Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2017

Από τους Καλικάντζαρους της ελληνικής λαογραφίας στα Τρολ του Τόλκιν.




«Φεύγετε να φεύγωμε
τι έρχεται ο τρελόπαπας
με την αγιαστούρα του
και με τη βρεχτούρα του.
Μας άγιασε
μας έβρεξε και μας,
μας εκατέκαψε!» ή «και θα μας μαγαρίσει»


Σύμφωνα με την λαϊκή παράδοση. το παραπάνω δίστοιχο φωνάζουν με ρυθμό οι καλικάντζαροι την ημέρα των Φώτων, όταν ο παπάς περνάει να αγιάσει τα σπίτια.


Οι Καλικάντζαροι είναι δαιμονικά όντα,τα οποία έρχονται στη γη για δώδεκα ημέρες, από την παραμονή των Χριστουγέννων μέχρι τα Θεοφάνεια. Η λαϊκή δοξασία αναφέρει πως αυτό συμβαίνει επειδή τι ημέρες αυτές τα «νερά είναι αβάφτιστα» και οι καλικάντζαροι βρίσκουν ευκαιρία να βγουν από τη γη για να πειράξουν τους ανθρώπους τώρα που ο Χριστός είναι και εκείνος αβάφτιστος. Είναι χιλιάδες και ξετρυπώνουν στην επιφάνειά της από τις μυριάδες τρύπες που βρίσκονται στο έδαφός της. Βγαίνουν μέσα από τα φαράγγια και τα πηγάδια, από τις σπηλιές και τις καταβόθρες, τις καταπαχτές και τα πιο μικρά από τις μυρμηγκοφωλιές και διάφορες άλλες μικροσκοπικές τρύπες.


Κατά την παραμονή τους στη γη μένουν σε μύλους, γεφύρια, ποτάμια και τρίστρατα (μεγάλα μονοπάτια) ή σε σταυροδρόμια όπου παραμονεύουν μόνο κατά τη νύκτα και πειράζουν όποιον περάσει και φεύγουν με το τρίτο λάλημα του πετεινού.

Την παραμονή των Χριστουγέννων, μαζεύονται έξω από τα χωριά ή τους οικισμούς και περιμένουν να σμίξει η μέρα με τη νύχτα για να μπουν μέσα. Έρχονται τις νύχτες του δωδεκαήμερου και μπαίνουν στα σπίτια από τις καπνοδόχους, απ΄ όπου μπορούν να «μαγαρίσουν» την κουζίνα σε ότι δεν είναι νοικοκυρεμένο, αρπάζουν ενδύματα, σκορπούν το αλεύρι ή την τέφρα από το τζάκι που θεωρείται ακατάλληλη για οποιαδήποτε χρήση. Γι’ αυτό και τα τζάκια εκείνες τις μέρες είναι πάντα αναμμένα (το έθιμο του Χριστόξυλου) και έχουν πολύ φωτιά, γιατί οι καλικάντζαροι φοβούνται τη φωτιά. Η φωτιά εξαγνίζει, καθαγιάζει, δεν αφήνει τίποτα στο πέρασμα της. Αν καμιά φορά μπει κάποιος καλικάντζαρος στο σπίτι, οι νοικοκυρές το κυνηγάνε με πυρωμένα δαυλιά.

Οι 12 ημέρες μεταξύ Χριστουγέννων και Θεοφανείων, το γνωστό Δωδεκαήμερο, προστέθηκαν για να εναρμονιστεί ο σεληνιακός με τον ηλιακό χρόνο και για το λόγο αυτό θεωρήθηκαν μέρες εμβόλιμες, μη κανονικές. Κατά το διάστημα αυτό επέρχεται μια αναστάτωση στην τροχιά του χρόνου. Οι παραδόσεις θέλουν σ' αυτή την αλλαγή να παρουσιάζονται μυστηριώδη όντα, ενοχλητικά ή βλαπτικά. Τέτοια όντα θεωρούνται και οι καλικάντζαροι, που για κάποιους λαούς και μυθολογίες αντιπροσωπεύουν τους Δαίμονες της βλαστήσεως και συνδέονται με τα ξωτικά, τους νάνους, τους γνώμους (τα μικροσκοπικά πνεύματα του Παράκελσου -δες τον πίνακα του Γερμανού Heinrich Schlitt παρακάτω ) και τα μικροσκοπικά kobold (πνεύματα της γερμανικής λαογραφίας).


(Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε ότι στην Ελληνική λαογραφία εκτός από τους καλικάντζάρους υπάρχουν κι άλλα «δαιμόνια» /ενοχλητικά ή βλαπτικά πνεύματα της Ελληνικής υπαίθρου, που έχουν μεν τα ίδια χαρακτηριστικά, αλλά που εμφανίζονται όλο το χρόνο όπως οι «παγανοί», «αερικά», «ξωτικά», «παρωρίτες», «τσιλικρωτά», «καλιοντζήδες», «πλανήταροι», «κατσιάδες», «κάηδες», «καλισπούδηδες», «καημπίλιδες», «σιβότες» και «σιφώτες», «χρυσαφεντάδες» και που γενικά εμφανίζονται και συμπεριφέρονται ως καλικάντζαροι.)


Πίνακας του Γερμανού Heinrich Schlitt (1923)
Gnom mit Zeitung und Tabakspfeife
«Έρχονται από τη γης από κάτω. Όλο το χρόνο πελεκούν με τα τσεκούρια να κόψουν το δένδρο που βαστάει τη γης , αλλά όταν κοντεύουν να το κόψουν έρχεται ο Χριστός και μονομιάς ξαναγίνεται το δένδρο και τότε τα δαιμόνια χιμούν στη γης επάνω και πειράζουν τους ανθρώπους» αναφέρει ο Νικόλαος Πολίτης, λαογράφος και καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο πρόδρομος της επιστήμης της λαογραφίας στην Ελλάδα στην πραγματεία του «Οι Καλικάντζαροι».

Η πίστη για τους καλικαντζάρους ως δαιμονικά όντα που ζουν κάτω από τη γη στηρίζεται στην κοσμοθεωρία περί ακινησίας της γης (το γαιοκεντρικό σύστημα, σύμφωνα με το οποίο η γη είναι ακίνητη και γύρω της κινούνται τα άλλα ουράνια σώματαν ενώ αυτή είναι προσηλωμένη στον θόλο του ουρανού).



(Σύμφωνα με την παράδοση οι καλικάντζαροι έρχονται από κάτω από τη γη, όπου ολόκληρο το χρόνο προσπαθούν με τσεκούρι, πριόνια κ.λ.π. να κόψουν το δέντρο που βαστάει τη γη. Κόβουν-κόβουν, μέχρι που έχει μείνει πολύ λίγο ακόμα, αλλά τότε έρχονται τα Χριστούγεννα, μυρίζουν τα γλυκά που φτιάχνουν οι νοικοκυρές και λένε "χάιστε να πάμε πάνω στη γη και θα πέσει μοναχό του". Ανεβαίνουν λοιπόν πάνω στη γη και τα Θεοφάνεια που γυρίζουν, βλέπουν το δέντρο ολάκερο, ακέραιο και άκοπο. Και ξεκινούν πάλι να κόβουν και πάλι έρχονται τα Χριστούγεννα, και όλο απ' την αρχή.)

Πιο συγκεκριμένα, ο Πολίτης έχει τη γνώμη ότι η συνήθεια να μασκαρεύονται από τα Χριστούγεννα ως τα Φώτα «παρείχε το ενδιαφέρον εις την φαντασίαν του λαού να πλάσει τους Καλικάντζαρους. Ο τρόπος ον ενέπνεον εις τα παιδιά μεν πάντοτε, πολλάκις δε εις τους ενήλικας, προσέδιδε δαιμονιώδη φύσιν εις τους οχληρούς και ταραχώδεις εκείνους πανηγυριστάς των Καλανδών, μέχρις ότου παντελώς συνέχισε και αφομοίωσεν αυτούς προς τα παντοία δείγματα των δεισιδαιμόνων παραστάσεων».


Η αρχή των μύθων που είναι σχετικοί με τους καλικάντζαρους βρίσκεται στην αρχαιότητα. Κάποιοι υποστηρίζουν πως οι καλικάντζαροι προέρχονται από τις αρχαίες κήρες δηλ. τις ψυχές των νεκρών. Οι Αρχαίοι πίστευαν πως οι ψυχές όταν έβρισκαν την πόρτα του ‘Aδη ανοιχτή, ανέβαιναν στον απάνω κόσμο και τριγύριζαν παντού χωρίς έλεγχο και περιορισμούς πειράζοντας τους ζωντανούς. Σύμφωνα με άλλους οι καλικάντζαροι παρουσιάζουν ομοιότητες με τους ελληνικούς Σατύρους.

Στο Βυζάντιο γιόρταζαν το Δωδεκαήμερο, δηλαδή την περίοδο μεταξύ Χριστουγέννων και Θεοφανείων με μουσικές, τραγούδια και μασκαρέματα επηρεασμένοι από τα ρωμαϊκά και παλαιότερα Σατουρνάλια . Υπενθυμίζουμε πως η εορτή του θεού Ηλίου μετά τη χειμερινή ισημερία - με το παλιό ημερολόγιο ήταν στις 21 Δεκεμβρίου - αποτελούσε την αφορμή για να βγουν όλοι οι άνθρωποι στους δρόμους και να γιορτάσουν την έλευση της άνοιξης η οποία πλησίαζε. Ως έθιμο βουτούσαν στα παγωμένα νερά των ποταμών (στην χριστιανική θρησκεία το κάνουμε τα Θεοφάνεια) και συγκεντρώνονταν στις πλατείες για να γιορτάσουν την εμφάνιση του θεού Ηλίου, ο οποίος θα έλιωνε τα χιόνια και η γη θα άρχιζε και πάλι να καρποφορεί. Για το λόγο αυτό κρεμούσαν πάνω στα δένδρα(κυρίως την ιερή, για τους Δρυίδες, Βελανιδιά) φρούτα και κόκκινες κορδέλες, οι οποίες συμβόλιζαν την καρποφορία, την ευφορία και τη ζωή (από δω προκύπτει και ο στολισμός του Χριστουγεννιάτικου δένδρου).


Μάλιστα, έχοντας κρυμμένα τα πρόσωπά τους, έκαναν με πολύ θάρρος και χωρίς ντροπή ό,τι ήθελαν. Πείραζαν τους ανθρώπους στους δρόμους, έμπαιναν απρόσκλητοι σε ξένα σπίτια και αναστάτωναν τους νοικοκύρηδες.Ζητούσαν λουκάνικα και γλυκά και οι νοικοκυραίοι για να γλιτώσουν απ' αυτούς έκλειναν πόρτες και παράθυρα. Οι μασκαρεμένοι όμως έβρισκαν πάντα κάποιους τρόπους να εισβάλλουν στα ξένα σπίτια, ακόμα και από τις καμινάδες. Κι όλα αυτά για δώδεκα μέρες, ως την παραμονή των Φώτων, οπότε με το Μεγάλο Αγιασμό όλα σταματούσαν κι οι άνθρωποι ησύχαζαν.





Ο Μιχαήλ Ψελλός, λόγιος Βυζαντινός ιστορικός, φιλόσοφος και πολιτικός και διπλωμάτης σε μελέτη του για τους καλικάντζαρους είχε γράψει ότι «ο φόβος και η προκατάληψη των αμόρφωτων ανθρώπων είναι εκείνο που γεννά τις φαντασίες των δαιμονικών».

Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε πως από εκείνη την περίοδο, των Βυζαντινών, προέκυψαν κάποια χαρακτηριστικά που συνοδεύουν τους καλικάντζαρους μέχρι και τις ημέρες μας. Ευκίνητοι, χορευταράδες, πειραχτήρια, γλεντζέδες, γυναικάδες.



{ Η παράδοση λέει είναι πολύ ευκίνητοι ανεβαίνουν στα δένδρα πηδούν από στέγη σε στέγη σπάζοντας κεραμίδια κάνοντας μεγάλη φασαρία. Και ότι βρουν απλωμένα τα ποδοπατούν. Αλίμονο σε κείνον που θα πρέπει να βγει τη νύχτα και να πάει σε μακρινή δουλειά κυρίως έξω απ' το χωριό. Τα πνεύματα αυτά παρουσιάζονται μπροστά του με διάφορες μορφές για να τον εκφοβίσουν ή να τον βλάψουν. Λέγεται ότι ανεβαίνουν στους ώμους των ανθρώπων που συναντούν τη νύκτα και προσπαθούν να τους πνίξουν, αν δεν αποκριθούν σωστά σε ό,τι ερωτηθούν. Οι καλικάντζαροι φαντάζουν και χορευταράδες, αρπάζουν όποιον βρουν τη νύκτα και τον στροβιλίζουν στο χορό μέχρι να πέσει λιπόθυμος, ο γνωστός χορός των καλικάντζαρων. Τους καλούς χορευτές τους ανταμείβουν.


Μεταξύ τους είναι διχόγνωμοι, φιλόνικοι και έτσι δεν μπορούν να κάνουν μέχρι το τέλος καμιά δουλειά κι όλα τα αφήνουν στη μέση. Είναι κακά και πονηρά όντα και δεν μπορούν να κάνουν κακό στους ανθρώπους, αλλά μόνο να τους πειράξουν, ενοχλήσουν ή να τους φοβίσουν αφού θεωρούνται μωροί και ευκολόπιστοι.

Όταν οι νοικοκυρές έψηναν τηγανίτες ή άλλα σκευάσματα στο τηγάνι από αλεύρι, οι καλικάντζαροι ανέβαιναν στην καπνοδόχο και άπλωναν το χέρι τους ως κάτω στην εστία (γιατί μπορούσαν να απλώνουν και να μακραίνουν τα χέρια τους και τα πόδια τους όσο ήθελαν) και ζητούσαν ή βουτούσαν ότι υπήρχε στο τηγάνι ή στη θράκα.}






Σύμφωνα με την καθηγήτρια του Ανοιχτού Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Ευγενία Κούκουρα Δομνηνού, οι αντιλήψεις περί καλικάντζαρων και η μεταμφίεση σε ένα είδος φαντασμάτων (που παραπέμπει στο δυτικό χάλοουιν) στις 25 Δεκεμβρίου, όπως συμβαίνει σε πολλές περιοχές της Δύσης, χάνονται στα βάθη των χιλιετιών. Προσθέτει, μάλιστα, πως υπάρχουν συγκεκριμένες αναφορές στον Πλούταρχο και στον Κικέρωνα με τις οποίες φαίνεται ξεκάθαρα ότι οι ψυχές που αποχωρίστηκαν από το σώμα είτε παρίσταναν τους καλούς δαίμονες και ήταν φύλακες των ανθρώπων (lares) είτε τους κακούς και ονομαζόταν Iarvei (δηλαδή έμπουσες ή μορμολύκεια) και κατοικούσαν σύμφωνα με ορισμένες πηγές μεταξύ Σελήνης και Γης και σύμφωνα με άλλες στον Άδη.

Οι αρχαίοι πίστευαν ότι αυτοί οι δαίμονες επισκέπτονταν τρεις φορές τον χρόνο τη Γη: στις 24 Αυγούστου, στις 5 Οκτωβρίου και στις 8 Νοεμβρίου και τότε ο κόσμος ήταν ανοιχτός (muntus patet). Εκείνες τις περιόδους διοργανώνονταν ειδικές τελετές και εορτές για τις ψυχές. Κατά τον Κικέρωνα, ο στρατηγός Δέκιμος Βρούτος, ο οποίος ήταν ο πρώτος που επιτέθηκε στον Αδη, διάβηκε τον ποταμό της λήθης και επέστρεψε ζωντανός, γιόρταζε την εορτή των ψυχών την τελευταία ημέρα του τελευταίου μήνα του χρόνου. Τότε οι άνθρωποι έστρωναν τραπέζια για να ταΐσουν τα καλά πνεύματα και από κει προέρχεται το χάλοουιν, η γιορτή δηλαδή των χωρών της Δυτικής Ευρώπης στην οποία τα μικρά παιδιά μεταμφιέζονται και επισκέπτονται τα σπίτια της γειτονιάς όπου τους δίνονται γλυκά και δώρα.


Με το πέρασμα του χρόνου ο λαός έδωσε περισσότερο άσχημα χαρακτηριστικά στους Καλικάντζαρους συγχέοντάς τους με τους νάνους. Τους περιέγραφαν κοντούς, κακομούτσουνους. Καθένας από τους καλικάντζαρους απέκτησε και από ένα κουσούρι. Κουτσοί, στραβοί, μονόματοι, μονοπόδαροι, στραβοπόδαροι, στραβόστομοι, στραβοπρόσωποι, στραβομούρηδες, στραβοχέρηδες, ξεπλατισμένοι, ξετσακισμένοι και κοντολογής όλα τα κουσούρια και τα σακατιλίκια του κόσμου τα βρίσκεις όλα πάνω τους.


{Σε αρκετές περιπτώσεις συγχέονται/συνδέονται με τα Τρολ, τρομακτικά όντα της Νορβηγικής μυθολογίας που πολλές φορές χαρακτηρίζονται και ως ανθρωποφάγα. Τα Τρολ χρησιμοποίησε και στο έργο του ( «Χόμπιτ», «Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών» και «Σιλμαρίλλιον») και ο διαπρεπής Άγγλος φιλόλογος, συγγραφέας, ποιητής και ακαδημαϊκός Τόλκιν. Ο Τόλκιν από τα Τρολ και τους Καλικάντζαρους επινόησε τα Ορκ, μια άλλη φυλή που δημιουργήθηκαν από τον Άρχοντα του Σκότους Μέλκορ (ή Μόργκοθ αργότερα) για να τον υπηρετούν.}





Σε κάποιες περιπτώσεις, η λαϊκή παράδοση αναφέρει πως μερικοί από τους καλικάντζαρους έχουν στη ράχη τους από φυσικού τους μια κούνια αγκαθερή και σ' αυτήν βάζουν όσα παιδιά αρπάζουν και τα κουνούν για να τα ματώνουν απ' τ' αγκάθια και να τους πίνουν ατο αίμα, παραπέμποντας στον μύθο του Κράμπους.


Ανάλογες δοξασίες εμφανίζονται και στην υπόλοιπη Δύση όπου κατά το Δωδεκαήμερο εμφανίζονται Λυκάνθρωποι, Στρίγγλες, Μάγισσες, Νόρνες και Παγανά Με την ονομασία Παγανά αναφέρονταν είναι γενικότερα στα ξωτικά και τα φαντάσματα. Paganus σημαίνει ο άνθρωπος της υπαίθρου, ο αγρότης και κατ΄επέκταση ο αγρότης και κατόπιν ο όρος συνδέθηκε με τον μη χριστιανό.


Στα αγγλικά pagan είναι ο ειδωλολάτρης. Και παγανή Κυριακή σημαίνει η Κυριακή που δεν έχει άλλη εορτή. Παγανό αποκαλείται το αβάπτιστο νήπιο. Πιστεύεται ότι τα βρέφη που πέθαναν αβάπτιστα γίνονται παγανά, τελώνια, καλικάντζαροι.

Στη Βενετία την παραμονή των Χριστουγέννων γεννιόντουσαν οι μάγισσες και οι στρίγγλες.
Στη Γαλλία οι Loup-garous τριγυρνούσαν στους δρόμους τη νύχτα των Χριστουγέννων και έτρωγαν τα σκυλιά.Στην Ισλανδία πίστευαν ότι κάθε Χριστούγεννα 9 julesveinar κατέβαιναν από τα βουνά για να αρπάξουν παιδιά και να τα οδηγήσουν στις σπηλιές των ξωτικών.Ενώ στη Γερμανία, το δωδεκαήμερο ανέβαινε στη γη ο Άγριος Κυνηγός, η Λυσσασμένη Στρατιά, οι μάγισσες και οι τερατόμορφες γυναίκες που έκλεβαν τα μωρά από την κούνια τους, γι’ αυτό οι άνθρωποι έπρεπε να κλειδώνονται μέσα μετά τη δύση του ήλιου και να μην κάνουν καμιά δουλειά εκείνες τις ημέρες.

Όλα αυτά όμως τελειώνουν με τον αγιασμό των υδάτων την ημέρα των Φώτων. Με την αναχώρηση των καλικάντζαρων, η στάχτη από το τζάκι μαζεύεται και το τζάκι καθαρίζεται. Η στάχτη πετιέται σε μέρος που δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για κανένα λόγο (αλυσίβα, λίπασμα κ.λ.π.)Επίσης, πραγματοποιείται καθαρμός των χωριών και των οικιών της υπαίθρου με φωτιές. Οι κοπριές των ζώων καθαρίζονται από τα κατώγια και οι άνθρωποι πλένονται ενώ καθαρίζουν το εικονοστάσι και αλλάζουν το νερό στο καντήλι.
Δεν πρέπει βέβαια να ξεχνάμε πως όλες αυτές οι λαϊκές παραδόσεις και θρησκευτικές πεποιθήσεις έχουν τις ρίζες τους στα βάθη του χρόνου και επιβιώνουν από την αρχαία Ελλάδα και Ρώμη μέχρι τις μέρες μας.



Γιώτα Χουλιάρα για το Geopolitics and Daily News


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου