Μελέτη: Τα αποτελέσματα της έρευνας στην θεραπεία ασθενών με μεταστατικό καρκίνο, με κλασική χημειοθεραπεία και συνδυασμένη χημειοθεραπεία με Αλόη Αρμπορέσενς (Aloe Arborescens)
PAOLO LISSONI1, FRANCO ROVELLI1, FERNANDO BRIVIO2, ROMANO ZAGO3, MASSIMO COLCIAGO4, GIUSEPPINA MESSINA1, ADELIO MORA1 and GIORGIO PORRO1
1 Τμήμα Ακτινολογικής Ογκολογίας, 2Τμήμα Χειρουργικής, St. Gerardo Hospital, Monza, Μιλάνο. 3Aloe Foundation, Isernia. 4I.N.R.C.A Laboratory of Analysis, Lecco, Italy
Ιστορικό.
Οι πρόσφατες εξελίξεις της ανάλυσης της ογκολογικής ανοσοβιολογίας των καρκινικών όγκων καταδεικνύουν τη δυνατότητα βιολογικού χειρισμού της αποτελεσματικότητας και της τοξικότητας της αντικαρκινικής χημειοθεραπείας από ενδογενείς και εξωγενείς ανοσορυθμιστικές ουσίες. Η αλόη αρμπορέσενς είναι ένα από τα σημαντικότερα φυτά με αντικαρκινική δράση ενώ οι αντινεοπλασματικές ιδιότητές της οφείλονται σε τουλάχιστον τρεις διαφορετικούς μηχανισμούς, και βασίζονται στην αντι-υπερπλαστική και αντιοξειδωτική της δράση. Οι αντι-υπερπλαστικές της ιδιότητες οφείλονται στα μόρια ανθρακίνης και ανθρακινόνης ενώ η ανοσοδιεγερτική της δράση οφείλεται, κυρίως, στην ακεμαννάνη (ακετυλική μαννόζη).
Ασθενείς και Μέθοδοι
Τυχαιοποιήθηκε μελέτη για τη χορήγηση χημειοθεραπείας συνδυασμένη ή όχι με αλόη αρμπορέσενς. Σχεδιάστηκε μελέτη προκειμένου να ενταχθούν 240 ασθενείς με μεταστατικούς συμπαγείς κακοήθεις όγκους. Σύμφωνα με τον ιστολογικό τύπο και την κλινική κατάσταση του όγκου οι ασθενείς με καρκίνο του πνεύμονα έλαβαν αγωγή με σισπλατίνη και ετοποσίδη ή βινορελμπίνη χορηγούμενη άπαξ κάθε εβδομάδα. Οι ασθενείς με καρκίνο του παχέος εντέρου έλαβαν αγωγή με οξαλιπλατίνη και 5-φλουορουρακίλη (5-FU). Οι ασθενείς με καρκίνο του στομάχου έλαβαν αγωγή τζεμσιταμπίνης χορηγούμενη άπαξ κάθε εβδομάδα. Η αλόη αρμπορέσενς χορηγήθηκε από το στόμα σε δόση 10ml τρεις φορές την ημέρα.
Αποτελέσματα: Επιτεύχθηκε σημαντικά υψηλότερος έλεγχος σε ασθενείς στους οποίους συγχορηγούνταν αλόη αρμπορέσενς σε σύγκριση προς τη χημειοθεραπεία μόνον όπως επίσης και το ποσοστό τριετούς επιβίωσης. Η παρούσα μελέτη φαίνεται να καταδεικνύει ότι η αλόη αρμπορέσενς μπορεί να συνδυαστεί επιτυχώς με χημειοθεραπεία προκειμένου να αυξηθεί η αποτελεσματικότητά της ως προς τον ρυθμό υποστροφής των όγκων και το χρόνο επιβίωσης. Η πρόσφατη σύνθεση των χημειο-βιοχημειοθεραπευτικών σχημάτων μπορεί να αντιστοιχεί σε μια πολύ απλή αλλά πολλά υποσχόμενη στρατηγική για τη θεραπεία των ανθρώπινων νεοπλασιών (1-3).
Οι συνδυασμοί των χημειο- βιοχημειοθεραπευτικών αγωγών αναπτύχθηκαν αποσκοπώντας να συνδέσουν την κυτταροτοξική δράση της αντικαρκινικής χημειοθεραπείας με μόρια που είναι ικανά να ρυθμίσουν την αντικαρκινική βιολογική απόκριση και να εξουδετερώσει την κατασταλτική δράση της αντικαρκινικής χημειοθεραπείας στο ανοσοβιολογικό σύστημα του ξενιστή, γεγονός που παίζει θεμελιώδη ρόλο στον έλεγχο της εξέλιξης και διασποράς του όγκου (4-7). Συνεπώς, το σκεπτικό της σύνδεσης μεταξύ αντικαρκινικής χημειοθεραπείας και παραγόντων που τροποποιούν έγκειται στην αποφυγή της βλάβης που προκαλεί η χημειοθεραπεία στην ανοσοβιολογική απόκριση του ξενιστή κατά του όγκου.
Απομονώθηκε μεγάλη ποικιλία φυσικών μορίων με ανοσοδιεγερτική δράση από φυτά που χρησιμοποιούνται ευρέως στην παραδοσιακή ιατρική εμπειρικά, συγκεκριμένα από το φυτό αλόη αρμπορέσενς, την κάνναβη (cannabis indica) και το μύρρο (8-10). Τα ανοσοβιολογικά στοιχεία τα οποία είναι διαθέσιμα έως σήμερα δύνανται να δικαιολογήσουν την κλινική χρήση αυτών των τριών φυτών στην ανακουφιστική θεραπεία των ανθρώπινων νεοπλασιών, αποσκοπώντας τουλάχιστον στη βελτίωση των συνηθέστερων αντικαρκινικών θεραπειών, περιλαμβανομένης της χημειοθεραπείας και της ακτινοθεραπείας.
Παρά τις διαφορές στη στερεοχημική δομή των μορίων τους, η αντικαρκινική δράση της αλόης αρμπορέσενς, της κάνναβης και του μύρρου βασίζεται σε παρόμοιους μηχανισμούς και έχει αντι-υπερπλαστική, ανοσοδιεγερτική, αντιφλεγμονώδη και αντιοξειδωτική δράση (8-10). Σε ό,τι αφορά την κάνναβη και το μύρρο τόσο η αντι- υπερπλαστική δράση όσο και οι ιδιότητες ρύθμισης των ανοσοφλεγμονωδών αντιδράσεων που διαθέτουν αποδίδονται στα ίδια μόρια, την τετραϋδροκανναβινόλη και την καναβινόλη για την κάνναβη (11) και το σεσκιτερπένιο T-cadinol για το μύρρο (12).
Αντιθέτως, χωριστά μόρια δρουν ως ενδιάμεσοι για τις αντι- υπερπλαστικές και ανοσορυθμιστικές ιδιότητες της αλόης αρμπορέσενς. Συγκεκριμένα, η αντικαρκινική και αντι-υπερπλαστική δράση της αλόης αρμπορέσενς ασκούνται, κυρίως, από ουσίες τύπου αλοϊνίνης· συγκεκριμένα η αλόη- εμοδίνη, η ογκοστατική δράση της οποίας δείχθηκε ότι είναι ιδιαίτερα εμφανής κατά των νευροενδοκρινικών κυτταρικών γραμμών (13). Από την άλλη πλευρά, οι ανοσοδιεγερτικές ιδιότητες της αλόης εξαρτώνται, κυρίως, από την ακεμαννάνη και την γλυκομαννάνη (14), η διεγερτική δράση των οποίων στην αντικαρκινική ανοσία προκαλείται, τουλάχιστον, εν μέρει, από την αναστολή της έκκρισης ιντερλευκίνης (IL)- 10, με συνακόλουθη αύξηση της παραγωγής της IL-2, η οποία διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην πρόκληση αντικαρκινικής ανοσίας (15).
Οι αντικαρκινικές ιδιότητες της Aloe Arborescens επιβεβαιώθηκαν από αρκετές πειραματικές μελέτες in vitro και in vivo (16,17), αποκαλύπτοντας ότι η αντικαρκινική δράση της αλόης δεν εξαρτάται μόνο από τις ανοσορυθμιστικές της ιδιότητες, όπως θεωρούνται έως πρόσφατα, αλλά και από την άμεση αναστολή του πολλαπλασιασμού των καρκινικών κυττάρων μέσω μορίων τύπου αλοΐνης. Αυτό το εύρημα δεν προκαλεί έκπληξη, εφόσον η αλοΐνη και άλλα παρόμοια μόρια μπορούν να ταξινομηθούν στην ομάδα των ανθρακενικών και ανθρακινονικών μορίων, η αντι-υπερπλαστική και κυτταροτοξική δράση των οποίων είναι ευρέως γνωστή.
Πραγματοποιήθηκε σημαντικός αριθμός κλινικών ερευνών με εκχυλίσματα αλόης οι οποίες, όμως, οδήγησαν σε αντιφατικά συμπεράσματα. Η θεραπευτική αγωγή με Aloe Arborescens διερευνήθηκε ιδιαίτερα για την αντιμετώπιση της ψωρίασης, της υπερλιπιδαιμίας και του σακχαρώδους διαβήτη (18-21) και μπορεί να έχει αντιχολεστερολαιμική και αντιδιαβητική δράση (18). Επιπλέον, ενισχύει την επούλωση τραυμάτων ενώ, ωστόσο, δεν έχει παρατηρηθεί να είναι αποτελεσματική στις δερματικές βλάβες που προκλήθηκαν από ακτινοθεραπεία (21).
Τέλος, η Aloe Arborescens χρησιμοποιήθηκε για την αντιμετώπιση των ανθρώπινων νεοπλασιών (22) παρά το γεγονός ότι υπάρχουν μόνο προκαταρκτικά στοιχεία διαθέσιμα. Παρόλη αυτό το έργο, οι περισσότερες μελέτες υπόκεινται σε μεγάλους περιορισμούς σχετικά με τη μεθοδολογία λόγω του μικρού αριθμού των ασθενών και της έλλειψης τυχαιοποίησης. Συνεπώς, η παρούσα μελέτη σχεδιάστηκε σε μια προσπάθεια διερεύνησης της επίδρασης ταυτόχρονης χορήγησης αλόης αρμπορέσενς στην αποτελεσματικότητα και την ανοχή της χημειοθεραπείας σε ασθενείς με προχωρημένο καρκίνο και κακή κλινική κατάσταση.
Τα εκχυλίσματα αλόης αρμπορέσενς δύνανται να έχουν όχι μόνο άμεση ογκοστατική δράση αλλά να ενισχύουν, επίσης, την αποτελεσματικότητα της χημειοθεραπείας τόσο ως προς την υποστροφή του όγκου όσο και ως προς το χρόνο επιβίωσης μειώνοντας και ορισμένες τοξικότητες. Επιπλέον, η επιμήκυνση του χρόνου θεραπείας συνδεόταν συνεχώς με καλύτερη ποιότητα ζωής, τουλάχιστον ως προς την ανακούφιση της αδυναμίας και της κόπωσης.
Η αύξηση της κυτταροτοξικής αποτελεσματικότητας της χημειοθεραπείας που οφείλεται στην αλόη φαίνεται να είναι ιδιαίτερα εμφανής στον μικροκυτταρικό καρκίνο των πνευμόνων λόγω της νευροενδοκρινούς του φύσης. Τα στοιχεία αυτά δεν προκαλούν έκπληξη καθώς εμπειρικές μελέτες έχουν ήδη δείξει ότι οι ογκοστατικές ιδιότητες των ουσιών της αλόης αρμπορέσενς είναι ισχυρότερες κατά των κυτταρικών γραμμών νευροενδοκρινούς καρκίνου (13).
Σε κάθε περίπτωση, η αύξηση της αντικαρκινικής αποτελεσματικότητας της χημειοθεραπείας θα εξαρτάτο όχι μόνο από τα μόρια που παρείχε η αντιυπερπλαστική δράση αλλά και από την δράση ανοσορυθμιστικών ουσιών όπως η ακεμαννάνη (8, 14). Ένας ιδιαίτερα ενδιαφέρων συνδυασμός μπορεί να απεικονίζεται από τη συσχέτιση μεταξύ VNR και αλόης αρμπορέσενς στην αντιμετώπιση του μη μικροκυτταρικού καρκίνου του πνεύμονα, εφόσον η αλόη φαινόταν είτε να αυξάνει την κυτταροτοξική ισχύ του VNR είτε να αποκαθιστά τη συχνότερη παρενέργεια του VNR, τη σοβαρή δυσκοιλιότητα.
Ο βιοχημοθεραπευτικός συνδυασμός του VNR συν αλόη θα μπορούσε να αποτελέσει μια πολύ ικανοποιητικά ανεκτή και ενεργή θεραπεία των ασθενών με μη μικροκυτταρικό καρκίνο, περιλαμβανομένων των ασθενών με κακή κλινική κατάσταση. Προφανώς, ο μικρός αριθμός ασθενών για όγκο ενός και μόνο ιστολογικού τύπου δεν επιτρέπει την συναγωγή οριστικών συμπερασμάτων στη θεραπεία των διαφόρων ιστολογικών τύπων όγκου από την συνδυαστική θεραπεία αλόης αρμπορέσενς και χημειοθεραπείας.
Το σχετικά χαμηλό ποσοστό αποκρίσεων που αποτυπώνεται σε αυτή τη μελέτη για έναν και μοναδικό ιστολογικό τύπο σε σχέση με αυτές που αναφέρονται στη βιβλιογραφία μπορεί να εξαρτάται από την κακή κλινική κατάσταση των ασθενών. Σε κάθε περίπτωση, θα απαιτηθούν περαιτέρω μελέτες για να διερευνηθούν καλύτερα οι πραγματικές επιπτώσεις της συνδυαστικής θεραπείας με αλόη αρμπορέσενς στη ζωή των ασθενών που υποβάλλονται σε χημειοθεραπεία με προχωρημένο καρκίνο με τη χρήση καταλληλότερων κλιμάκων μέτρησης της ποιότητας ζωής.
Επιπλέον, εφόσον η μελέτη δεν ήταν τυφλή ενδέχεται να υπάρξουν πολλοί παράγοντες μεροληψίας. Επομένως, θα χρειαστούν διπλές-τυφλές τυχαιοποιημένες μελέτες για να επιβεβαιωθούν αυτά τα ενθαρρυντικά αποτελέσματα. Τέλος, θα πρέπει να πραγματοποιηθούν περαιτέρω μελέτες για να διαπιστωθεί κατά πόσο τα εκχυλίσματα αλόης μπορούν, επίσης, να ενισχύσουν την αποτελεσματικότητα της χημειοθεραπείας σε ασθενείς με ικανοποιητική κλινική κατάσταση.
Μελλοντικές κλινικές μελέτες με μόρια μιας αλόης όπως η αλόη εμοδίνη ή η ακεμαννάνη λόγω των ανοσορυθμιστικών και αντι-υπερπλαστικών τους ιδιοτήτων, αντίστοιχα, θα μπορούσαν να προσφέρουν περαιτέρω οφέλη στη θεραπεία των ανθρώπινων νεοπλασιών. Αρκετές πρόσφατες μελέτες (23-27) συνέβαλαν στον καλύτερο προσδιορισμό του μηχανισμού της αντικαρκινικής δραστηριότητας της αλόης αρμπορέσενς.
Ωστόσο, ο ακριβής μηχανισμός της ανοσορυθμιστικής αντικαρκινικής της δράσης δεν έχει πλήρως διευκρινιστεί λεπτομερώς. Επομένως, θα είναι αναγκαία η διεξαγωγή διαδοχικών μελετών, με την αξιολόγηση των σημαντικότερων ανοσολογικών βιολογικών δεικτών, συγκεκριμένα τω ν IL-2, IL-12, IL-6, IL- 10, TGF—β και των Τ ρυθμιστικών λεμφοκυττάρων προκειμένου να διαπιστωθεί η δράση της αλόης αρμπορέσενς στο δίκτυο των αντικαρκινικών κυτοκινών.
Aloe Arborescens – Σχεδόν Υπερφυσικές Ιδιότητες
Η ΧΗΜΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΑΛΟΗΣ ARBORESCENS
Ο μεγάλος ενθουσιασμός, ο οποίος εδώ και αιώνες (ή καλύτερα χιλιετηρίδες) χαρακτηρίζει τη χρήση της αλόης για διατροφικούς, υγιεινούς, καλλυντικούς και φυτοθεραπευτικούς σκοπούς, προκάλεσε την ευρεία διάδοση του φυτού αυτού στο πλαίσιο της λαϊκής ιατρικής, ακόμα και εν απουσία, μέχρι πριν από μία δεκαετία, συγκεκριμένων πληροφοριών πάνω στην ακριβή χημική σύνθεση του. Από τη δεκαετία του ‘40 και με τη συνεχή παρατήρηση θετικών χρήσεων στο φυτοθεραπευτικό τομέα, άρχισε μια έντονη και συστηματική μελέτη, η οποία επέτρεψε τον ποσοτικό και ποιοτικό προσδιορισμό των διαφόρων μοριακών ιδιοτήτων και χημικοφυσικών χαρακτηριστικών της Αλόης, κυρίως για τις ποικιλίες της Αλόης Vera και Αλόης Arborescens.
Η ερευνητική εργασία στον τομέα αυτό πολλαπλασιάστηκε μέχρι το σήμερα με σκοπό να ξεκαθαριστεί η πολύπλοκη σύνθεση των οργανικών φυσικών μορίων του φυτού αυτού. Οι σημερινές έρευνες σκοπεύουν κυρίως στην εξακρίβωση των μεμονωμένων βιολογικών ιδιοτήτων, για κάθε ομάδα μορίων που ανήκουν στη θαυμαστή συλλογή των μορίων που παρουσιάζονται στο φυτό αυτό, το οποίο είναι από τα πιο εξελιγμένα φαρμακευτικά φυτά.
Πρόσφατες έρευνες επέτρεψαν τον εμπλουτισμό των γνώσεων σχετικά με τη χημική σύνθεση της Αλόης και έδειξαν ότι η Αλόη Arborescens αποτελείται από μια μεγάλη ποικιλία συστατικών που μπορούν να διαχωριστούν σε τρεις μεγάλες ομάδες: α) υδατάνθρακες, από τους οποίους ξεχωρίζουν τα μαννανικά πολυσακχαρίδια και οι γλυκάνες, με ιδιότητες ανοσοποιητικής διαμόρφωσης, β) οι ανθρακινόνες και οι φαινολικές ουσίες που είναι παρούσες στην επιδερμίδα και στα φύλλα, με καθαρτική και καθοριστική δράση όπως επίσης αντιφλεγμονώδη, αναλγητική και αντιμικροβιακή δράση, γ) τα μόρια θρεπτικής και λειτουργικής σημασίας, όπως τα μεταλλικά άλατα, οι βιταμίνες, τα αμινοξέα, τα οργανικά οξέα, τα λιπίδια (πολυακόρεστο λιπαρά οξέα) και ένζυμα.
Η μέση ποσοστιαία σύνθεση σε φυσικά χημικά του φυτού της Αλόης Arborescens, για 100 γραμμάρια ουσίας, παρουσιάζει μια ποσότητα 7% σε πρωτεΐνες, 2% σε λιπίδια, 22% σε τέφρα που περιέχει όλα τα διάφορα μεταλλικά στοιχεία του φυτού, 70% σε υδατάνθρακες στο οποίο συμβάλλουν πολυάριθμα είδη απλών και πολύπλοκων γλυκοειδών και τέλος ένα ποσοστό πολύ μικρό αλλά συγχρόνως και βιολογικά πολύ σημαντικό που αποτελείται από βιταμίνες, ελεύθερα αμινοξέα και όλα τα άλλα φυσικά οργανικά μόρια, με διάφορα χημικά χαρακτηριστικά, που αντιπροσωπεύουν ένα μέρος των διάφορων ενεργών συστατικών, βιολογικά αποδοτικών και χαρακτηριστικών του είδους της Αλόης.
Το βασικό συστατικό, παρόλα αυτά, που χαρακτηρίζει αυτή καθεαυτή τη σύνθεση του φυτού είναι το Ν Ε Ρ Ο, αυτό αποτελεί τουλάχιστον 96% του βάρους του φρέσκου φυτού και διανέμεται σχεδόν κατά 90% στην επιδερμίδα και 98% στο σώμα του φύλλου, ενώ στο χυμό φτάνει το 99%.
ΟΙ ΥΔΑΤΑΝΘΡΑΚΕΣ ΤΗΣ ΑΛΟΗΣ ARBORHSCENS
Οι υδατάνθρακες (γλυκοειδή) είναι τα πιο διαδεδομένα οργανικά μόρια στον πλανήτη, ειδικότερα παρόντα στον φυτικό κόσμο, όπου όλα τα φυτά παρουσιάζουν μια παρόμοια ποικιλία. Παρόλα αυτά, ορισμένα από αυτά διαφοροποιούνται από τη μεγαλύτερη παρουσία ορισμένων ειδικών μορίων της κατηγορίας αυτής.
Μονοσακχαρίδια: Στην Αλόη υπάρχουν απλά γλυκοειδή και ειδικά η γλυκόζη και η μαννόζη, για ένα ποσοστό ξηρής ουσίας από 10 έως 25% στα διάφορα συστατικά του φύλλου, της επιδερμίδας, του σώματος του φύλλου και στο χυμό. Η γλυκόζη αντιπροσωπεύει 95% του συνολικού ποσοστού των γλυκοειδών που βρίσκονται διαλυμένα στο φύλλο και το υπόλοιπο ποσοστό αποτελείται από άλλα είδη γλυκοειδών ελάχιστης σημασίας από ποσοτικής άποψης. Η γλυκόζη είναι το μόριο γλυκοειδούς φύσης που χρησιμοποιείται στο μεταβολισμό του οργανισμού και είναι πολύ σημαντική δεδομένου ότι είναι το βασικό θρεπτικό συστατικό που προσφέρει ενέργεια.
Πολυσακχαρίδια: Διάφορα είδη πολυσακχαριδίων είναι παρόντα σε υψηλή συγκέντρωση στην Αλόη. Αυτά παρουσιάζονται ως η βάση της πολυσακχαρικής αλυσίδας: α) η μανόζη και η οξειδωμένη μανόζη και μικρές ποσότητες γαλακτόζης αποτελούν τις μαννάνες (ακετομαννάνες) και β) η γλυκόζη, η ξυλόζη και η αραβινόζη και τα ουρονικά οξέα τα οποία δημιουργούν ομο και ετεροπολυσακχαρίδια όπως γλυκάνη, ημικυτταρίνες, κυτταρίνη, πηκτίνη και αραβογαλακτόζη. Αυτό το σύμπλεγμα μορίων γλυκοειδούς φύσεως, μαζί με την παρουσία της λιγνίνης αποτελούν το μεγαλύτερο ποσοστό των ουσιών που είναι παρούσες σε σχέση με όλα τα άλλα οργανικά μόρια και τα μεταλλικά άλατα που υπάρχουν μέσα στο φύλλο.
Το πιο σημαντικό πολυσακχαρίδιο από ποσοτικής αλλά κυρίως φυτοθεραπευτικής άποψης είναι το ακετομανανικό πολυσκχαρίδιο, το οποίο περιέχεται σε μεγαλύτερο ποσοστό στα κύτταρα του σώματος του φύλλου. Το πολυσακχαρικό ποσοστό της Αλόης είναι πολύ σημαντικό για την καλλυντική και φυτοθεραθεραπευτική βιομηχανία για τις ειδικές ιδιότητες του. Στην τοπική χρήση αυτά τα μακρομόρια εξασφαλίζουν την ενυδάτωση του δέρματος, πάνω στο οποίο δημιουργούν μια μαλακή ημι-αδιάβροχη στοιβάδα, που έχει ενυδατική επίδραση και διατηρεί το δέρμα απαλό και ελαστικό.
Όταν λαμβάνονται από το στόμα οι ακετομαννάνες έχουν επίσης τη σημαντική ιδιότητα να πέπτονται από το γαστρεντερικό σύστημα και να απορροφώνται από τη γαστρεντερική βλέννη για την ενδοκύτωση. Μπορούν να ενισχύσουν την ανοσοποιητική άμυνα του οργανισμού, ενεργοποιώντας τα λεμφοκύτταρα και τα μακροφάγα κύτταρα, κύτταρα που έχουν φαγοκυτταρική δράση και είναι ικανά να λιώνουν τις τοξίνες και τα ξένα για τον οργανισμό στοιχεία. Η ακετομαννάνη έχει βακτηριδιακή και αντιμυκητιακή δράση και εξαιτίας της ικανότητας της να δημιουργεί ζελέ μπορεί να προστατεύσει την γαστρική και εντερική βλέννη από την αρνητική δράση διάφορων παραγόντων, όπως το υδροχλωρικό οξύ του γαστρικού υγρού.
ΤΑ ΜΟΡΙΑ ΑΝΘΡΑΚΙΝΟΝΙΚΗΣ ΦΥΣΗΣ
Τα μόρια που ανήκουν στις ανορακινόνες αποτελούν μια μεγάλη ομάδα ουσιών που έχουν πολλές φυτοθεραπευτικές ιδιότητες. Είναι γνωστές για τη ρύθμιση της εντερικής κινητικότητας, με αύξηση του περισταλτισμού και για καθαρτική επίδραση. Τα βασικά μόρια της ομάδας αυτής είναι η αλοημοδίνη, η αλοϊνη, το αλοϊκό οξύ, η ανθρανόλη, το χρυσοφανικό οξύ) και η ρεζιστανόλη.
Πολλά από αυτά τα προϊόντα είναι γνωστά στη φαρμακοποιία και χρησιμοποιούνται για την παραγωγή καθαρτικών και χωνευτικών παρασκευασμάτων. Σε εξαιρετικά ευαίσθητα άτομα και στην αρχή της χρήσης της Αλόης, μπορούν να παρατηρηθούν επεισόδια διάρροιας. Σε μερικές ημέρες όμως και με τη συνέχιση της θεραπείας τα φαινόμενα αυτά εξασθενούν και τελικά σταματούν.
Για το λόγο αυτό διάφοροι παραγωγοί παρασκευασμάτων με βάση τους την αλόη vera σε μορφή τροφίμων αφαιρούν από το ζελέ της αλόης το ανθρακινονικό ποσοστό μέσω φίλτρων ενεργού άνθρακα. Πρέπει να σημειωθεί όμως ότι με τον τρόπο αυτό αφαιρείται από το παρασκεύασμα και ένα συστατικό με θαυμαστές φυτοθεραπευτικές ιδιότητες με πιο σημαντική την ιδιότητα των ανθρακινόνων να διαμορφώνουν τις διάφορες φυσιολογικές επιλογές που χρησιμοποιεί ο οργανισμός για να αυτοκαθαριστεί.
Για τη απαλοιφή αυτού του μειονεκτήματος από τη χρήση ενεργού άνθρακα θα ήταν καλή η διατήρηση του ανθρακινονικού ποσοστού των παρασκευασμάτων, ελέγχοντας συγχρόνως την ακριβή ποσότητα του. Θα μπορέσουν έτσι να χρησιμοποιηθούν οι σημαντικές αντιβακτηριδιακές και αντι-ιώδεις ιδιότητες, με κυτταροτοξική επίδραση πάνω σε καρκινικά κύτταρα, γνωστό χαρακτηριστικό των ανθρακινονικών μορίων.
Αλοϊκό Οξύ: Το μόριο αυτό, χημικά μια υδρομεθυλοανθρακινόνη συνδυασμένη με μονοξείδιο, προέρχεται από την Αλοημοδίνη και έχει φυσική αντιβιοτική δράση κυρίως σε συνδυασμό με τις άλλες ανθρακινόνες που είναι παρούσες στην Αλόη.
Κινναυικό Οίύ: Χημικό προϊόν με σημαντική αντιβιοτική, αντιβακτηριδιακή δράση ενάντια σε ορισμένα βακτήρια όπως η σαλμονέλα, ο στρεπτόκοκκος και ο σταφυλόκοκκος. Έχει παρατηρηθεί επίσης δράση ενάντια στο βακτηριδίου που δημιουργεί πεπτικό έλκος (Helicobacter pilori). Οι φυτοθεραπευτικές ιδιότητες αυτού του μορίου φαινολικής φύσης επεκτείνονται στην αντιφλεγμονώδη δράση και στην προστασία από τις υπεριώδεις ακτίνες.
Χρυσυφανικό Οξύ: Ακόμα ένα μόριο ανθρακινονικής φύσης που παρουσιάζει ιδιότητες παρόμοιες με αυτές που περιγράφονται για αυτή την ομάδα των μορίων: είναι ένας άριστος καθαριστικός, διουρητικός και καθαρτικός παράγοντας, με τονωτικές ιδιότητες και ιδιότητες που βοηθούν στην πέψη.
Αλοηυοδίνη: Είναι ένα ανθρακινονικό μόριο (χημικά είναι υδροξυανθρακινόνη) που προέρχεται από την Αλόϊνη από το διαχωρισμό ενός γλυκοζιδικού συνδέσμου που οδηγεί στην έκλυση αραβινόζης και Αλοημοδίνης. Αποτελεί συστατικό του αποστάγματος Αλόης και εκτός από το να παρουσιάζει τις ανθρακικονικές ιδιότητες, έχει σημαντικές κυτταροτοξικές επιδράσεις κυρίως σε προκαρκινικά και καρκινικά κύτταρα ορισμένων όγκων όπως απέδειξαν πολλά πειράματα in vitro και in vivo.
Αλοϊνη: Είναι ενεργό στοιχείο που περιέχεται αποκλειστικά στο φυτό της Αλόης και αποτελείται από διάφορα γλυκοξειδωτικά παράγωγα των ανθρακινονών. Παρουσιάζεται με τη μορφή δύο ισομερών που ονομάζονται Αλόί’νη Α και Β και αποτελεί το όνομα του μορίου που εκπροσωπεί αυτή την κατηγορία συστατικών, ενώ άλλα ονόματα χρησιμοποιούνται στην περίπτωση που αναφέρεται η ακριβής προέλευση του από άλλες ποικιλίες Αλόης. Έτσι το μόριο αναφέρεται με την ονομασία Barbaloina αν προέρχεται από την Αλόη Barbadensis και Socaloina αν προέρχεται από την ποικιλία της Αλόης Socotrina. Εκτός από καθαρτική έχει αποτοξινωτική και αντιβιοτική δράση.
ΤΑ ΦΑΙΝΟΛΙΚΑ ΣΥΣΤΑΤΙΚΑ
Το ποσοστό των μορίων φαινολικής φύσης με αντιοξειδωτική δράση, περιλαμβάνει τα παράγωγα του κινναμικού οξέος. Τα μόρια με κουμαρινική χημική σύνθεση είναι τα φλαβονεοιδή, τα πολυλειτουργικά οργανικά οξέα και οι ίδιες οι Τοκοφερόλες. Τα μόρια αυτά διαδραματίζουν σημαντικούς ρόλους ενάντια στα ελεύθερα ριζικά και στα αντιδραστικά είδη οξυγόνου, υπεύθυνα για πολλές αρνητικές επιδράσεις πάνω στον οργανισμό, όπως τη γήρανση των κυττάρων.
Στο φυτό της Αλόης παρατηρήθηκαν διάφορα φαινολικά συστατικά που περιέχονται στην κουμαρινική ομάδα και είναι παρόντα ως γλυκοξείδια. Τα μόρια αυτά έχουν έντονη αντιοξειδωτική δράση, παρόμοια με αυτή τονΤοκοφερολών. Η Αλοηρετίνη Α και Β είναι μόρια φαινολικής φύσης που υπάρχουν μέσα στην Αλόη Arborescens.
ΤΟ ΣΑΛΙΚΥΛΙΚΟ ΟΞΥ: Ουσία πολύ γνωστή στην επίσημη φαρμακοποιία, η οποία αποτελεί στην ακετιλική μορφή της την ασπιρίνη. Στο χυμό της Αλόης το σαλικυλικό οξύ έχει αντισηπτικές, αναλγητικές και αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες.
ΑΛΛΑ ΣΥΣΤΑΤΙΚΑ: Άλλα μόρια με φυτοθεραπευτικές ιδιότητες είναι παρόντα στην Αλόη Arborescens με τη μορφή φυτικών στυρόλων, τριτερπενών, σαπουνινών και λιγνίνης.
ΤΑ ΘΡΕΠΤΙΚΑ ΣΥΣΤΑΤΙΚΑ ΤΗΣ ΑΛΟΗΣ
Το φυτό της αλόης παρουσιάζεται ποσοτικά πλούσιο σε βιταμίνες και μεταλλικά άλατα αν και το συνολικό τους ποσοστό είναι μέτριο. Το γεγονός αυτό μπορεί να οδηγήσει στη σύγκριση του καθαρού χυμού της Αλόης με τα διάφορα διατροφικά συμπληρώματα που περιέχουν ένα αυξημένο αριθμό μετάλλων και βιταμινών, σε ισορροπημένη και βέλτιστη ποσότητα για τη ρυθμιστική διαδικασία που επιτελείται από αυτόν τον τύπο προϊόντων.
ΤΑ ΜΕΤΑΛΛΙΚΑ ΑΛΑΤΑ
Μακροστοιχεία: Μια αυξημένη ποσότητα μεταλλικών στοιχείων είναι παρούσα στο φυτό της Αλόης: ασβέστιο, μαγνήσιο, κάλιο και νάτριο, είναι τα στοιχεία αυτό: που ορίζονται ως μακροστοιχεία, αλλά υπάρχουν και μικροστοιχεία που επιτελούν διάφορες λειτουργίες στον οργανισμό όπως το μαγγάνιο, ο σίδηρος, ο χαλκός, ο ψευδάργυρος και το χρώμιο. Τα μακροστοιχεία δεν είναι μόνο απαραίτητα για τη διατήρηση της λειτουργικότητας ενός ζωντανού οργανισμού, αλλά πρέπει να υπάρχουν όλα στον οργανισμό σε προκαθορισμένη αναλογία.
Νάτριο: Το νάτριο είναι το βασικό μεταλλικό στοιχείο απαραίτητο για όλα τα υγρά του οργανισμού, στον οποίο είναι παρόν με τη μορφή κατιόντος σε συνδυασμό με το ιόν του χλωριδίου ή του διττανθρακικού οξέος. Το νάτριο είναι το πιο χαρακτηριστικό κατιόν όλων των εξωκυτταρικών υγρών και είναι σε θέση να ρυθμίζει τις οσμωτικές διαδικασίες αυτού του υγρού μέρους του οργανισμού.
Είναι λοιπόν πολύ σημαντικό στη διατήρηση της ισορροπίας ανάμεσα σε άλας και νερό και πρέπει να είναι παρόν σε συγκεκριμένη ποσότητα. Έχει, μαζί με το ασβέστιο, μια σημαντική επίδραση σε όλους τους διεγειρόμενους ιστούς παίζοντας σημαντικό ρόλο στη σύσπαση του μυοκαρδίου. Το νάτριο, υπό τη μορφή του χλωριδίου του νατρίου, τονώνει την όρεξη και διευκολύνει την πέψη προκαλώντας την έκκριση του γαστρικού υγρού και κυρίως του υδροχλωρικού οξέος.
Κάλιο: Είναι το μεταλλικό στοιχείο που είναι παρόν κυρίως στο ενδοκυτταρικό περιβάλλον με τη μορφή κατιόντος σε συνδυασμό με το ιόν του χλωρίου. Συμμετέχει σε ενδοκυτταρικές οσμωτικές διαδικασίες και αποτελεί σημαντικό στοιχείο για τους ιστούς των μυών στους οποίους προσδίδει δύναμη και ελαστικότητα. Είναι παρόν σε όλα τα φαινόμενα διέγερσης του οργανισμού στα οποία συμμετέχουν τα νεύρα, η καρδιά, οι γραμμωτοί και λείοι μυς και οι ενδοκρινικοί αδένες. Η έλλειψη του Καλίου προκαλεί διάφορες καταστάσεις όπως τερηδόνα, βρογχίτιδα, αρθραλγίες, ακμή, κρυολογήματα, βραδύτερη επούλωση των πληγών. Στην περίπτωση της υποκαλιαιμίας επηρεάζεται η σημαντική σχέση ανάμεσα στο κάλιο και στο νάτριο που επηρεάζει με τη σειρά της την ισορροπία νερού και αλάτων.
Ασβέστιο: Είναι το μακροστοιχείο που είναι περισσότερο παρόν στον οργανισμό μας που αντιπροσωπεύει τουλάχιστον το 2% του σωματικού βάρους, κυρίως ως βασικό συστατικό των οστών. Είναι παρόν με τη μορφή του κατιόντος τόσο στο εξωκυτταρική όσο και στο ενδοκυτταρική δομή όπου παίζει σημαντικό βιοχημικό και φυσιολογικό ρόλο. Αποτελεί ρυθμιστή του μεταβολισμού δεδομένου ότι υπάρχουν πολυάριθμα ένζυμα που εξαρτώνται από το ασβέστιο όπως επίσης και πάρα πολλές βιοχημικές-φυσιολογικές διαδικασίες, όπως η πήξη του αίματος, η μυϊκή σύσπαση, η λειτουργία του νευρικού συστήματος και της καρδιάς. Η Αλόη περιέχει ένα ποσοστό σχεδόν 5% του βάρους του ξηρού φύλου.
Μαννήσιο: Άμεσα συνδεδεμένο με το ασβέστιο, αυτό το μεταλλικό στοιχείο είναι παρόν υπό τη μορφή δισθενούς κατιόντος και βρίσκεται σε μεγάλες ποσότητες στα ενδοκυτταρικά υγρά, όπου επηρεάζει πολλά ενζυματικά συστήματα. Μαζί με το ασβέστιο είναι παρόν στα οστά, τα οποία περιέχουν σχεδόν το 50% της συνολικής ποσότητας μαγνησίου του οργανισμού. Είναι απαραίτητο για την ανάπτυξη και τον μυϊκό τόνο, για τη ζωντάνια του ατόμου και για τη λειτουργικότητα πολλών ενζύμων, κυρίως αυτών που συμμετέχουν στην κυτταρική οξείδωση.
Αποτελεί πολύτιμο παράγοντα του ανοσοποιητικού συστήματος και η έλλειψή του προκαλεί ευαισθησία στα βακτηρία και τους ιούς. Συμμετέχει στη διαδικασία της νευρικής μετάδοσης σε συνοπτικό επίπεδο και έχει ηρεμιστική και αντικαταθλιπτική δράση. Στην Αλόη αποτελεί το τέταρτο κατά σειρά συστατικό από πλευράς ποσότητας και περιέχεται κατά 0,8% στο βάρος του ξηρού φύλου.
Μικροστοιχεία
Τα μικροστοιχεία που παρουσιάζονται μόνο σε ίχνη είναι αυτά που είναι λιγότερο παρόντα στους ζωντανούς οργανισμούς, από ποσοτικής άποψης, έχοντας όμως σημαντικό ρυθμιστικό και μεταβολικό ρόλο. Δεν υπάρχει όμως μια ξεκάθαρη διαχωριστική γραμμή μεταξύ των στοιχείων που περιέχονται σε ίχνη και των μακροστοιχείων: συνήθως ορίζονται ως μικροστοιχεία αυτά που είναι παρόντα στους ιστούς σε χιλιοστά του γραμμαρίου ή ακόμα και σε μικρότερες συγκεντρώσεις.
Γενικά όλα τα στοιχεία που ανήκουν στο περιβάλλον μέσα στο οποίο ζει ένας οργανισμός μπορούν να ληφθούν από αυτόν και έτσι θα πρέπει να είναι παρόντα σε ίχνη μέσα σε έναν οργανισμό όλα ή σχεδόν όλα τα μικροστοιχεία που υπάρχουν. Στην πραγματικότητα, είναι σημαντική η παρουσία αυτών που επιτελούν λειτουργίες, οι οποίες δεν είναι πάντα γνωστές και οι οποίες είναι απαραίτητες για τη διατήρηση της ζωής και στη ευεξία του οργανισμού.
Στις περισσότερες περιπτώσεις αυτά επιτελούν καταλυτικές λειτουργίες σε συνδυασμό με τα πρωτεϊνικά μόρια. Τα στοιχεία που περιέχονται σε ίχνη αποτελούν στην πραγματικότητα απαραίτητα συστατικά διάφορων συστημάτων ενζύμων. Πολλά από αυτά δρουν με βάση την ικανότητα τους να δημιουργούν συμπλέγματα, παρέχοντας πλήρη προσαρμογή στις ενζυματικές πρωτεΐνες που τα περιέχουν.
Μαγγάνιο: Εξαιτίας των ιδιοτήτων του και της χημικής φύσης του σχετίζεται με το μαγνήσιο, αλλά έχει διάφορες λειτουργίες στον οργανισμό. Έχει αυξημένη αντιοξειδωτική ισχύ και συμβάλλει στην επιβράδυνση της γήρανσης των κυττάρων. Συναντάται κυρίως στο συκώτι και στους μυϊκούς ιστούς . Είναι πολύ σημαντικό για το θηλασμό και την ανάπτυξη του νεογέννητου. Η σημαντική έλλειψη μαγγανίου μπορεί να προκαλέσει έντονη ερεθιστικότητα, διαστολή των αγγείων και σπασμούς. Είναι άμεσα συνδεδεμένο με το ασβέστιο και το κάλιο στο πλαίσιο της ρύθμισης του μεταβολισμού.
Σίδηρο: Ο σίδηρος θεωρείται λανθασμένα μικροστοιχείο γιατί ο οργανισμός μας περιέχει μόνο 5 γρ. και επομένως όχι μόνο ένα ποσοστό σε ίχνη. Η σημασία του σιδήρου για τους ζωντανούς οργανισμούς είναι γνωστή εδώ και πολύ καιρό: το συστατικό αυτό συμμετέχει στη διαδικασία της εξωτερικής και κυτταρικής αναπνοής αποτελώντας μέρος της προσθετικής ομάδας της αιμοσφαιρίνης και των χρωμοκυττάρων αντίστοιχα.
Ο σίδηρος που υπάρχει στη διατροφή μας απορροφάται κυρίως σε εντερικό επίπεδο, και μάλιστα από το δωδεκαδάκτυλο, αν και όλα τα όργανα του πεπτικού συστήματος φαίνονται ικανά να επιτελέσουν την λειτουργία αυτή. Για το σκοπό αυτό προτιμάται η σιδηρούχα από τη σιδηρική μορφή όπως επίσης και το ασκορβικό άλας που διαθέτει την ικανότητα να μετατρέπει το σιδηρούχο σε σιδηρικό οξύ, πράγμα το οποίο συμβάλλει στην καλύτερη απορρόφηση αυτού του μεταλλικού στοιχείου.
Διάφοροι διαιτητικοί παράγοντες όπως το φωσφορικά και φυτικά άλατα, που έχουν τη δυνατότητα να συμπλέκουν το σίδηρο, προκαλούν μείωση της απορρόφησης του. Η έλλειψη του συστατικού αυτού προκαλεί μεταβολή της ερυθροποιητικής διαδικασίας και κατάσταση αναιμίας.
Χαλκός: Ο χαλκός αποτελεί σημαντικό συστατικό για την ευεξία των οργανισμών. Το όργανο που περιέχει μεγαλύτερη ποσότητα χαλκού είναι το συκώτι (6,6 μγρ./γ ρ. ιστού), το οποίο ακολουθείται από τον εγκέφαλο (5,4 μγγ./γρ ιστού) ενώ η μέση ποσότητα χαλκού που περιέχεται στους ιστούς του οργανισμού των σπονδυλωτών είναι 1.5 – 2.5 μγρ/γρ. λεπτού ιστού. Σχεδόν 100-130 μγρ. χαλκού περιέχονται σε όλο τον ανθρώπινο οργανισμό.
Ο χαλκός είναι απαραίτητος για τη σωστή ερυθροποίηση, μάλλον επειδή είναι απαραίτητος για την έκκληση σιδήρου στους ιστούς και για την ωρίμανση του συνδετικού ιστού. Συμμετέχει στη σύσταση διάφορων ενζύμων που χρησιμεύουν συνήθως στην κατάλυση για την μείωση των οξειδίων. Η έλλειψη χαλκού δεν επιτρέπει τη σταθεροποίηση του ασβεστίου και του φωσφόρου στά οστά και προκαλεί αναστολή της καταλάσης που σε φυσιολογικές συνθήκες δεν επιτρέπει τη συγκέντρωση σε οξυζενέ δημιουργώντας αυτό-δηλητηρίαση. Σύμφωνα με ορισμένους συγγραφείς η μείωση της καταλάσης μπορεί να αποτελεί και την αιτία καταστάσεων καρκίνου.
Ψευδάργυρος: είναι παρών στον οργανισμό μας σε ποσότητα 2-3 γρ. και περιέχεται κυρίως στο συκώτι και στο πάγκρεας. Είναι απαραίτητος για τη λειτουργία των διαφόρων ενζύμων για τα οποία αποτελεί συμπαράγοντα. Έχει πολύ σημαντικό ρόλο για τη διατροφή, οι υδατάνθρακες και οι πρωτεΐνες των τροφών απορροφώνται σε μεγάλη ή μικρή ποσότητα ανάλογα με την παρουσία του ψευδαργύρου.
Χρώμιο: Τα ζώα περιέχουν γενικά πολύ μικρές ποσότητες από αυτό στο στοιχείο, της τάξεως των 0,1 p.p.m. Το χρώμιο απορροφάται σπάνια από το έντερο και μόνο 0,5 – 3% του χρωμίου της δίαιτας μπορεί να ληφθεί από τον οργανισμό. Αυτό αποβάλλεται με τα ούρα και μερικώς και με τα κόπρανα. Στο πλάσμα το χρώμιο φέρεται από την τρασφερίνη με ίδιο τρόπο με το σίδηρο, με τον οποίο βρίσκεται σε ανταγωνισμό. Το μεγαλύτερο ποσοστό χρωμίου φαίνεται ότι συνδέεται με την ινσουλίνη και με τη μεταφορά κυτταρικών μεταβολιτών μέσω των κυτταρικών μεμβρανών. Η ινσουλίνη χρειάζεται το χρώμιο για να δράσει αποδοτικά. Χωρίς την ινσουλίνη όμως το χρώμιο δεν έχει καμία δράση που να μοιάζει με αυτή της ινσουλίνης.
Κοβάλτιο: Αυτό το μικροστοιχείο είναι παρόν σε πολύ μικρή ποσότητα στον άνθρωπο (σχεδόν 20 μγρ.) και συγκεντρώνεται κυρίως στο σπλήνα, στο πάγκρεας και στο συκώτι. Η έλλειψή του προκαλεί μείωση της περιεκτικότητας σε αιμοσφαιρίνη του αίματος. Ανήκει στα συστατικά της βιταμίνης Β12, η οποία συμβάλλει στην ερυθροποίηση και ρυθμίζει το μεταβολισμό των πρωτεϊνών και των υδατανθράκων.
ΟΙ ΒΙΤΑΜΙΝΕΣ
Είναι κύτταρα απαραίτητα για την επίτευξη βιολογικών δράσεων στους ζωντανούς οργανισμούς. Αποτελούν απαραίτητα θρεπτικά συστατικά όπως ορισμένα λιπαρά οξέα και διάφορα αμινοξέα, τα οποία πρέπει να ληφθούν με την τροφή ή με τη μορφή προβιταμινών, δεδομένου ότι δεν συνθέτονται από τα κυτταρικά συστήματα μας. Σχεδόν το σύνολο των βιταμινών προέρχεται άμεσα από τα ζώα ή έμμεσα από τα φυτά, τα οποία είναι ικανά να επιτελούν τη σύνθεση τους.
Τα κύτταρα αυτά επιτελούν ρυθμιστική λειτουργία για το μεταβολισμό των κυττάρων, η ομάδα των υδροδιαλυτών βιταμινών δημιουργεί μέσα στο κύτταρο διάφορες συνενζυματικές μορφές που είναι απαραίτητες για τη δράση πολλών ενζύμων, ενώ αυτές που χαρακτηρίζονται ως λιποδιαλυτές επιτελούν άλλες δράσεις, πάντα ρυθμιστικής φύσης, παρουσιάζοντας σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμα και ορμονική δράση (η βιταμίνη D αποτελεί προπομπό ενός κυττάρου με ορμονική δράση).
Η διαθεσιμότητα θρεπτικών συστατικών βιταμινικής φύσης εξασφαλίζει υγεία, ενώ η έλλειψη τους, που οφείλεται σε διατροφικούς λόγους αλλά και σε μεταβολή ορισμένων λειτουργιών του οργανισμού, προκαλεί ειδικές παθολογικές καταστάσεις, που μπορούν να οδηγήσουν ακόμα και στο θάνατο. Από την άλλη μεριά, ενώ μια υπερβολική λήψη υδροδιαλυτών βιταμινικών παραγόντων, η οποία οφείλεται σε λανθασμένες φαρμακολογικές θεραπείες, δεν έχει αρνητικές συνέπειες για τον οργανισμό, μια υπερβολική λήψη λιποδιαλυτών βιταμινών, μεταξύ των οποίων η βιταμίνη D και Α μπορεί να δημιουργήσει φαινόμενα τοξικής συγκέντρωσης.
Για το λόγο αυτό πρέπει να εξασφαλίζεται η παροχή βιταμινών με ανάλογη διατροφή χρησιμοποιώντας τροφή που να έχει ισορροπημένη περιεκτικότητα σε βιταμινικούς παράγοντες, από το να λαμβάνονται φαρμακευτικά παρασκευάσματα.
Το φυτό της Αλόης Arborescens, περιέχει μια διακριτική ποσότητα βιταμινών, σημαντικής τόσο από ποσοτικής όσο και από ποιοτικής άποψης. Στον κατάλογο που ακολουθεί παρουσιάζονται τα είδη των βιταμινών που αντιπροσωπεύουν το φυτό αυτό μαζί με μια σύντομη περιγραφή της βιολογικής δραστηριότητας καθεμίας από αυτές.
Υδροδιαλυτές βιταμίνες
Βιταμίνη Β1 ή θειαμίνη: Αποτελεί στον οργανισμό μια σημαντική συνενζυματική μορφή των ενζύμων που συμμετέχουν στον ενεργό κυτταρικό μεταβολισμό: είναι απαραίτητη στη διαδικασία ανάπτυξης των σωματικών ιστών και στη λειτουργία του νευρικού συστήματος. Η έλλειψή της προκαλεί σημαντικές νευρίτιδες, οιδήματα και αναιμία.
Βιταμίνη Β2 ή Ριβοφλαβίνη: Συμμετέχει στη διαδικασία της κυτταρικής αναπνοής και του ενεργειακού ανεφοδιασμού του οργανισμού. Η έλλειψη της προκαλεί δερματίτιδες και αιματολογικές μεταβολές.
Βιταμίνη Β3 ή Νιασίνη: Ρυθμίζει τον ενεργειακό μεταβολισμό, συμμετέχει στις διαδικασίες χρήσης της γλυκόζης. Η έλλειψή της οδηγεί στη συγκεκριμένη παθολογική κατάσταση που ονομάζεται πελλάγρα.
Βιταμίνη Β6 ή Πυριδοξίνη: Δημιουργεί τα συνένζυμα όλων αυτών των ενζυματικών δραστηριοτήτων που προορίζονται για τη χρήση των αμινοξέων. Ρυθμίζει τη λειτουργία του νευρικού συστήματος και συμβάλλει στη λειτουργικότητα του δέρματος.
Βιταμίνη C ή Ασκορβικό: Πιθανώς η πιο γνωστή βιταμίνη. Σε μεγάλες και συνεχείς δόσεις δρα ως πρόληψη διαφόρων παθολογικών καταστάσεων αρχίζοντας από το κρυολόγημα και φτάνοντας σε μολύνσεις από μικροοργανισμούς και χρησιμοποιείται ως η πιο γνωστή θεραπεύει σε όλο τον κόσμο ενάντια στη συμπτώματα της γρίπης. Αυτή η βιταμίνη που έχει σημαντική αντιοξειδωτική δράση και ελεύθερα αντί-ριζικά αποτελεί αποτελεσματικό προστατευτικό παράγοντα για τον οργανισμό που συμβάλλει στην ανάπτυξη των ιστών, στην επούλωση των πληγών, στη σύνθεση πολυσακχαριδίων και στη δημιουργία του κολλαγόνου. Διατηρεί τη λειτουργικότητα των βλεννογόνων και είναι απαραίτητη για τη δημιουργία των οστών και των δοντιών. Η έλλειψή της προκαλεί το σκορβούτο.
Φολικό οξύ: Αυτή η βιταμίνη είναι παρούσα στα φύλλα όλων των πράσινων φυτών και στον άνθρωπο στο συκώτι και στα νεφρά. Συμμετέχει σε συνενζυτματική μορφή σε πολυάριθμες αντιδράσεις που περιλαμβάνουν μεταλλάξεις διαφόρων μορίων που είναι αναγκαία για τον οργανισμό, όπως η θυμίνη, συστατικό του ΟΝΑ. Χαρακτηρίζεται, μαζί με τη βιατμίνη Β12, ως αντιακμική βιταμίνη και η έλλειψή της προκαλεί μεγαλοβλαστική αναιμία.
Χολίνη: Οργανικό συστατικό που χαρακτηρίζεται ορισμένες φορές ως βιταμίνη της ομάδας Β, αλλά πραγματικά δεν μπορεί να θεωρηθεί βιταμίνη γιατί μπορεί να συντεθεί μέσα στον οργανισμό: παρόλα αυτά επιτελεί πολύ ειδικούς ρόλους. Αποτελεί τον πρόδρομο της ακετυλχολίνης, που είναι νευροδιαβιβαστής και επιτελεί δράσεις που περιλαμβάνονται στους μηχανισμούς κίνησης και μεταφοράς των σωματικών υγρών. Η έλλειψή της προκαλεί λιπαρή διήθηση του ήπατος.
Λιποδιαλυτές βιταμίνες
Βιταμίνη Α ή Ρετινόλη: Αυτός ο βιταμινικός παράγοντας δεν είναι παρών στα φυτά και αποτελεί χαρακτηριστικό του κόσμου των ζώων, αλλά υπάρχουν σε αρκετές ποσότητες πρόδρομοι της βιταμίνης αυτής και ειδικότερα το Καροτένιο. Αυτή η βιταμίνη συμμετέχει σε πολλές δραστηριότητες κυτταρικού μεταβολισμού και στη σύνθεση βλενοπολυσακχηριδίων, όπως επίσης και στην πρωτεϊνική σύνθεση. Συμβάλλει στη σταθερότητα των κυτταρικών μεμβρανών και ειδικότερα των μιτοχονδρίων και των λυσοσωμάτων. Επιτελεί συγκεκριμένη δράση στο βιοχημικό μηχανισμό της όρασης. Η έλλειψη της βιταμίνης Α μπορεί να προκαλέσει νυκταλωπία, ξηρότητα του δέρματος και αυξημένη επανεμφάνιση των μολύνσεων.
Βιταμίνη Ε ή Τοκοφερόλη: II βιταμίνη αυτή που εμφανίζεται κυρίως με την μορφή (τετραγωνάκια μέσα στο αρχικό κείμενο) και τοκοφερολών αντιπροσωπεύει μαζί με τη βιταμίνη Α και C ένα ισχυρό αντιοξειδωτικό που προστατεύει τα λιπίδια της μεμβράνης από την οξείδωση που προκαλούν τα ελεύθερα ριζικά και το λεγόμενο αντιδραστικό είδος οξυγόνου (το οξυζενέ που δημιουργείται στο πλαίσιο διαφόρων αντιδράσεων στα κύτταρα).
Σχετίζεται με την υγεία του δέρματος, την ανάπτυξη των ιστών και κυρίως των ιστών που χρειάζονται τη μέγιστη σταθερότητα των ακόρεστων λιπαρών οξέων και των οργάνων όπως το συκώτι, τα νεφρά, το έντερο και τα γεννητικά όργανα. Συμβάλλει στην παραγωγή του μυελού των οστών. Η έλλειψή της μπορεί να προκαλέσει μεταβολή του δέρματος, αναιμία και παραμόρφωση των οστών. Σε υψηλές δόσεις βοηθά στην καταπολέμηση των μολύνσεων. Πολλά πειράματα δείχνουν την αποτελεσματικότητα της βιταμίνης αυτής ενάντια σε καρκινογενείς παράγοντες της πίσσας των τσιγάρων. Γνωστή εδώ και χρόνια για την αποτελεσματικότητα σε περιπτώσεις αναπνευστικής ανεπάρκειας, στην πνευμονία και στο άσθμα. Υπάρχει σε αρκετή ποσότητα στο ζελέ των φύλλων της Αλόης Arborescens.
Πρωτεΐνες
Το πρωτεϊνικό περιεχόμενο της Αλόης είναι παρόμοιο σε γενικές γραμμές με αυτό των άλλων φυτών, αντιπροσωπεύοντας σχεδόν το 7% του ξηρού του βάρους: σε απόλυτες τιμές όμως, λαμβάνοντας υπ όψιν ότι το φύλλο της αλόης αποτελείται κατά 96-97% από νερό, η ποσότητα των πρωτεϊνών δεν είναι μεγάλη. Τα πρωτεϊνικά συστατικά της Αλόης είναι παρόλα αυτά σημαντικά για δύο λόγους: α) για την παρουσία στις κυτταρικές δομές του φύλλου συγκεκριμένοι ενζύμων που επιτελούν ειδικές λειτουργίες, συμβάλλουν σε ορισμένες φυτοθεραπευτικές δραστηριότητες και ευνοούν την πέψη των τροφών, β) για τις διάφορες πρωτεΐνες που είναι παρούσες στην Αλόη και παρέχουν, ύστερα από την πέψη τους, ανεφοδιασμό σε αμινοξέα, ακόμα και σε περιορισμένες ποσότητας για όλο τον οργανισμό.
Ένζυμα
Τα ένζυμα είναι μόρια πρωτεϊνικής φύσης που επιτρέπουν την επιτέλεση όλων των απαραίτητων λειτουργιών του κυττάρου, αυξάνοντας την ταχύτητα των αντιδράσεων που χαρακτηρίζουν τον μεταβολισμό τους. Με την παρουσία τους όλες οι βιοχημικές αντιδράσεις γίνονται σε πραγματικούς ρυθμούς προσαρμοσμένους σε αυτούς της ζωής. Μεταξύ των διαφόρων ενζύμων που ανήκουν στην ενζυματική ομάδα της Αλόης τα πιο σημαντικά από φυτοθεραπευτικής άποψης είναι τα ακόλουθα:
Βραδυκινάση: Είναι ένα ένζυμο πρωτεϊνολυτικής φύσης που καταλύει με ειδικό τρόπο την αποδόμηση του μορίου της βραδυκινήνης . Αυτό το πεπτίδιο είναι ικανό να προκαλεί την αντιφλεγμονώδη αντίδραση που ενεργοποιείται κάθε φορά που γίνεται στον οργανισμό μας μια αλλεργική αντίδραση, ως απάντηση σε ένα αλλεργιογενή παράγοντα που εισέρχεται στον οργανισμό μέσω, για παράδειγμα, μιας πληγής. Η βραδυκινίνη είναι υπεύθυνη για τον πόνο και τη μετατραυματική διόγκωση των ιστών. Το ένζυμο βραδυκινάση που περιέχεται στην Αλόη εκτός από την ενεργοποίηση του ανοσοποιητικού συστήματος με την τοπική ενεργοποίηση των μακροφάγων, έχει αναλγητική, αντιφλεγμονώδη και επουλωτική δράση, διασπώντας την βραδυκινίνη.
Καταλάση: Το ένζυμο αυτό προορίζεται για την αποδόμηση του αντιδραστικού οξυγόνου που δημιουργείται σε διάφορες μεταβολικές αντιδράσεις και έχει τοξική κυτταρική δράση προκαλώντας αντιδράσεις που δημιουργούν ελεύθερα ριζικά. Κατά την τοπική χρήση της Αλόης η καταλάση, με την παραγωγή οξυγόνου από την αποδόμηση του οξυζενέ, μπορεί να έχει καθοριστική δράση στην περίπτωση εγκαυμάτων και εξελκώσεων, συμβάλλοντας στην επούλωση και προκαλώντας την παραγωγή ινοβλαστών. Αλλα ένζυμα που είναι παρόντα στην Αλόη και μπορούν να αναφερθούν στην περίπτωση αυτή είναι η Παμιλάση, η Κυτεαρινάση, η Λιπάση, τα Καρβοξυγονοπεπτίδια και άλλες πρωττιάσες. Τα ένζυμα αυτά βοηθούν στη διαδικασία της πέψης συμβάλλοντας στη διάσπαση των τροφών που λαμβάνονται καθημερινά.
Αμινοξέα: Τα μόρια αυτά αποτελούν τις βασικές μονάδες των πρωτεϊνών και είναι είκοσι ειδών. Από θρεπτικής άποψης ορισμένα από αυτά είναι πιο σημαντικά και ονομάζονται ουσιώδη γιατί δεν παράγονται στον οργανισμό μας και για τον ανεφοδιασμό μας εξαρτόμαστε από τα διάφορα τρόφιμα. Αναφέρονται σε αυτό το σημείο γιατί η ποσότητα πρωτεϊνών που είναι παρούσα στην Αλόη συμβάλλει στον ανεφοδιασμό του οργανισμού μας με τα αμινοξέα τα οποία χρειαζόμαστε, κυρίως τα ουσιώδη: παρόλα αυτά πρέπει να σημειωθεί ότι απόλυτη ποσότητα σε πρωτεΐνες είναι χαμηλή.
ΕΠΙΣΗΜΕΣ ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ
Υπάρχουν πάρα πολλές κλινικές μελέτες σχετικά με τις ευεργετικές και θεραπευτικές ιδιότητες της αλόης Arborescens, η οποία υπερέχει 200-300 φορές σε ποσότητα συστατικών από την κοινή Αλόη Βέρα. Υπάρχουν 400 διαφορετικά είδη αλόης στον κόσμο και δεν θα πρέπει να συγχέουμε την μία με την άλλη!
Research/Scientific Papers
DECA ALOES ARBORESCENS srl
S.S. 17 PALAZZO D ABBRACIO – 86170 ISERNIA (Ιταλία)
@Father Romano Zago OFM
ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗ ΚΑΙ ΦΥΤΟΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΑΛΟΗΣ ARBORESCENS
ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ο κατάλογος των βιολογικών και φυτοθεραττευτικών ιδιοτήτων της Αλόης είναι πραγματικά εκπληκτικός κυρίως όσον αφορά το μήκος του. Πολλά άτομα που δεν είναι καλά πληροφορημένα ή σε κάθε περίπτωση με λίγη εμπειρία στον τομέα της φυτοθεραπείας, αναρωτιούνται πως είναι δυνατόν αυτό το φαρμακευτικό φυτό να αντιπροσωπεύει έναν από τους πιο ισχυρούς φυσικούς αντιτοξικούς παράγοντες, αλλά και ένα από τα πιο ισχυρά αναλγητικά, αντισηπτικά και ένα από τα πιο δυνατά ερεθίσματα για την αναδόμηση των ιστών, ένα αξιόπιστο επουλωτικό παράγοντα, ένα ενεργό αντιοξειδωτικά και αντιγηραντικό παράγοντας, ένα προστατευτικό παράγοντα για το δέρμα και τη λειτουργικότητα του.
Όλες αυτές οι ιδιότητες υπογραμμίστηκαν από ειδικές επιστημονικές μελέτες και βιοϊατρικά πειράματα και ένα μικρό κατάλογο έργων που έχουν αναφερθεί στο παρόν έγγραφο. Επίσης μπορεί να απαντήσει κανείς πολύ εύκολα πάνω σε αυτό το θέμα αν θυμηθεί ότι καθένα από τα πολυάριθμα φυσικά μόρια από την πλούσια συλλογή που παρουσιάζει η Αλόη Arnorecsens παρουσιάζει ειδικές φυτοθεραπευτικές ιδιότητες οι οποίες ενεργοποιούνται και μέσα από τη συνεργασία των φαρμακευτικών και θρεπτικών συστατικών. Αυτές οι φυτοθεραπευτικές ιδιότητες κάνουν την Αλόη μια πανίσχυρη θεραπεία για διάφορες παθολογικές καταστάσεις, ακόμα και τις πιο σοβαρές, που μπορούν να προσβάλλουν διάφορα όργανα και συστήματα του οργανισμού μας.
Πεπτικό Σύστημα
Τα ενεργά συστατικά που περιέχονται στην Αλόη Arnorecsens έχουν την ικανότητα να αναπτύσσουν θετική δράση πάνω σε όλο το πεπτικό σύστημα. Στο επίπεδο του στόματος η Αλόη, χρησιμοποιούμενη ως γαργάρα ή κατευθείαν με την μορφή ζελέ, προστατεύει τον βλεννογόνο, επουλώνοντας μέσω της ειδικής ικανότητας της τις αλλοιώσεις και τις βλάβες, όπως επίσης και προκαλώντας την επαναδημιουργία του επιθηλίου αλλά και έχοντας έντονη αντιφλεγμονώδη δράση.
Επίσης έχει και σημαντική αντιμυκητιακή και αντιμικροβιακή δράση, ρυθμίζοντας το ΡΗ του στόματος και καταπολεμώντας την δύσοσμη αναπνοή. Στο επίπεδο του στομαχιού, το βλενοπολυσακχαριδικό συστατικό, εξαιρετικά πλούσιο στην Αλόη Arborescens επιτρέπει την ανάπτυξη α) μιας αξιόπιστης προστασίας του βλεννογόνου του στομαχιού από την αυξημένη οξύτητα του στομαχικού υγρού, και μέσα από μια αναστολή της παραγωγής του υδροχλωρικού οξέος,
β) μιας αποτελεσματική επούλωσης των γαστρικών και δωδεκαδακτυλικών αλλοιώσεων,αναστέλλοντας και την ανάπτυξη του helicobacter pilori και γ) μιας αντιφλεγμονώδης δράσης με καταπραϋντική δράση των γαστρικών και οισοφαγικών τοιχωμάτων. Η χρήση της Αλόης έχει θετική επίδραση ακόμη και στην περίπτωση της νεφρικής ανεπάρκειας, εξαιτίας της περιεκτικότητας της σε χολίνη, ινοσυτόλη, ψευδάργυρο και σελήνιο, που συμμετέχουν στο μηχανισμό της υγρότητας των ηπατικών κυτταρικών μεμβρανών αλλά και στο μηχανισμό του μεταβολισμού, αντιμετωπίζοντας τα προβλήματα του συγκεκριμένου οργάνου.
Στο έντερο η Αλόη είναι εξαιρετικά χρήσιμη αποτελώντας μια εξαιρετική θεραπεία ενάντια α) στη δυσκοιλιότητα και τη στύψη, αυξάνοντας τονεντερικό περισταλτισμό με το ποσοστό γλοιού και ημικυτταρίνης. έχοντας μια δυνατή καθαρτική επίδραση μέσο) της δράσης του ανθρακινονικού συστατικού, β) στις κολίτιδες, εκκολπώματα και άλλες παθολογίες του λεπτού εντέρου, μέσω της αντιφλεγμονώδους καταπραϋντικής και επουλωτικής δράσης της από ορισμένα φυτοθεραπευτικά συστατικά,
γ) τη διάρροια, αντίθετα από ότι θα μπορούσε κανείς να περιμένει από την παρουσία Αλόϊνης που έχει καθαρτική δράση, η χρήση της Αλόης μπορεί να αντιμετωπίσει αυτή τη μεταβολή της λειτουργίας του εντέρου χάρις στα θρεπτικά αντιβακτηριακά, αντισηπτικά και αντιφλεγμονώδη συστατικά, δ) την εισβολή από επικίνδυνη βακτηριακή χλωρίδα, δεδομένου ότι είναι αποτελεσματική ενάντια σε μικροοργανισμούς όπως η σαλμονέλα, οι στρεπτόκοκκοι και οι σταφυλόκοκκοι και είναι χρήσιμη στην καταπολέμηση της μυκητίασης που προκαλείται από τηνεντερική Candida Albicans.
Η δράση που επιτελείται από το ανθρακινονικό συστατικό υποστηρίζεται επίσης από την δράση ενεργοποίησης του ανοσοποιητικού συστήματος από τις ακετομαννάνες, γεγονός που εξασφαλίζει την ενεργή αποτοξίνωση του οργανισμού), διατηρώντας τη λειτουργικότητα όλου του πεπτικού συστήματος
Δέρμα.
Μια ακόμη αποτελεσματική φυτοθεραπευτική δράση της Αλόης η οποία είναι γνωστή από την αρχαιότητα είναι αυτή που επιτελείται ενάντια στα προβλήματα και στις παθολογίες του δέρματος. Και σε αυτή την περίπτωση η Αλόη πρέπει να θεωρηθεί πολυδύναμο φυτό, τα ενεργά συστατικά του οποίου είναι σε θέση να καταπολεμήσουν πολλές διαφοροποιήσεις του δέρματος όπως η ακμή, η ροδόχρους ακμή, τα σπυράκια, οι κύστες, οι δερμομυκητιάσεις και το έκζεμα.
Παρόμοια δερματικά φαινόμενα που προκαλούνται και εντείνονται από φλεγμονώδεις διαδικασίες από μολύνσεις που προκαλούνται από διάφορους παθογενείς παράγοντες ή από λειτουργικές και μεταβολικές μεταλλάξεις του οργανισμού βρίσκουν θεραπεία από τις πολυάριθμες θετικές επιδράσεις του φαρμακευτικού φυτού της Αλόης Arborescens.
Η χρήση της Αλόης Arborecsens με τη μορφή καθαρού ζελέ ή με τη μορφή καλλυντικών όπως πομάδες, κρέμες, ζελέ, λοσιόν, αλλά και ως παρασκευάσματα που λαμβάνονται από το στόμα μπορεί να προστατεύσει την υγεία του δέρματος. Τα καλλυντικά παρασκευάσματα της Αλόης, όταν χρησιμοποιούνται τοπικά, καθαρίζουν, φρεσκάρουν, τονώνουν και αναζωογονούν το δέρμα ακόμα και μέσα από μια σωστή βιταμινική αναλογία, ενεργοποιώντας την κυκλοφορία του δέρματος, εξασφαλίζοντας μια καλύτερη οξυγόνωση και καλύτερη τοπική αποτοξίνωση του δέρματος.
Το δέρμα παρουσιάζεται απαλό, ελαστικό, υδατωμένο, πλούσιο σε αντιοξειδωτικές άμυνες ενάντια στα ελεύθερα ριζικά και πάνω στην αρνητική δράση αυτών πάνω στο επιθήλιο, προκαλώντας αντιγηραντική δράση και αναζωογόνηση του δέρματος. Οι εξαιρετικές επουλωτικές ιδιότητες της Αλόης μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την αύξηση της ταχύτητας επανόρθωσης των πληγών, των ηλιακών εγκαυμάτων, των εγκαυμάτων θερμότητας και από ακτινοβολία, των πληγών κατάκλισης, των ραγάδων και του ξεφλουδίσματος, με τη συνεχή χρήση καλλυντικών που έχουν ως βάση τους την Αλόη Arborescens.
Καρδιοκυκλοφορικό σύστημα
Η λήψη της Αλόης Arborescens επιτρέπει την επίτευξη διαφόρων θετικών επιδράσεων στο καρδιοκυκλοφορικό σύστημα. Σε επίπεδο αίματος εκτός από τον αποτελεσματικό καθαρισμό του αίματος και την εξουδετέρωση των τοξινών, τα διάφορα ενεργά συστατικά της Αλόης Arborescens βοηθούν επίσης στην ερυθροποίηση, καταπολεμώντας συχνά την αναιμία και συνεπώς καταπολεμώντας τους πονοκεφάλους, την κούραση και την μυϊκή ατονία.
Τέλος η ειδική σύσταση της Αλόης που παρουσιάζει αυξημένη ποσότητα θρεπτικών ινών, αντιοξειδωτικών συστατικών, λιπαρών πολυακόρεστων οξέων και μικροστοιχείων, είναι χρήσιμη για την αποτελεσματική πρόληψη και μείωση του λιπιδικού δυσμεταβολισμού, δημιουργώντας την ιδανική αναλογία μεταξύ HDL/LDL και .καταπολεμώντας τις επικίνδυνες συγκεντρώσεις λιπιδικού υλικού στις αρτηρίες. Η τελική επίδραση παίρνει τη μορφή βοήθειας στην πρόληψη επικίνδυνων διαδικασιών αθερομάτωσης και αρτηριοσκλήρωσης στα τοιχώματα των αγγείων.
Η χρήση του καθαρού ζελέ Αλόη Arnorecsens τοπικά ή μέσω του στόματος επιτρέπει την καταπολέμηση των κιρσοειδών φλεβών, που οφείλονται στην απώλεια ελαστικότητας των αγγειακών τοιχωμάτων των φλεβών. Επίσης, η ιδιότητα ρύθμισης του μεταβολισμού, όπως επίσης η αναλγητική και αντιφλεγμονώδης ιδιότητα της Αλόης που οφείλονται στις ακετομαννάνες, στις ανθρακινόνες και στις βιταμίνες, βελτιώνουν την κατάσταση της λεμφατικής επίσχισης. που σχετίζεται με φλεγμονή.
Ανοσοποιητικό σύστημα
Η αναγνωρισμένη και επιστημονικά αποδεδειγμένη ιδιότητα της Αλόης να ρυθμίζει και να ενεργοποιεί το ανοσοποιητικό σύστημα μέσω των βλενοπολυσακχαριδίων όπως οι μαννάνες, οι ακετομαννάνες και τα γλυκοειδή την κάνουν πρωταγωνιστή πρώτιστης σημασίας στη βελτίωση πολλών προβλημάτων που σχετίζονται με την εξασθένιση του ανοσοποιητικού συστήματος. Η χρήση της Αλόης Arborescens παρουσιάζει πολύ θετικά και καταπραϋντικά αποτελέσματα στις παρακάτω περιπτώσεις:
Αρθρίτιδα και ειδικότερα ρευματοειδή: Η συγκεκριμένη πάθηση χαρακτηρίζεται από σοβαρά φλεγμονώδη φαινόμενα, που προσβάλλουν τις αρθρώσεις. Οι επιδράσεις της προκαλούν σοβαρές λειτουργικές και ανατομικές βλάβες, με την παρουσία συνδρόμων αντιγόνου-αντισώματος στο επίπεδο των αρθρώσεων με πρηξίματα και πόνο. Η παρατεταμένη χρήση προϊόντων με βάση τους την Αλόη Arborescens τόσο τοπικά όσο και εσωτερικά μπορεί να βελτιώσει τη συγκεκριμένη παθολογική κατάσταση.
Κολπική Καντινίαση: Ο ενοχλητικός κνησμός που προκαλείται από μυκητιάσεις που προέρχονται από την Candida Albicans, ελέγχεται αποδοτικά από την τοπική χρήση της Αλόης όπως επίσης και από τη λήψη παρασκευασμάτων με βάση τους την Αλόη Arborescens.
Έρπης: Αυτή η δερματική προσβολή προκαλείται από ιώδη μόλυνση η οποία είναι εξαιρετικά διαδεδομένη και εμφανίζεται κυρίως σε περιπτώσεις υποβάθμισης της ανοσοποιητικής λειτουργικότητας με χαρακτηριστικές δερματικές εκδηλώσεις. Ο απλός έρπις και ο έρπις ζωστήρας (φωτιά του Αγίου Αντωνίου) καταπολεμούνται αποτελεσματικά με τη χρήση Αλόης Arborescens, τόσο τοπικής όσο και από το στόμα, εξαιτίας των αντιβακτηριακών, αντιϊκών, αντιφλεγμονοδών και ρυθμιστικών ιδιοτήτων του ανοσοποιητικού συστήματος.
Φυσική εξασθένιση από χημειοθεραπεία: Οι βιολογικές ιδιότητες της Αλόης Arborescens χρησιμοποιούνται κατάλληλα στον δύσκολο τομέα της χημειοθεραπείας που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία όγκων. Η βελτίωση της άμυνας του οργανισμού, η οποία προκαλείται από την ενεργοποίηση του ανοσοποιητικού συστήματος επιφέρει μια βελτίωση της ανάκτησης της φυσικής κατάστασης αλλά και βελτίωση της ψυχικής κατάστασης ύστερα από τη χρήση χημειοθεραπείας στην περίπτωση νεοπλασίας, επιτρέποντας επίσης καλύτερη αντιμετώπιση των παρενεργειών.
Ψωρίαση: Η χρόνια σοβαρή δερματική πάθηση της ψωρίασης, ενάντια στην οποία μέχρι σήμερα δεν υπάρχει επίσημο φάρμακο, μπορεί να ελεγχθεί και πολύ συχνά να θεραπευθεί από τη συνεχή τοπική χρήση καθαρού ζελέ Αλόης ή με τη μορφή κρέμας ή με τη λήψη ειδικού παρασκευάσματος με βάση του την Αλόη.
Αναπνευστικό Σύστημα: Τα χρόνια ή έντονα φλεγμονώδη φαινόμενα, όπως στην περίπτωση της γρίπης ή των βρογχικών φλεγμονών, μπορούν να θεραπευθούν αποτελεσματικά χάρις στην Αλόη Arborescens. Η χρήση αυτού του φαρμακευτικού φυτού είναι χρήσιμη στις ακόλουθες περιπτώσεις.
Λαρυγγίτιδα και Βρογχίτιδα: Μέσω εισπνοών ατμοποιημένου χυμού Αλόης θεραπεύονται λοιμώξεις που προσβάλλουν το ανώτερο αναπνευστικό σύστημα και των βρόγχων. Το αποτέλεσμα αυτό επιτελείται με τη δράση των ακετομαννάνων, οι οποίες ενεργοποιούν τις ανοσοποιητικές άμυνες καλώντας τα μακροφάγα κύτταρα και λεμφοκύτταρα στον τόπο της μόλυνσης. Το αποτέλεσμα αυτό υποστηρίζεται επίσης από την αντιφλογιστική και καταπραϋντική δράση των φυτικών στεροειδών.
Ρινίτιδα και αμυγδαλίτιδα: Η αντιμκροβιακή δράση ορισμένων ανθρακινονών, σε συνδυασμό με την καταπραϋντική και επουλωτική δράση των μακροπολυσακχαριδίων και των φυτικών στεροειδών, αποδεικνύεται αξιόπιστη θεραπεία και για αυτές τις ενοχλητικές παθολογικές καταστάσεις.
Ολοκληρώνοντας αυτή τη σύντομη παρουσίαση της ιατρικής και φυτοθεραπευτικής χρήσης του φαρμακευτικού φυτού της Αλόης, και ειδικότερα της ποικιλίας Arborescens, πρέπει να υπογραμμιστεί και πάλι η εξαιρετική ελαστικότητα της παρέμβασης σε διάφορες παθολογικές καταστάσεις, που μπορούν να προσβάλλουν όργανα και συστήματα του οργανισμού. Αυτό μπορεί να συμβεί υπενθυμίζοντας ότι, ενώ σε μια φαρμακευτική αγωγή υπάρχει ένας μόνος φαρμακολογικός παράγοντας που θα δράσει πάνω στο συγκεκριμένο πρόβλημα, στην περίπτωση της Αλόης υπάρχουνπολυάριθμοι φυτοθεραπευτικοί παράγοντες που συνεργάζονται (ΣΥΝΕΡΓΕΙΑ) και μπορούν να δράσουν θετικά σε πολλές παθολογικές περιπτώσεις, όπως το αποδεικνύει μια επιλεγμένη σειρά από έργα που αναφέρονται παρακάτω.
@Romano Zago, 2003. Di cancro si puo guarire, Adle edizioni Padova
Για περισσότερες πληροφορίες: Research Scientfic Papers
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου