Η Ελλάδα έχει την πλουσιότερη χλωρίδα στην Ευρώπη
ΒΟΥΝΟΚΟΡΦΕΣ, ΚΑΜΠΟΙ, ΦΑΡΑΓΓΙΑ ΚΑΙ ΑΚΤΕΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΜΑΣ ΦΙΛΟΞΕΝΟΥΝ ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ 6.500 ΕΙΔΗ ΚΑΙ ΥΠΟΕΙΔΗ ΦΥΤΩΝ
Τα Λευκά Όρη, οι κορυφές του Ολύμπου και ο Ταΰγετος είναι μεταξύ των βουνών που συγκεντρώνουν τα περισσότερα σπάνια είδη φυτών. Στην οροσειρά της Ροδόπης φυτρώνουν είδη που συναντώνται στις Άλπεις. Βουνοκορφές, κάμποι, φαράγγια και ακτές της χώρα μας φιλοξενούν τουλάχιστον 6.500 είδη και υποείδη φυτών. Όμως, τα 400 από αυτά βρίσκονται σε μικρούς πληθυσμούς, ενώ τα 47 κινδυνεύουν άμεσα να εξαφανιστούν.
«Σύμφωνα με τους τελευταίους υπολογισμούς, η χώρα μας μετράει σήμερα 6.500 είδη και υποείδη φυτών, από τα οποία τα 1.150 δεν συναντώνται αλλού στον κόσμο. Σε σύγκριση με την έκτασή της, η Ελλάδα έχει την πλουσιότερη χλωρίδα στην Ευρώπη», σημειώνει ο κ. Γιώργος Σφήκας, πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Προστασίας της Φύσης. Και προσθέτει ότι η καταγραφή τού βοτανικού πλούτου της Ελλάδας δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί, καθώς κάθε χρόνο περιγράφονται νέα είδη. Τα τελευταία 10 χρόνια έχουν βρεθεί και περιγραφεί περισσότερα από 50. Την ίδια στιγμή, η Ισπανία, μία χώρα με τέσσερις φορές μεγαλύτερη έκταση, αριθμεί 5.050 είδη, από τα οποία τα 944 είναι ενδημικά.
Τα καταφύγια της ελληνικής χλωρίδας
Σε μέρη, όπου σπανίζει η ανθρώπινη παρουσία, σε τόπους όπου τα κοπάδια των ζώων και τα μηχανήματα για την κατασκευή των δρόμων δεν έχουν φθάσει ακόμη, η χλωρίδα φτιάχνει τους δικούς της επίγειους παραδείσους. Αυτές τις περιοχές περιγράφει ο Γιώργος Σφήκας στο βιβλίο του, που πρόκειται να κυκλοφορήσει σε λιγότερο από έναν μήνα με τίτλο «Οι βοτανικοί παράδεισοι της Ελλάδας». Στο βιβλίο περιγράφεται η χλωρίδα 130 περιοχών της Ελλάδας και 4 της Κύπρου, καθώς και είδη τα οποία απειλούνται με εξαφάνιση.
Τα 47 φυτά που βρίσκονται άμεσα σε κίνδυνο εμφανίζονται σε τοποθεσίες όπου ο συνολικός πληθυσμός τους δεν ξεπερνά συνήθως τον αριθμό των 100 ατόμων. Πρόκειται, κυρίως, για τοπικά ενδημικά φυτά της Ελλάδας ή για ορισμένα είδη που βρίσκονται στη χώρα μας αλλά είναι ασιατικής ή αφρικανικής προέλευσης. «Η ανθρώπινη παρουσία, η τουριστική δραστηριότητα, τα έργα που συνεχώς εγκρίνονται σε βουνά, η υπερσυλλογή, αλλά και η υπερβόσκηση, αποτελούν καθοριστικούς παράγοντες. Σε αντίθεση με τις πυρκαγιές, που όχι μόνο δεν προκαλούν ζημιές στα μικρά λουλούδια, αλλά μπορεί να τα ευνοήσουν, καθώς αποκτούν μεγαλύτερο χώρο επέκτασης και πρόσβαση στο φως του ήλιου. Και φυσικά, αυτό δεν σημαίνει με τίποτα ότι οι φωτιές είναι θετικό γεγονός», επισημαίνει ο κ. Σφήκας.
Στο βιβλίο υπάρχει κατάλογος με 400 είδη φυτών που χαρακτηρίζονται «τρωτά». Βρίσκονται διασκορπισμένα σε όλη τη χώρα, σε μικρούς πληθυσμούς. Αν και δεν διατρέχουν αντίστοιχο κίνδυνο με τα 47 παραπάνω, οι ανθρώπινες παρεμβάσεις απειλούν την ύπαρξή τους. Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με τον κ. Σφήκα, υπάρχουν τουλάχιστον 5 επιβεβαιωμένα είδη φυτών που έχουν πλέον εξαφανιστεί από τη χλωρίδα της χώρας. «Πρόκειται κυρίως για φυτά που είχαν καταγραφεί τον περασμένο αιώνα, αλλά δεν έχουν παρατηρηθεί ξανά στα νεώτερα χρόνια», λέει ο ίδιος.
Πάντως, όπως σημειώνει ο συγγραφέας του βιβλίου, η κατάσταση της χλωρίδας μεταβάλλεται συνεχώς. Ο Άδωνις της Κυλλήνης θεωρούνταν εξαφανισμένο είδος. «Φίλοι μου, όμως, το παρατήρησαν στο όρος Ζήρεα της περιοχής και στον γειτονικό Παρνιά. Τελικά, υπάρχουν ικανοποιητικοί πληθυσμοί του φυτού, τέτοιοι που δύσκολα θα το κατατάσσαμε ακόμη και στην κατηγορία, των τρωτών», αναφέρει ο κ. Σφήκας.
Τα 5 είδη φυτών που έχουν εξαφανιστεί
Astragalus idaeus (Bunge): Ενδημικό φυτό των βουνών της Κρήτης (κυρίως στη Δίκτη και στον Ψηλορείτη) που βρέθηκε και περιεγράφη τον προηγούμενο αιώνα. Στα νεώτερα χρόνια δεν έχει ξαναβρεθεί. Είναι πιθανό να εξαφανίστηκε εξαιτίας της υπερβόσκησης της περιοχής.
Centaurea tuntasia (Heldr. ex Hal): Ενδημικό φυτό της Αττικής που βρέθηκε το 1984 στα Λιόσια και στη συνέχεια το 1942 στον Μαραθώνα. Στα επόμενα χρόνια δεν έχει ξαναβρεθεί ούτε στις παραπάνω περιοχές ούτε σε άλλες τοποθεσίες της Αττικής.
Centaurea sibthorpii (Halascy): Ενδημικό φυτό της Αττικής που βρέθηκε και περιεγράφη τον περασμένο αιώνα. Οι περιοχές στις οποίες βρέθηκε το φυτό έχουν δεχθεί έντονη ή μέτρια οικιστική δραστηριότητα και από τότε δεν έχει ξαναβρεθεί ούτε στην Αττική ούτε σε άλλη τοποθεσία.
Geocaryum bornmuelleri (Wolff Engstrad): Το συγκεκριμένο είδος βρέθηκε και περιεγράφη το 1891 στη Θάσο από τους Sintenis και Bornbmuller. Από τότε δεν έχει αναφερθεί ποτέ ξανά.
Satureja acropolitana (Halascy- Greuter&Burdet): Παλαιότερα ήταν γνωστό με το όνομα Micromeria acropolitana. Βρέθηκε στα βράχια της Ακρόπολης στις αρχές του αιώνα. Από τότε δεν έχει αναφερθεί ξανά. Συνεργάτες του Red Data Book για την Ελληνική Χλωρίδα ανακάλυψαν πρόσφατα στην ίδια τοποθεσία ένα φυτό που του μοιάζει αρκετά. Ήταν όμως Αύγουστος και τα φυτά δεν είχαν άνθη ή καρπούς. Συνεπώς, έως και σήμερα κατατάσσεται στα εξαφανισθέντα είδη.
«Τροφή»: ΠΡΟΣΟΧΉ – Εδώ να επισημάνω, ότι αν ποτέ βρεθείτε σε κάποιο βουνό της Ελλάδας και θελήσετε να μαζέψετε κάποια βότανα, να το κάνετε με πολύ σεβασμό.
Να μαζέψετε μόνο όσο σας χρειάζεται (ένα ή δυο ματσάκια) και ΠΡΟΣΟΧΉ ποτέ μα ποτέ μη ξεριζώνετε φυτά.
Είναι εγκληματικό, γιατί πολλοί από τους πληθυσμοί αυτούς είναι αυτοφυείς και δεν αντικαθίστανται εύκολα ή δεν αντικαθίστανται ποτέ!
Άλλωστε, ενημερωτικά, ΑΠΑΓΟΡΕΎΕΤΑΙ η συλλογή αυτοφυών φυτών σε βουνά χωρίς άδεια. (Αυτό κυρίως ισχύει-στα χαρτιά, βέβαια- για τους εμπόρους που έχουν καταρημάξει τα βότανα της Ελλάδας. Ευτυχώς τελευταία βλέπουμε να γίνονται κάποιες προσπάθειες να προστατευτεί η ωφέλιμη χλωρίδα της πατρίδος μας, ελπίζουμε να είναι τέτοιες, τουλάχιστον!)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου