριστιανοί δεν είχαν καθόλου ανάγκη να ιδρώνουν για την δημιουργία του κόσμου. Γι’ αυτούς ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο όλο όπως ακριβώς τον βλέπούμε. «Πιστεύω σε ένα Θεό’, πατέρα, παντοκράτορα…», που έφτιαξε τα πάντα. Και αυτά που βλέπουμε και αυτό που δε βλέπουμε. Και ακόμα: «Η σοφία αυτή των Ελλήνων δεν είναι η θεία σοφία που κατεβαίνει από τον ουρανό, αλλά η επίγειος και εμπνεομένη από τον δαίμονα» (7).
Και όχι μονάχα αυτό: «Η γαρ σοφία του κόσμου τούτου, μωρία παρά τω θεώ εστί» (8). Αλλά τα ίδια φαίνεται πως έλεγαν και οι Έλληνες για τους χριστιανούς: Εμείς κηρύσσομεν Χριστόν τον εσταυρωμένον που για τους Έλληνες δεν είναι παρά βλακεία (9), έλεγε ο Απόστολος Παύλος, και ο Ιουλιανός, που οι χριστιανοί τον ονόμασαν Παραβάτη, έλεγε στους χριστιανούς: «Σε εμάς ανήκει η τέχνη και η σκέψη της Ελλάδας και η λατρεία των θεών της, σε εσάς η αμάθεια, και η αγροικιά και ουδέν πλέον, αύτη εστί η σοφία υμών» (10). Από τα παραπάνω συμπεραίνουμε πως για τους Έλληνες υπήρχε φιλοσοφία και έρευνα ενώ για τους χριστιανούς υπήρχε μονάχα πίστη.
Βέβαια, και οι Έλληνες είχαν θεούς και πίστευαν σε αυτούς, και αυτοί οι θεοί ήταν για τους Έλληνες τόσο πραγματικοί και αληθινοί όσο πραγματικοί και αληθινοί είναι οι σημερινοί θεοί για τους σημερινούς ανθρώπους. Όμως, εκείνοι οι θεοί δε δημιούργησαν κανένα κόσμο, κανένα σύμπαν. Απλά πολέμησαν και τον κατάκτησαν από άλλους θεούς. Και όπως όλοι οι θεοί μοιάζουν με τους ανθρώπους που τους έχουν φτιάξει, έτσι και οι θεοί των Ελλήνων ήταν «κατ’ εικόνα και ομοίωση» των Ελλήνων.
Μόνον που ήταν πιο δυνατοί από ιούς ανθρώπους, ήταν αθάνατοι, στα σίγουρα ευτυχισμένοι και είχαν και τα ελαττώματα και τις αδυναμίες των Ελλήνων. Με τα Ιουδαϊκά και χριστιανικά κριτήρια ήταν στα σίγουρα αμαρτωλοί. Και το πιο μεγάλο τους αμάρτημα ήταν η φυσική τους κατάσταση, το ότι ήταν ροδοκόκκινοι, το ότι ήταν γελαστοί, ενώ ο θεός των Ιουδαίων ήταν βλοσυρός και «αγέλαστος». Οι Έλληνες είχαν ακόμα και θεούς της ομορφιάς, και θεούς του χορού και θεούς της μουσικής. Κρίμα και πάλι κρίμα για την ανθρωπότητα που στάλθηκε στην εξορία το ομηρικό γέλιο.
Αν και υπάρχει αλληλεπίδραση ανάμεσα στην καθημερινή ζωή και στη φιλοσοφία του ανθρώπου, είναι σίγουρο πως είναι η καθημερινή ζωή που δίνει το βηματισμό στη φιλοσοφία και όχι το αντίθετο.Αυτό που διαμορφώνει τη φιλοσοφία, τη στάση ενός λαού απέναντι στη ζωή, είναι οι συνθήκες της καθημερινής ζωής, τα προβλήματα που αντιμετωπίζει, τα όνειρα που του επιτρέπεται να κάνει. Βέβαια, και η φιλοσοφία, αφού πάρει τη μορφή της, αρχίζει με τη σειρά της να φτιάχνει ανθρώπους, μια και ο καθένας μας προσπαθεί να συμπεριφέρεται ανάλογα με τη φιλοσοφία «του». Μα, τελικά, ο άνθρωπος γίνεται όπως είναι οι κοινωνικές συνθήκες, όπως είναι τα προβλήματα που θέλει να λύσει.
Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός φύτρωσε και αναπτύχθηκε στην πάλη ανάμεσα στους γαιοκτήμονες, στους εμπόρους, στο λαό που διεξαγόταν με ποιήματα, με ξίφη, με φιλοσοφία (11). Αυτός ο πολιτισμός αναπτυσσόταν με την ίδια αναλογία που ο δήμος κέρδιζε έδαφος, που έπαυε ο λαός να φοβάται θεούς και αφέντες και έλαβε την οριστική του μορφή μετά τους νικηφόρους περσικούς πολέμους. Είναι αποτέλεσμα της αφοβίας, της ελευθερίας, της αισιοδοξίας και της αυτοπεποίθησης που έχουν πηγή πραγματικές καταστάσεις. Είναι πολιτισμός δημοκρατικός, εδωκοσμικός, ανθρωποκεντρικός.
Για τους Ιουδαίους η κατάσταση ήταν διαμετρικά αντίθετη. Ο πολιτισμός τους φύτρωσε και αναπτύχθηκε μέσα στο φόβο και μέσα στη σκλαβιά. Η απελπισία τους ήταν τόση μεγάλη που περίμεναν τη σωτηρία τους και την ελευθερία τους μονάχα από το θεό. Η σωτηρία του Ιουδαίου και σε τούτο τον κόσμο και στον άλλο κόσμο ήταν συνάρτηση της υπακοής του στο Γιαχβέ. Όλος του ο πολιτισμός ήταν καθαρά θεοκρατικός και θεοκεντρικός.
Οι Έλληνες ενδιαφερόντουσαν πρώτα από όλα για τούτη τη ζωή
Όταν ο Οδυσσέας συνάντησε τον Αχιλλέα στον κάτω κόσμο και είδε πως ήταν βασιλιάς σε όλους τους νεκρούς του είπε: Αλλά Αχιλλέα, σαν κι εσένανε κανένας δεν είναι τόσο καλότυχος. Όταν ήσουν ζωντανός, όλοι σε δοξάζαμε. Τώρα που πέθανες και πάλι είσαι βασιλιάς σε όλους τους νεκρούς. Πολύ καλά είσαι.
Και τότε του απάντησε ο Αχιλλέας: “Μη θέλεις για τον θάνατο να με παρηγορήσεις, χωρικός νάμουν ήθελα και να ξενοδουλεύω, άνδρα πτωχόν που κτήματα μεγάλα να μην έχει, παρά σε όλους τους νεκρούς εγώ να βασιλεύω.” Και τούτα είναι τα λόγια του πιο υπερήφανου Έλληνα (12)!
Σε αντίθεση με τους Έλληνες, για τους χριστιανούς τούτη η ζωή θεωρείται χωρίς αξία. Η μόνη της αξία είναι πως μας δίνει την ευκαιρία να προετοιμαστούμε για την άλλη τη ζωή. «Εμείς οι χριστιανοί, παιδιά μου, τον επίγειον τούτον βίον τον θεωρούμε χωρίς αξία» (13)
Ένα άλλο παράδειγμα που δείχνει τη στάση του Έλληνα για τούτη τη ζωή και το πάθος του γι’ αυτή και τον κάνει διαμετρικά αντίθετο από τον Ιουδαίο, είναι ο μύθος του Σίσυφου. Στο λιακωτό καθότανε ο Σίσυφος μαζί με την πεντάμορφη γυναίκα του, πάνω στο κάστρο της Ακροκόρινθος, ένα από τα πιο όμορφα μέρη της Ελλάδας, όταν βλέπει ξαφνικά τον χάροντα να έρχεται καβάλα στο μαύρο του άτι. Γυναίκα μου, της λέει, για μένανε μην κλάψεις και μη μαυροφορέσεις. Να τραγουδάς και να γλεντάς θέλω. Πήγε ο Σίσυφος στον κάτω κόσμο και αμέσως άρχισε να παρακαλεί τον χάροντα να τον αφήσει για μια στιγμή να ανεβεί στον απάνω κόσμο για να τιμωρήσει τη γυναίκα του που δεν πένθησε και δεν μαυροφόρεσε για αυτόν. Τελικά μπόρεσε και πήρε την άδεια για να επισκεφθεί τον απάνω κόσμο, αγκάλιασε την γυναίκα του και δεν ξαναπήγε στον Άδη (14). Εδώ μιλάμε για πάθος για τούτη τη ζωή.
Ενώ για τον χριστιανό η στάση του απέναντι στη ζωή είναι ακριβώς η αντίθετη: «Τέλος ο θάνατος για μένα θα είναι ευεργεσία, γιατί θα με στείλει ακόμα πιο γρήγορα στο Θεό, προς αυτόν πορεύομαι και από καιρό βιάζομαι να φτάσω» (15) όπως τόνισε ο «Μέγας» Βασίλειος.
Κάποιος ρώτησε τον Αναξαγόρα ποιο κίνητρο έχει ο άνθρωπος να προτιμά να ζει παρά να μη ζει, και εκείνος, του απάντησε: «Το κίνητρό του είναι να ημπορεί να θαυμάζει τον ουρανόν και την περί τον όλον κόσμον τάξη» (16).
Αλλά για τον χριστιανό η ομορφιά της ζωής έγινε αμαρτία. «Εάν κανείς αγαπά τον κόσμον, η άγάπη προς τον πατέρα του δεν υπάρχει μέσα του» (17). Ο ‘Ελληνας ήθελε να γίνει «καλός καγαθός», ενώ ο χριστιανός είπε: «ούτε η σωματική δύναμη ούτε η ομορφιά… έχουν αξία για εμάς..; ό,τι μας προτεοιμάζει για την άλλη ζωή, αυτό αγαπάμε και αναζητάμε» (18).
Οι Έλληνες έφτασαν στο σημείο να πούνε με το στόμα του Επίκουρου πως ο σκοπός της φιλοσοφίας είναι να κάνει τον άνθρωπο ευτυχισμένο, και για να επιτύχει αυτό το σκοπό πρέπει πρώτα να τον απαλλάξει από το φόβο. Πρώτα από το φόβο του Θεού και έπειτα από το φόβο του θανάτου. Οι χριστιανοί απάντησαν στο σοφό Επίκουρο «αρχή σοφίας φόβος κυρίου» και τον βαθμολόγησαν τόσο αρνητικά, που το όνομα επικούρειος, με τον καιρό, για τους χριστιανούς έγινε συνώνυμο του διαβόλου για όλον τον μεσαίωνα (19). Ακόμα και ο Δάντης κατατάσσει τον σοφό Επίκουρο στην κόλαση και μάλιστα στα χαμηλότερα πατώματά της.
Με λίγα λόγια ο Έλληνας προσπάθησε να ερευνήσει και να εξηγήσει τον κόσμο με τη λογική, ενώ για τον Ιουδαίο η αλήθεια ήταν μια και δοσμένη μια για πάντα και δε χρειαζόταν ούτε καν να κάνει τον κόπο να ψάχνει. Ο Έλληνας γνώρισε τον κόσμο μέσα στην πράξη, μέσα στην δράση, μέσα στην ελευθερία και τον αγάπησε με πάθος. Αντίθετα ο Ιουδαίος, σκλάβος μια ζωή, τον μίσησε και τον περιφρόνησε. Ο Έλληνας με το κεφάλι ψηλά και με πρόσωπο γελαστό προσπάθησε να εκφράσει με την τέχνη του ιη χάρη και την ομορφιά της ζωής, όμως ο Ιουδαίος, με τη μέση του γερμένη και με πρόσωπο βλοσυρό βογκούσε, προφήτευε και ανέμενε (20).
Ο Έλληνας έφτιαξε πολιτισμό εδωκοσμικό και ανθρωποκεντρικό, ενώ ο Ιουδαίος έφτιαξε πολιτισμό θεοκρατικό και εξωαποδώ. Ο Έλληνας κατόρθωσε πρώτος αυτός να: «ξεμπλέξει το υποκείμενο από το αντικείμενο, τον άνθρωπο από τον θεό, το θάνατο από τη ζωή, το μύθο από το λόγο…» (21), ενώ ο Ιουδαίος πέρασε τη ζωή του όλη αρνούμενος να μεγαλώσει.
Τούτοι οι δυο κόσμοι, οι διαμετρικά αντίθετοι, τάφερε η μοίρα κάποτε να συναντηθούν. Ο Ελληνισμός σε πλήρη παρακμή που είχε αρχίσει από την εποχή του Πελοποννησιακού Πολέμου και ο Ιουδαϊσμός, όπως πάντα, σταθερός στο σκυφτοκέφαλο βίο του. Ο Έλληνας γινότανε καθημερινά όλο και λιγότερο πολίτης, αφού η πόλη-κράτος είχε πάρει το δρόμο της παρακμής, ο καθένας προσπαθούσε να σωθεί όπως-όπως και η φιλοσοφία άρχισε να προτείνει όλο και περισσότερο λύσεις ατομικές. Την ίδια εποχή ο Ιουδαίος δεν έκανε την παραμικρή υποχώρηση. Οτιδήποτε έλεγε η Παλαιά Διαθήκη ήταν πέρα για πέρα αλήθεια ακόμα και οι τρεις χρυσές τρίχες του Σαμψών!
Μα ο Έλληνας παρά την πτώση του εξακολουθούσε να διατηρεί ακόμα δόσεις λογικής και επιστημονικής σκέψης, και τούτο φάνηκε όταν ο Απόστολος Παύλος μίλησει στους Αθηναίους από το βήμα της πόλης. Στην αρχή οι Αθηναίοι τον άκουγαν με μεγάλη προσοχή. Όταν, όμως, ο Παύλος άρχισε να μιλά «για ανάσταση εκ νεκρών σαστίζουν και μερικοί χαμογελούν»: «Καλά όσο για αυτό, θα το ξαναπούμε άλλη φορά». «… ακούσαντες δε ανάστασιν νεκρών, οι μεν εχλεύαζον, οι δε είπον: ακουσόμεθά σου πάλι περί τούτου» (22). Ο παράλογος λόγος δεν ήταν δυνατόν να ριζώσει σε λαό που είχε μάθει να τα βλέπει όλα κάτω από το φως της λογικής.
Όμως, όπως έχουμε αναφέρει, για τους Έλληνες το απόλυτο, το δογματικό αποτελούσε ύβρη. Για κάθε φιλοσοφικό πρόβλημα στην Ελλάδα υπήρχαν πολλές και αντίθετες απόψεις. Αν πάρουμε π.χ. το θέμα «ψυχή», βλέπουμε πως ο Πλάτων πίστευε πως αυτή είναι ουσία αθάνατη, ενώ ο Δημόκριτος πίστευε πως και αυτή αποτελείται από ύλη, αν και διαφορετικής μορφής και είναι και αυτή θνητή, όπως ακριβώς και το υπόλοιπο σώμα.
Οι χριστιανοί ασπάσθηκαν μια παραποιημένη γνώμη του Πλάτωνα και απόρριψαν αυτή του Δημόκριτου. Τον Πλάτωνα τον σήκωσαν μέχρι τον ουρανό, ενώ το Δημόκριτο το βαθμολόγησαν πολύ αρνητικά. Το Σωκράτη τον αποκάλεσαν χριστιανό που έζησε προ χριστού, τον Πλάτωνα Μωυσή που αττικίζει. Για τους δυο έφτιαξαν ακόμα και εικόνες, ενώ ο “Άγιος” Αυγουστίνος πρότεινε να κτισθούν και εκκλησίες προς τιμήν τους (23). Και το σπουδαιότερο: Όλα σχεδόν τα βιβλία του Πλάτωνα έχουν σωθεί, ενώ αντίθετα, ο Δημόκριτος, που αρνήθηκε την αθανασία της ψυχής, προξένησε την οργή των χριστιανών και όλα του τα έργα, γύρω στα 70, χάθηκαν. Σώθηκαν μόνο περίπου 300 αποσπάσματα. Ίσως να του τα έκαψαν οι χριστιανοί, όπως επιθυμούσε, πολλά χρόνια πριν, ο Πλάτωνας (24).
Το ίδιο ακριβώς έκαναν και με όλο το αρχαίο πολιτισμό. Διάλεξαν από αυτόν αποσπασματικά αυτό και μόνον αυτό που τους συνέφερε, ή που ήταν ταιριαστό με την πίστη τους και αυτό και μόνον αυτό διέσωσαν και εξύψωσαν, ενώ ό,τι δεν συμφωνούσε με τα δόγματά τους και τη θρησκεία τούς το παρέδωσαν, δίχως δεύτερη σκέψη, στις φλόγες.
Τη στάση του χριστιανισμού απέναντι στον Ελληνισμό μπορούμε να την καταλάβουμε σωστά, αν διαβάσουμε την εργασία του “Μεγάλου” Βασιλείου «Όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο βιβλίων». Σε αυτή την εργασία ο συγγραφέας παρομοιάζει το χριστιανισμό με μέλισσα και τον Ελληνισμό τον παρομοιάζει με όλα τα λουλούδια και συμβουλεύει τους νέους και τους λέει: Η μέλισσα δεν κάθεται επάνω σε όλα τα λουλούδια. Έτσι και οι χριστιανοί δεν πρέπει να διαβάζουν όλα τα βιβλία των Ελλήνων. Έπειτα, όταν η μέλισσα κάθεται επάνω σε ένα άνθος, δεν προσπαθεί να το πάρει ολόκληρο. Παίρνει μόνο αυτό που της χρειάζεται. Το ίδιο ακριβώς θα πρέπει να κάνουν και οι χριστιανοί. Όταν διαβάζουν ένα ελληνικό βιβλίο δεν πρέπει να το πάρουν ολόκληρο. Να πάρουν μόνον εκείνα τα στοιχεία που τους είναι χρήσιμα (25).
@Απόσπασμα από το βιβλίο “Πορεία προς τον άνθρωπο” – Πούλος Παν. Πούλος
Παραπομπές
1. Η Καινή Διαθήκη, υπό Παν. Τρεμπέλα, έκδοση τριακοστή έκτη (Αθήνα: Ο Σωτήρ, 1993), Κατά Ματθαίον, στιχ. 17.
2. Ι.Θ. Κακριδής, Ελληνική Μυθολογία (Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, Τόμος 30ς, 1986), σελίδα 266.
3. Η Καινή Διαθήκη, η ίδια που αναφέραμε παραπάνω, Επιστολή προς Εβραίους, Κεφάλαιο ΙΑ’, στίχ. 3, σελίδα 894.
4. Μ.Χ. Στασινόπουλος, Μορφές από το Δ’ Αιώνα (Αθήνα: Εκδόσεις Εστία, Β’ Έκδοση, 1980), σελίδα 65.
5. Στο ίδιο, Επιστολή προς Κορινθίους, Κεφ. Β’, στίχ. 7, σελίδα 666.
6. Bertrand Russel, History of Western Philosophy (London: Unwin Paperbacks 1979), page 48.
7. Στο ίδιο, Ιακώβου, κεφ. Γ’, στιχ. 15.
8. Στο ίδιο, προς Κορινθίους, Κεφ. Α’, στίχ. 19.
9. Στο ίδιο, Α’ προς Κορινθίους, Κεφ. Α’, στίχ. 23.
10. Μ.Χ. Στασινόπουλος, Μορφές από τον Δ’ Αιώνα, σελίδα 86.
11 X. Θεοδωρίδης, Επίκουρος (Αθήναν Εκδόσεις Κήπου, 1954) σελίδα 29.
12. Όμηρος, Οδύσσεια (Αθήναι: Εκδόσεις Φέξη, Μετάφραση Ιακώβου Πολυλά). Ραψωδία Λ’ στίχος 490.
13. Μ.Δ. Στασινόπουλος, στο ίδιο, σελίδα 231.
14. Θ. Κακριδής, Ελληνική Μυθολογία, στην ίδια που έχει αναφερθεί, σελίδα 250.
15. Μ.Δ. Στασινόπουλος, Μορφές από τον 40ον Αιώνα (Αθήνάι: Εκδόσεις Εστία, Β’ ‘Εκδοση, 1980), σελίδα 111.
16. Αριστοτέλης Άπαντα Αριστοτέλους (Αθήναι: Εκδόσεις «Ωφελίμου Βιβλίου», Μετάφραση Ν. Κυργιοποΰλου, 1980), Τόμος 4, σελίδα 168.
17. Καινή Διαθήκη, στην ίδια που έχει αναφερθεί, Α’ Ιωάννου Κεφ. Β’ στίχος 15, σελίδα 954.
18. Μ. Βασίλειος, Προς τους Νέους όπως αν εξ Ελληνικών Οφελοί-ντο Λόγων (Αθήνα: Εκδόσεις Εστία, μετάφραση Μιχ. Δ. Στασινόπου-λος, Β’ ‘Εκδοση, 1980)
19. X. Θεοδωρίδης, Επίκουρος, στο ίδιο βιβλίο που έχει αναφερθεί, σελίδα 196.
20. Παν. Κανελλόπουλος σελίδα 20 Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος (Αθήναι: Δ. Γιαλλέλης, Τόμος Α’ 1976), σελίδα 26.
21. Παν. Κανελλόπουλος, στο προηγούμενο βιβλίο, σελίδα 23.
22. Η Καινή Διαθήκη, στο ίδιο, Α’ Πράξεις, κεφ. ΙΖ, στ. 32.
23. Παναγ. Κανελλόπουλος, σελίδα 20.
24. Φ.Κ. Βώρος, τρόποι Σπουδής και διδασκαλίας της Ιστορίας (Αθήνα: Εκδόσεις Παπαδήμα, 1989), σελίδα 31.
25. Μ.Χ. Στασινόπουλος, στο ίδιο βιβλίο, σελίδα 229.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου