Aθάνατη Aφροδίτη, που κάθεσαι σε πλουμιστό θρόνο,
κόρη του Δία πολυμήχανη, σε παρακαλώ: δέσποινα,
μη βασανίζεις με έγνοιες και στεναχώριες την καρδιά μου!
Aλλά έλα κοντά μου, αν κάποτε άλλοτε άκουσες
τη φωνή μου από μακριά και εισάκουσες την
προσευχή μου. Tότε άφησες το χρυσό παλάτι του
πατέρα σου και ήρθες ζεύοντας την άμαξά σου.
Όμορφα σπουργίτια σε φέρανε γρήγορα κάτω
στη μαύρη γη.
Xτυπώντας γοργά τα φτερά τους και διασχίζοντας τον
αιθέρα ήρθαν από τον ουρανό. Γρήγορα φτάσανε· κι εσύ,
μακαρισμένη, με γελαστό το αθάνατό σου πρόσωπο,
με ρωτούσες τι έπαθα πάλι, γιατί σε κάλεσα πάλι,
τι επιθυμεί πιο πολύ η τρελή καρδιά μου. «Ποιο αγαπημένο
πρόσωπο πρέπει η πειθώ να φέρει τώρα στην αγάπη σου;
Πες μου, Σαπφώ, ποιος σε αδικεί;
Σε αποφεύγει; Σύντομα θα σε κυνηγήσει η ίδια. Δε δέχεται
δώρα; Θα σου προσφέρει η ίδια. Δε σ' αγαπά; Σύντομα θα
σ' αγαπήσει, ακόμη και παρά τη θέλησή της.» Έλα και τώρα
και λύτρωσέ με από το βαρύ μαράζι. Eκπλήρωσε αυτό που
η καρδιά μου ποθεί να γίνει και γίνε σύμμαχός μου.
Ποικιλόθρον᾽ ὰθάνατ᾽ ᾽Αφροδιτα,
παῖ Δίος, δολόπλοκε, λίσσομαί σε
μή μ᾽ ἄσαισι μήτ᾽ ὀνίαισι δάμνα,
πότνια, θῦμον.
ἀλλά τυίδ᾽ ἔλθ᾽, αἴποτα κἀτέρωτα
τᾶς ἔμας αύδως αἴοισα πήλυι
ἔκλυες πάτρος δὲ δόμον λίποισα
χρύσιον ἦλθες
ἄρμ᾽ ὐποζεύξαια, κάλοι δέ σ᾽ ἆγον
ὤκεες στροῦθοι περὶ γᾶς μελαίνας
πύκνα δινεῦντες πτέῤ ἀπ᾽ ὠράνω
αἴθερος διὰ μέσσω.
αῖψα δ᾽ ἐχίκοντο, σὺ δ᾽, ὦ μάσαιρα
μειδιάσαις᾽ ἀθάνατῳ προσώπῳ,
ἤρἐ ὄττι δηὖτε πέπονθα κὤττι
δἦγτε κάλημι
κὤττι μοι μάλιστα θέλω γένεσθαι
μαινόλᾳ θύμῳ, τίνα δηὖτε πείθω
μαῖς ἄγην ἐς σὰν φιλότατα τίς τ, ὦ
Πσάπφ᾽, ἀδίκηει;
καὶ γάρ αἰ φεύγει, ταχέωσ διώξει,
αἰ δὲ δῶρα μὴ δέκετ ἀλλά δώσει,
αἰ δὲ μὴ φίλει ταχέως φιλήσει,
κωὐκ ἐθέλοισα.
ἔλθε μοι καὶ νῦν, χαλεπᾶν δὲ λῦσον
ἐκ μερίμναν ὄσσα δέ μοι τέλεσσαι
θῦμος ἰμμέρρει τέλεσον, σὐ δ᾽ αὔτα
σύμμαχοσ ἔσσο.
Helene Kemiktsi
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου